Ένα χέρι νοσταλγία

Η γιαγιά μου, μου' λεγε τα όνειρα του μεσημεριού να μην τα υπολογίζω. Το΄ λεγε πάντα σοβαρά, καθισμένη στην πλαστική καρέκλα της στην άκρη της αυλής της, πλάι στην πορτοκαλιά. Το' λεγε ανακουφισμένα που με' βλεπε να έχω ξυπνήσει στριφνός από κάποιο παλιόνειρο και έσπευδε αμέσως να με καθησυχάσει. Ακολουθούσε μετά κι ένα πιατάκι με γλυκό βύσσινο και το όνειρο δεν ήταν παρά ανάμνηση πια.
Η γιαγιά μου πρόσθετε πάντα πως μόνο τα μεσημέρια του καλοκαιριού βλέπουμε εφιάλτες. Κατά την άποψή της έφταιγε η ζέστη. - Εδώ σκάει ο τζίτζικας παιδάκι μου, έλεγε. Υποφέρει! Και συ θες να κοιμηθείς και να μην δεις όνειρο; Περίεργος είσαι.
Η αλήθεια είναι πως τότε δεν είχαμε αιρ κοντίσιον για να την αντικρούσω.  Χρόνια μετά διαπίσωσα πως δεν έφταιγε η ζέστη γιατί και με το αιρ κοντίσιον στο φουλ, κάποια καλοκαιρινές μου σιέστες μετατράπηκαν σε εφιάλτες. Χούι όμως και τούτο. Να μην ταράζεσαι τη νύχτα που όσο να πεις, κοιμάσαι έξι - επτά ώρες και να πετάγεσαι το καταμεσήμερο, που βία να΄ κλεισες τα μάτια για δύο ώρες. Κι όμως, μοιάζεις σα να ξύπνησες από λήθαργο ημερών.
Η γιαγιά μου δεν ζει πια για να το συζητήσουμε. Και δεν μπορώ να πάω να καθίσω στη θέση της στην αυλή, δίπλα στην πορτοκαλιά για να αδειάσει ο καθαρός αέρας της εξοχής το μυαλό μου. Η μουντάδα λοιπόν παραμένει και αναλαμβάνουν η καφείνη και η νικοτίνη να τη διώξουν. Πιο δύσκολα απ' τα λόγια της γιαγιάς βέβαια αλλά κάτι καταφέρνουν. Και δεν έχω και βύσσινο γλυκό γαμώτο.
Τις προάλλες που βρέθηκα σ' ένα σούπερ μάρκετ, δοκίμασα ν' αγοράσω μια νέα μάρκα "σπιτικού γλυκού", όπως το διαφήμιζαν. Ως σήμερα, σ' αυτό το κομμάτι, ο ουρανίσκος μου έχει δεχθεί πλήθος απογοητεύσεων. Και να πεις πως το βύσσινο θέλει και καμιά τρελή φιλοσοφία για να γίνει. Δεν ξέρω τι κάνουν λάθος οι εταιρείες, ίσως δεν έχουν αρκετές γιαγιάδες στη γραμμή παραγωγής να λερώνουν τα χέρια τους καθώς αφαιρούν το κουκούτσι απ' τον καρπό, ούτε πολλές λεκάνες στους αγκώνες τους να μαζεύουν το χυμό - "μη χαθεί ο χυμός του φρούτου, μ' αυτόν θα δέσει το γλυκό!" Ίσως οι γιαγιάδες σήμερα να μην ξέρουν να φτιάχνουν γλυκό βύσσινο. Ποιος ξέρει; Αποτυχία πάντως και το "σπιτικό γλυκό". Κατέληξε κι αυτό στα σκουπίδια.
Ο θείος μου πάλι, ο γιος της, που όσα βάσανα είχε στη ζωή του τόσο χαμογελούσε κι έκανε πλάκες, είχε μια ωραία ατάκα για τον ύπνο, ειδικά το μεσημεριανό. - Πάμε να ξεγελάσουμε τους πεθαμένους, έλεγε. Τον άκουγε η γιαγιά και γελούσε.  Τον έθαψα κι αυτόν όπως και τη γιαγιά μου, όπως και πατέρα και μητέρα, τους έθαψα όλους και ησύχασα. Πήρα τη λύπη μαζεμένη και μου' μεινε η γνώση της απώλειας να τη διαχειρίζομαι και να μαθαίνω. Γιατί δεν την ξεπερνάς ποτέ, μην ακούς τι λένε. Απλά είσαι καλύτερα προετοιμασμένος για την επόμενη φορά.
Σε τούτο λοιπόν το όνειρο που είδα τ' απομεσήμερο, όλοι οι νεκροί βρέθηκαν κοντά μου. Σε μια ηλιόλουστη μέρα, με χαμογελαστά πρόσωπα, με το τζίτζικα να σκάει στο κλαδί και να τραγουδάει ατέρμονα ο κερατάς.
Ο πατέρας μου έκοβε ξύλα για το Χειμώνα. Η μάνα μου μουρμούριζε - γι' άλλη μια φορά τα' χε με τον πατέρα μου κι έστυβε ντομάτα σε μια μεγάλη λεκάνη. Η γιαγιά μου σιωπηλή, κρατούσε στο χέρι ένα άνθος από γιασεμί και το μύριζε. Ο θείος μου μίλησε στη μάνα μου, γύρισε προς εμένα, δεν μου μίλησε αλλά γέλασε.
Σιωπηλοί και σοβαροί είμασταν μόνο δύο. Εγώ και η γυναίκα μου. Οι μόνοι ζωντανοί δηλαδή, πράγμα περίεργο αν σκεφτείς πως εμείς δεν είμαστε νεκροί αλλά ζωντανοί. Θα μου πεις βέβαια, στο όνειρο δεν υπάρχουν ζωντανοί και νεκροί, μονάχα σκιές στο χρόνο. Συνεπώς ο καθένας - ζωντανός ή νεκρός - έχει δικαίωμα να γελάει, να κλαίει, να φωνάζει, να αγκαλιάζει, να κάνει ό,τι του κατέβει. Ευλογία και κατάρα τ' όνειρο νομίζω. Από τη μια είναι σαν μην άλλαξε τίποτα πάνω σου ο χρόνος, η ζωή σου ίδια και απαράλλαχτη με τους ανθρώπους που αγάπησες και σ' αγάπησαν. Από την άλλη σαν ξυπνάς και οι σκιές έχουν πάρει ξανά τη θέση τους στο χρονοντούλαπο της μνήμης, μένεις μόνο με την αίσθηση αυτού που κάποτε υπήρξε. Και αναρωτιέσαι αν θα υπάρξει άλλη φορά που θα τους ξαναδείς μαζεμένους. Ή έστω χωριστά. Αν θα ξανανιώσεις αγκαλιά, αν θα ξανακούσεις φωνή, αν θα υπάρχεις εκεί απλά, ανάμεσά τους, σαν να σας άφησε αλώβητους ο χρόνος.
Λένε πως τα όνειρα είναι η φωνή του υποσυνείδητου. Πως υπάρχουν για να αποκαλύπτουν τα άγχη σου και να εκφράζουν εκείνα που υπάρχουν αλλά δεν μπορείς να πεις. Εγώ πάλι πιστεύω πως υπάρχουν για να σου βαλσαμώνουν την ψυχή και να στην περνάνε ένα χέρι νοσταλγία. Καλοκαίρι είναι εξάλλου. Η εποχή που οι άνθρωποι έβαφαν τους τοίχους των σπιτιών τους για να' ναι παστρικά κι έτοιμα για το χειμώνα.
Ίσως με συμφέρει να είναι έτσι πράγματα. Να μην υπάρχει αντικειμενική αλήθεια σε αυτό απλά μόνο η δική μου.
Ίσως πάλι να είναι έτσι τα πράγματα. Χωρίς καμία αλήθεια και κανένα ψέμα. Απλά έτσι.


I do not sleep tonight, i may not ever, the sins of the past have come, see how they sit down together..

Σχόλια

  1. Εμένα πάλι, η γιαγιά μου δεν με χώνευε! Άρα δεν συζητούσαμε!
    Όσο για τα γλυκά του κουταλιού, πάντα μου τα έκρυβαν. Γι' αυτό τώρα δεν αφήνω γλυκό για γλυκό στην ησυχία του!

    Κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν θυμάμαι τα όνειρά μου, παρά μόνο τα πολύ τρομακτικά. Χάλια δηλαδή!

    Οι άνθρωποι ακόμα βάφουν τα σπίτια τους για να είναι όμορφα για τον χειμώνα! Η σχολιάζουσα είναι ζωντανό παράδειγμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...