Η βεντάλια της κοντέσας Μορέλιας (1)

Κέρκυρα, Μάιος 1864


Η κοντεσίνα Αμαλία Μορέλια άνοιξε το αψιδωτό παράθυρο και προσκάλεσε την Άνοιξη στην κάμαρά της. Μυρωδιές από τον κήπο που οργίαζε, τραγουδιστοί ψίθυροι πουλιών στα δέντρα, το κελάρισμα του συντριβανιού κάτω απ' το παράθυρό της. Το βλέμμα της άφησε το Γαστούρι και πλανήθηκε στην πεδιάδα, στα κυπαρίσσια, τις ελιές και τα πεύκα που έζωναν την Κέρκυρα από παντού, έχοντας χρυσαφένιο φόντο τη θάλασσα που λαμπύριζε καθώς ο ήλιος γέμιζε στον ουρανό. Από τη δημοσιά, κάτω στα ριζά του λόφου ακούγονταν φωνές και γέλια, απλός κόσμος που ανέβαινε το δρόμο με προορισμό τη Χώρα.
Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα για το νησί. Ήταν η μέρα που υπογραφόταν η Ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Σχέδιο μεγαλεπήβολο και λαμπρό που γινότανε πράξη! Ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου η Αγγλική Αρμοστεία θα παρέδιδε τη διοίκηση του νησιού στη μητέρα Ελλάδα, από κοντά και όλων των νησιών του Ιονίου.
Η κοντεσίνα με μια κίνηση έβγαλε τη βεντάλια της και την κούνησε ρυθμικά μπροστά στο πρόσωπό της, αφήνοντας το αέρινο χάδι της να αγγίξει τις πτυχές της αβερτούρας της, στα σημεία που δεν κάλυπταν οι φαρμπαλάδες των ρούχων που τόσο την ενοχλούσαν. Αν ήταν στο χέρι της δεκαεξάχρονης Αμαλίας όλα τούτα τα ρούχα θα ήταν περιττά και εκείνη τώρα θα κατηφόριζε τρέχοντας το λόφο, απ' το Γαστούρι στις Μπενίτσες, να κυλιστεί στη χρυσαφένια άμμο, να την αφήσει να πλάσει το κορμί της και μετά με μια βουτιά να ξεπλυθεί στη θάλασσα και ν' αναστηθεί. Αλλά οι Μπενίτσες ήταν ένα ψαροχώρι. Απρέπεια μεγάλη μια κοντεσίνα, η κόρη του κόντε Σπυρίδωνα Μορέλη να τριγυρίζει μόνη της εκεί ανάμεσα στους ψαράδες και την εργατιά!
Η έπαυλη των Ρόδων ήταν χτισμένη στο λόφο του Γαστουρίου λίγο έξω από τη Χώρα. Συνήθως ο κόντε Μορέλης δεν έστελνε τόσο νωρίς την οικογένειά του στην εξοχή, πάντα περνούσε η εποχή του θερισμού και μετά κατέφταναν οι άμαξες γεμάτες με τα χρειαζούμενα για τη θερινή ραστώνη στην έπαυλη. Ο ίδιος, παρέμενε στη Χώρα μέχρι τα τέλη του Ιούλη μέχρι να αποφασίσει να εγκαταλείψει την πόλη και το λιμάνι της στην κάψα του θέρους αναζητώντας λίγη δροσιά στην εξοχή.
Η Αμαλία αναστέναξε. Η ζωή στην εξοχή ήταν απελπιστικά βαρετή αν εξαιρούσε κανείς τους μονότονους περιπάτους στο γειτονικό αλσύλιο παρέα με την Όρσολα τη γκουβερνάντα ή την καθιερωμένη κυριακάτικη επίσκεψη στην πόλη για τον εκκλησιασμό στον Άγιο. Εκεί που βρισκόταν τώρα ο πατέρας της, παρέα με τους υπόλοιπους ευγενείς του νησιού, στη δοξολογία του Αγίου Σπυρίδωνα που σηματοδοτούσε την έναρξη της επιστροφής στη μητέρα Ελλάδα. Η Αμαλία αδημονούσε για την ώρα εκείνη που θ' ακούγονταν οι κανονιές από το Φρούριο, οι βάρβαροι αχοί που θα διέκοπταν την τραγική ηρεμία της εξοχής. Μα περισσότερο απ' όλα πέθαινε να' ρθει το βράδυ, η ώρα που συνοδεία των γονιών της, θα παρευρίσκονταν στη μεγάλη δεξίωση στο παλάτι του κυβερνήτη, στη γιορτή που θα έκλεινε με τον λαμπρότερο τρόπο τούτη την ιστορική μέρα.
Πολλά ακούγονταν για την Ενσωμάτωση. Και η Αμαλία ολόκληρο το Χειμώνα ξέκλεβε κουβέντες απ' το γραφείο του πατέρα της, όταν διάφοροι παρατρεχάμενοι έσπευδαν να τον συναντήσουν στο αρχοντικό των Μορέληδων στη Χώρα. Ψίθυροι ακούγονταν για εφαρμογή του Συντάγματος του 1844 που - άκουσον, άκουσον - καταργούσε τους τίτλους ευγενείας και εξομοίωνε λέει, αφεντικά και δούλους! Μα τον Άγιο, αυτό και αν ήταν από τα ύστερα του κόσμου. Αφεντικά και δούλοι το ίδιο πράμα!
Η Αμαλία δε γνώριζε αν όλα αυτά ήταν για καλό ή για κακό. Δεν ήταν όμως και η θέση της να νομίζει. Συμπαθούσε τον Άγγλο αρμοστή Χένρι Στορξ ο οποίος πολλές βραδιές της απήγγειλε με τη λεπτή, ένρινη φωνή του ραψωδίες του Ομήρου ή ποιήματα του Βύρωνα, εισπράττοντας ως ανταμοιβή το γέλιο και το χειροκρότημά της. Και τώρα τι, σκεφτόταν με τον μικρό της μυαλουδάκι που το βασάνιζε τούτη η πρωτόγνωρη μαγιάτικη ζέστη; Θα μισέψουν οι βραδιές με χορό και τραγούδι στην Αρμοστεία; Άραγε εκείνος ο Θρασύβουλος Ζαίμης, ο απεσταλμένος του βασιλιά Γεώργιου που θα παραλάμβανε την Κέρκυρα για λογαριασμό της Ελλάδας, ήξερε να απαγγέλλει Όμηρο; Και αυτά για το Σύνταγμα της ακούγονταν τόσο βαρετά. Πως γινόταν δηλαδή ν' αλλάξει ο κόσμος; Τι σήμαινε δηλαδή δεν θα υπήρχουν ευγενείς; Και ο πατέρας της; Η μητέρα της; Η ίδια; Ποια θα ήταν η θέση τους στον κόσμο; Στη σκέψη και μόνο αυτής της περίεργης εξαφάνισης των ευγενών, άφησε ένα γελάκι και βγήκε από την κάμαρά της.
- Όρσολα, στη θάλασσα!
- Τι μου λες κοντεσίνα μου; Η γκουβερνάντα, μια ξερακιανή επτανησιώτισα βγήκε απ' τις σκιές που πρόσφεραν οι παχιές κουρτίνες.
- Στη θάλασσα σου λέω! Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα!
- Κακό που με βρήκε αρχοντοπούλα μου! Πως σου' ρθε τούτο κόρη μου; Πότε πήγαμε στη θάλασσα για να πάμε και τώρα;
- Δεν πρέπει να γιορτάσουμε και μεις την Ενσωμάτωση; Ε, θα πάμε στη θάλασσα, το αποφάσισα!
- Άγιε μου Σπυρίδωνα, δώσμου δύναμη τι ακούω η αγγελοκρουσμένη!
- Θα πάρουμε και το Φώτη. Ορίστε! Να έχουμε κι έναν άντρα μαζί να μην έχεις παράπονο!
- Τι ακούω η καψερή! Ποιόνε κοπέλα μου; Το Φώτη το ζαβό; Τι να μου κάνει ετούτος; Μα θες και τα λες ή σου ξεφεύγουνε;
- Όρσολα, αν δεν βιαστείς θα φύγω μόνη μου!
- Άγιε μου Σπυρίδωνα! Η γυναίκα σήκωσε τα χέρια ψηλά, φτύνοντας τριγύρω!
- Και οι ορντίνες των γονιών σου; Μου λες; Θα με σφάξει στο γόνατο ο κόντες έτσι και γυρίσει και λείπουμε!
- Σαν ακούσουμε τις κανονιές στο Φρούριο θα ξαναπάρουμε τον ανήφορο. Στο υπόσχομαι. Οι κόντηδες δεν θα' ρθουν αν δεν μεσημεριάσει, το ξέρω καλά!
Η Όρσολα το' χε μεγαλώσει τούτο το θηλυκό και ήξερε από πρώτο χέρι πως αν της έμπαινε κάτι στο τσερβέλο, δύσκολα έβγαινε. Έσκυψε στο παραθύρι και φώναξε το Φώτη, τον παραγιό. Ξαναφώναξε πιο δυνατά σαν δεν πήρε απόκριση. Τον είδε στην άκρη του κήπου, να κατεβαίνει από τη μουσμουλιά με μια αγκαλιά καρπούς στο ένα χέρι, σφιγμένους πάνω στο κορμί του.
- Τι κάνεις εκεί πάνω πανάθεμά σε; Η Όρσολα αναζητούσε το ξέσπασμα.
Ο Φώτης απ' την ταραχή του έχασε την ισορροπία του κι έσκασε στο χώμα.
- Ορέ λιγόχρονε, α σε περιλάβω, θα σου κάμω τα κόκκαλα σελίδες! του φώναξε η Όρσολα. - Σύρε ετοιμάσου, έχουμε κόρσα μέχρι το απόγιομα που θα γυρίσουν οι αφέντες.

Κατέβηκαν απ' το μονοπάτι που ήξερε καλά η Όρσολα και όχι από τη δημοσιά μην τους πάρει χαμπάρι κάνα μάτι και το μηνύσει στον κόντε. Ο Φώτης πήγαινε μπροστά σιγοσφυρίζοντας και τρώγοντας μούσμουλα, η Αμαλία πιο πίσω μαζεύοντας κάθε λίγο και λιγάκι το φουστάνι της που μπερδευόταν στα χαμόκλαδα και τελευταία η γκουβερνάντα μουρμουρίζοντας για την κακή της τύχη.
Περπάτησαν και βγήκαν στη δημοσιά που ένωνε τις Μπενίτσες με τη Χώρα. Η θάλασσα αποκαλύφθηκε μπροστά τους λαχταριστή και πελώρια, ένα σμαραγδένιο χαλί που σε προσκαλούσε να το πατήσεις. Η Αμαλία χτύπησε παλαμάκια απ' τη χαρά της. Προς ικανοποίηση της Όρσολας μέχρι στιγμής κανείς δεν τους είχε πάρει μάτι.
- Εκεί, στο παραβέντο να πάμε, είπε η γκουβερνάντα δείχνοντας ένα σημείο στην αμμουδιά που σε προστάτευε απ' τον άνεμο και τ' αδιάκριτα βλέμματα.
Προχώρησαν προς το σημείο και ήταν πολύ αργά πια πριν αντιληφθούν πως δεν ήταν μόνοι. Ένας άνδρας ήταν καθισμένος κάτω από ένα πεύκο και διάβαζε ένα βιβλίο. Σαν τους αντιλήφθηκε, σηκώθηκε και υποκλίθηκε στην κοντεσίνα.
- Μην ενοχλείστε, σχολίασε εκείνη, χαρούμενη που έβλεπε έναν άνθρωπο μόνο στην αμμουδιά να διαβάζει.
- Αρχοντοπούλα μου! Πάμε να φύγουμε να χαρείς τα μάτια σου, διαμαρτυρήθηκε η Όρσολα.
- Γιατί; ανταπάντησε εκείνη. Δεν ενοχλούμε τον κύριο. Σας ενοχλούμε;
- Προς Θεού, τι λόγος! Ο άνδρας φαινόταν να είχε περάσει τα τριάντα, ήταν ψηλός, λυγερόκορμος με παχύ εβένινο μούσι να του καλύπτει το πρόσωπο και μ' ένα βλέμμα γεμάτο από διακριτική ευγένεια και καλοσύνη. Η Αμαλία τα διαπίστωσε όλα αυτά με μια ματιά και ένοιωσε στην καρδιά της πως ήθελε να μάθει περισσότερα για τον άγνωστο άνδρα.
- Έχετε όνομα; τον προκάλεσε με χαμόγελο.
- Συγχωρείστε με, αποκρίθηκε εκείνος άβολα. Μα που πήγαν οι τρόποι μου; Ρόκκος Χοιδάς. Στις υπηρεσίες σας! Στάθηκε προσοχή και φίλησε απαλά το προτεταμένο χέρι.
- Δεν είστε απ' τα μέρη μας ε;
- Κεφαλλονίτης είμαι δεσποσύνη.
- Α, το νησί των τρελών λένε! Γέλασε ξανά, γάργαρα, κρυστάλλινα.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και έκλεισε αμήχανα το βιβλίο του.
- Συγγνώμη. Είμαι απαράδεκτη, σας διέκοψα απ' την ανάγνωσή σας.
- Ω... μην το λέτε, δεν διάβαζα τίποτα που δεν μπορώ να συνεχίσω αργότερα.
- Σας έπεσε το μολύβι σας. Να εκεί. Μάλλον την ώρα που σηκωθήκατε. Αλήθεια, σας τρομάξαμε;
- Ε όχι. Αλλά ήταν τόσο ήρεμα εδώ. Αφοσιώθηκα στη μελέτη μου. Φυσάει και αυτό το θαλασσινό αεράκι και μπορώ να πω ότι λησμόνησα τον κόσμο. Της χαμογέλασε, μάλλον άτσαλα για πρώτη φορά.
- Κυρά μου φτάνουν οι παρόλες! Να φύγουμε! Η Όρσολα βρήκε την ευκαιρία να παρέμβει. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει και η φαντασία της ταξίδευε σε πεδία μαχών στο οποία θα έπρεπε να παλέψει το στρατό του αφέντη της. Και ήταν ολομόναχη σε τούτη τη μάχη.
Τότε ήταν που ακούστηκαν οι κανονιές από το Φρούριο...

(συνεχίζεται...)




Σχόλια

  1. Ποιος Ρόκκος Χοϊδάς; Ο εκ των πρώτων σοσιαλιστών που υπήρξε και βουλευτής;

    Διαφαίνεται ότι θα γεννηθεί ένας έρωτας, αλλά πάλι μπορεί να κάνω και λάθος...
    Άλλωστε είναι πολύ νωρίς ακόμα. Είμαστε στο πρώτο κεφάλαιο. Και μόνο τρεις λέξεις έχουν ειπωθεί.
    Η συνέχεια θα δείξει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μύρισε Κορυφώ ο τόπος :) Ο νέος Γρηγόριος Ξενόπουλος εδώ; :) Ζακυνθινός ήταν, αλλά και με την Κέρκυρα μια χαρά τα πήγαινε. Οπως κι εσείς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...