Με λένε...

Μετακόμισε στο διαμέρισμα Αύγουστο μήνα. Ήταν ένας μικρός χώρος, ένας κανονικός χώρος, όπως επαναλάμβανε στον εαυτό της, όσο έπρεπε, όσο της άρμοζε, ούτε μεγάλος ούτε μικρός. Απλά κανονικός. Προτίμησε τον Αύγουστο για τη μετακόμιση προκειμένου ν' αποφύγει τ' αδιάκριτα βλέμματα και την έμφυτη περιέργεια των ανθρώπων. Ήθελε ο Σεπτέμβρης να την βρει τακτοποιημένη στο χώρο σαν από καιρό, σα να ήταν εκεί και να μην την είχε προσέξει κανείς. Βρήκε εύκολα μεταφορική εταιρεία και τα λιγοστά υπάρχοντά της χρειάστηκαν ένα δίωρο να ταχτοποιηθούν και να βρουν θέση στους άδειους, κιτρινωπούς τοίχους, να καλύψουν την υγρασία σε κάποια σημεία και τα μερεμέτια που χρειάζονταν να γίνουν σε κάποια άλλα. Ο ιδιοκτήτης την είχε ειδοποιήσει πως δεν επρόκειτο να βάψει το διαμέρισμα, αν ήθελε να το κάνει ο ίδια είχε καλώς, δεν θα το έβαφε ο ίδιος όμως, το είχε ξεκαθαρίσει αυτό με τον πιο έντονο τρόπο από το νησί που παραθέριζε. Ούτε κι έκανε σκόντο στο ενοίκιο. Εκείνη δέχτηκε τον όρο του αδιαμαρτύρητα.
Το σπίτι δεν ήταν εντελώς άδειο από αντικείμενα. Στο μικρό υπνοδωμάτιο δέσποζε μια ξερχαβαλωμένη σερβάντα και στην κουζίνα μια μπουκάλα γκαζιού κι ένα πετρογκάζ που τα ξεραμένα λάδια και λίπη είχαν αλλάξει το χρώμα του δημιουργώντας μια πρασινωπή κρούστα στην επιφάνειά του.
Σαν έμεινε μόνη ανέπνευσε τον αέρα του σπιτιού. Ήταν στυφός, κάτι ανάμεσα σε μούχλα και οσμές ανθρώπων που το άγχος τους για επιβίωση αναδυόταν με τον ιδρώτα τους κι έμοιαζε να έχει ποτίσει κάθε τοίχο και γωνία του χώρου. Άνοιξε τη μοναδική μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Η άπνοια την έπνιξε προς στιγμή, ίσως η κλεισούρα του σπιτιού να ήταν καλύτερη από την αυγουστιάτικη ζέστη που σαν μέγγενη της έκλεισε μύτη και στόμα, προκαλώντας σχεδόν τα δάκρυά της. Έκλεισε την πόρτα και κοίταξε έξω αγνοώντας τις δαχτυλιές στο θολωμένο τζάμι, κοίταξε ένα συνηθισμένο δρόμο, μισοάδειο από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και απέναντι κλειστά παραθυρόφυλλά, ερμητικά στον κόσμο και τη ζέστη.
Κοιμήθηκε στο πάτωμα εκείνο το βράδυ. Ολόγυμνη στις σανίδες με τις οποίες τη χώριζε ένα σεντόνι.

Την επόμενη μέρα άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματά της και να καθαρίζει. Ως το βράδυ είχε τελειώσει σχεδόν, έκανε τα απολύτως απαραίτητα, το σπίτι είχε συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία και μια τέτοια ήταν και η ίδια. Η υστερία της καθαριότητας δεν την απασχόλησε ποτέ. Δεν έπλυνε τους τοίχους ώστε να τους κάνει να λάμψουν, καθάρισε απλά με χλωρίνη τη λεκάνη της τουαλέτας, το νιπτήρα και το μπάνιο, διέλυσε με μπόλικο άζαξ τους λεκέδες στο τζάμι του μπαλκονιού, σκούπισε, σφουγγάρισε με νερό και πέταξε στα σκουπίδια τα υλικά συσκευασίας της μετακόμισης. Παρά το γεγονός πως το κρεβάτι της είχε στηθεί πια δίπλα στην ξερχαβαλωμένη σερβάντα η παρουσία της οποίας ουδόλως την απασχόλησε, εκείνο το βράδυ ξανακοιμήθηκε στο πάτωμα.

Ο Αύγουστος είχε εγκαθιδρύσει για τα καλά τη σιωπή του στην πολυκατοικία, δεν ακουγόταν τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τους ήχους που κάνουν τα σπίτια που αναπνέουν κανονικά και για πάντα. Πολλές φορές η ίδια δεν άκουγε καν την ανάσα της. Ήταν μια σκιά που περιφερόταν στα εξήντα και κάτι τετραγωνικά, μετρώντας απελπιστικά αργά το χρόνο που έμοιαζε να είναι τόσο ξένος στη ζωή της, δεν την ενδιέφερε τι μέρα ή ποια ώρα ήταν, είχε αλλάξει τα δεδομένα του χρόνου, το φως γινόταν σκοτάδι και το αντίστροφο. Έτρωγε κονσέρβες και φρούτα, έπινε νερό από τη βρύση βάζοντας το στόμα της απελπιστικά κοντά στο στόμιο και έδιωχνε τη ζέστη με συχνά ντους όπου έμενε με τις ώρες κάτω από το νερό. Στις μέρες που ακολούθησαν βγήκε ελάχιστες φορές από το διαμέρισμα ίσα, ίσα για να ανανεώσει τις προμήθειές της σε φαγητό και να πετάξει τα σκουπίδια στο γειτονικό κάδο. Κανείς δεν την είδε να μπαίνει ή να βγαίνει. Κανείς δεν άκουγε το σιωπηλό της κλάμα, την κραυγή της απομόνωσης που όσο και αν έμοιαζε με συνειδητή επιλογή, υπήρχαν ώρες που την τρέλαινε, την αποπροσανατόλιζε και την έκανε να κρατιέται από τα κάγκελα του μπαλκονιού τη νύχτα. Δύο πρωινά ξημερώθηκε εκεί, στο μπαλκόνι.

Άνοιξε το ξεχαρβαλωμένο έπιπλο μέρες αργότερα. Δεν κατάλαβε πως το έκανε, το είχε αγνοήσει από την αρχή σαν να μην υπήρχε, φαίνεται όμως πως η ενστικτώδης περίεργεια κυριάρχησε της αδιαφορίας. Βρήκε μόνο σκόνη και πεθαμένα έντομα. Στο τελευταίο συρτάρι την περίμενε τακτοποιημένα απιθωμένο ένα σημειωματάριο. Το πήρε, το άνοιξε και στις πρώτες σελίδες συνάντησε άχαρα σχέδια, τραβηγμένα με μαρκαδόρο και στυλό, σχέδια παιδικά, αδιόρατα, στιγμές αθωότητας αποτυπωμένες στις γραμμές. Ήταν έτοιμη να το κλείσει και να το αφήσει όταν η σελίδα γύρισε και διάβασε τη λέξη

Έρχονται.

Γύρισε τη σελίδα, Πυκνογραμμένο κείμενο. Στα αγγλικά. Το βλέμμα της κέντραρε τυχαία σε λέξεις και φράσεις.

"Στο νησί. Πείνα. Νερό, θέλουμε νερό. Ο Αρίφ έχει δυσεντερία. Σκοτάδι. Θυμωμένα βλέμματα. Ο άνδρας μου θα τον σκοτώσει. Βοήθεια. Ο Αρίφ έχει πυρετό. Δεκαπέντε μέρες. Ζέστη. Το σπίτι. Η θάλασσα. Αστυνομικοί. Βοήθεια. Νερό, νερό. Να βρούμε σπίτι. Του έδωσε τα λεφτά μα ήθελε κι άλλα. Έρχονται. Για μας..."

Τις επόμενες ώρες βρέθηκε στην αγαπημένη της θέση, στο πάτωμα, να διαβάζει με κάθε λεπτομέρεια τις σελίδες ενός ημερολογίου. Το φως έπεσε στην πόλη, οι σκιές γιγάντωσαν στο σπίτι και εκείνη έμεινε εκεί με τα πόδια μαζεμένα ανάμεσά της, περιτριγυρισμένη από κεριά λες και συμμετείχε σε κάποια ιεροτελεστεία, να διαβάζει και να γυρίζει τις σελίδες.

"Με λένε Κάλιφα. Σπούδασα Αρχαία Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης. Ζούμε στην Ελλάδα ένα χρόνο τώρα, εγώ, ο άνδρας μου ο Μοσέι και ο γιος μας ο Αρίφ. Το διαμέρισμα μάς το νοίκιασε ο κύριος Σταμάτης. Δίνουμε τετρακόσια ευρώ το μήνα. Ο Αμπντούν, φίλος του Μοσέι, μας έχει πει πως μπορεί να μας βρει φτηνότερο, να μείνουμε μαζί με άλλους από την πατρίδα. Όμως ο Μοσέι αρνείται. Κάθε μέρα πηγαίνει από τα ξημερώματα στην Ομόνοια, στην πλατεία Αττικής, στην πλατεία Βικτωρίας για να βρει δουλειά. Συνήθως βρίσκει κι έρχεται το βράδυ με χρήματα στο σπίτι. Δεν είναι πολλά αλλά φτάνουν για να ζήσουμε. Ξέρουμε πως η Ελλάδα είναι το μεσοδιάστημα για μας. Θέλω να πάμε στη Σουηδία, στην αδελφή μου την Αζάνα. Έχει ένα όμορφο σπίτι δίπλα σε μια λίμνη. Δεν έχω ξαναδεί λίμνη στη ζωή μου. Και τόσα πολλά δέντρα. Η Αζάνα δούλευε στο υπουργείο εξωτερικών όταν γνώρισε τον Φρέντερικ. Την πήρε μαζί του. Πάει καιρός. Τους έχω στείλει φωτογραφία εμάς και τον Αρίφ ξεχωριστά. Δεν ξέρω αν την πήρε. Θέλω να πάμε και να ζήσουμε εκεί πλάι στη λίμνη, να φτιάξουμε ένα μικρό σπίτι από τα δέντρα, ο Μοσέι να κυνηγά και να ψαρεύει κι εγώ να μαθαίνω τον Αρίφ γραφή κι ανάγνωση. Και ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Θέλω να αναπνεύσω..."

Σταμάτησε την ανάγνωση ξαφνικά, σηκώθηκε, έσβησε τα κεριά και βγήκε στο μπαλκόνι. Τη βρήκε πάλι το ξημέρωμα, πάνω στα κάγκελα.

"Ο κύριος Σταμάτης ήρθε να πάρει το ενοίκιο. Ζήτησε αύξηση λόγω της κρίσης. Του είπαμε πως ο Μοσέι δεν βρίσκει δουλειά όπως παλιά, τα μεροκάματα δεν είναι εύκολα, η αστυνομία περιπολεί πιο συχνά στους δρόμους, είναι επικίνδυνα πια για μας. Κάποιοι από την πατρίδα άκουσαν πως θα μας νομιμοποιήσουν, θα μας δώσουν ταξιδιωτικά έγγραφα. Θεέ μου, μακάρι να γίνει αυτό. Θα πάμε στη Σουηδία και με τα πόδια αν χρειαστεί! Το παιδί μεγαλώνει, τρώει, αντέχει. Έχουμε κάποια χρήματα στην άκρη. Εγώ αντέχω πιο πολύ. Ο κύριος Σταμάτης δεν ακούει τίποτα. Θέλει πεντακόσια ευρώ από τον άλλο μήνα. Ο Μοσέι τον παρακαλεί να μην μας κάνει αύξηση. Φεύγει."

Δάγκωσε ένα ροδάκινο και η γλυκιά του γεύση της φάνηκε απίστευτα παράταιρη με τις λέξεις που χόρευαν μπροστά της.

"Χθες το βράδυ φοβηθήκαμε πολύ. Ο Αρίφ έκλαιγε βουβά στην αγκαλιά μου. Κάποιοι μπήκαν στο απέναντι σπίτι και σκότωσαν μια γιαγιά. Της πήραν εκατό ευρώ λένε. Και όμως τη σκότωσαν σαν αρνί. Τη βρήκαν με κομμένο λαιμό σε μια λίμνη από αίμα. Ξέρω πως είναι, έχω δει, μάνα και πατέρα νεκρούς σε λίμνη από αίμα. Ήταν ένα από τα λάθη του πολέμου είπαν. Μια λάθος βόμβα σε λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Αλλά εκείνη δεν ήταν φτηνή βόμβα. Έσκασε για εκατό εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο. Ίσως και για παραπάνω. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να γυρίσω στο Ιράκ. Ο Μοσέι με παίρνει αγκαλιά και μου λέει πως όλα θα πάνε καλά. Δεν βγαίνω από το σπίτι πια. Και ο Μοσέι βγαίνει πριν ξημερώσει και γυρίζει αργά το βράδυ να μην τον δουν. Δεν θέλουμε να γίνουμε στόχος. Κουράστηκα να είμαι στόχος. Δεν θέλω το παιδί μου να γίνει στόχος. Θέλω να αναπνεύσω... Δεν θέλω άλλο αίμα."

Έλειπαν κάποιες σελίδες. Κάποιες άλλες ήταν λεκιασμένες και ήταν κολλημένες η μία πάνω στην άλλη. Προχώρησε πιο κάτω.

"... Χτύπησαν τον Αμπντούν. Τον βρήκαν αιμόφυρτο στις σκάλες του μετρό στην πλατεία Βικτωρίας. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είπαν πως δεν θα ξαναμιλήσει στη ζωή του. Του έκοψαν τη γλώσσα; Ο Μοσέι ήταν ταραγμένος, δεν ήξερε να μου πει. Πρώτη φορά είδα τον άντρα μου τόσο ταραγμένο. Το βράδυ που αποκοίμησα τον Αρίφ στην αγκαλιά μου άκουσα τον Μοσέι να κλαίει βουβά στην κουζίνα. Τι μας περιμένει; Δεν μίλησα. Μόνο έσφιξα το παιδί μου σφιχτά πάνω μου".

Το κινητό της χτύπησε δύο φορές. Ο κύριος Σταμάτης, από το νησί που παραθέριζε, της έδωσε έναν αριθμό τραπεζικού λογαριασμού για να του βάλει το ενοίκιο. Κράτησε τον αριθμό κι έκλεισε το τηλέφωνο.

"Χτυπάνε παντού τώρα ανθρώπους σαν κι εμάς. Μας εκδικούνται για εγκλήματα που κάνουν άλλοι. Εμείς δεν θέλουμε το κακό κανενός. Στη Σουηδία θέλω να πάμε. Ο Μοσέι δεν βγαίνει πια απ' το σπίτι. Έχει μέρες να πάει για μεροκάματο. Φοβάται. Δεν θέλει να μας αφήσει μόνους. Βγαίνω μόνο εγώ ν' αγοράσω φαγητό για το παιδί. Εμείς τρώμε κάθε δεύτερη ή τρίτη μέρα. Σούπα. Ο Μοσέι λέει πως πρέπει να κρατήσουμε τα λεφτά για το ταξίδι. Έχει δίκιο... Πρέπει να φύγουμε σε πρώτη ευκαιρία. Και δω πια είναι πόλεμος."

Τρώει μια κονσέρβα τόνο χώνοντας τα χέρια της μέσα, δεν φοβάται μην κοπεί, δεν την ενοχλεί το αλατισμένο νερό που στάζει, βάζει το ψαχνό στο στόμα και τρώει διαβάζοντας.

"Σήμερα ήρθε ξανά ο κύριος Σταμάτης. Μας ζήτησε τρία ενοίκια μπροστά γιατί θα φύγει, θα πάει στο νησί του. Δεν μας έχει εμπιστοσύνη λέει. Δεν θέλει να χάσει τα λεφτά του. Ο Μοσέι του λέει πως δεν έχουμε τόσα χρήματα. Ο κύριος Σταμάτης φωνάζει. Μας απειλεί; Δεν καταλαβαίνω παρά μόνο αρχαία ελληνικά. Προσπαθώ να του μιλήσω στα αρχαία ελληνικά. Με κοιτάζει παράξενα. "Άντε γαμήσου", λέει. Ξέρω τι είναι αυτό. Παίρνω το Αρίφ που τον κοιτάζει τρομαγμένος και τον πάω στο υπνοδωμάτιο. Φωνές. Ο Μοσέι φωνάζει. Ο κύριος Σταμάτης φωνάζει. Η πόρτα... χτυπάει δυνατά".

Κάνει εμετό τον τόνο.

"Έρχονται. Θεέ μου βοήθησέ μας. Σπάνε πόρτες μέσα στη νύχτα. Και η φωνή του κυρίου Σταμάτη. Μας ξέρει. Ο κύριος Σταμάτης μας ξέρει! Δεν θα μας πειράξουν. Μοσέι!"

Στην τελευταία σελίδα μια ταχυδρομική διεύθυνση. Στη Λαντσκρόνα, στη Σουηδία. Φρέντερικ και Αζάνα Γιόχανσον.


Την επόμενη μέρα κατέβηκε στον Πειραιά και πήρε το καράβι για το νησί. Έφτασε αργά το μεσημέρι και το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις κατέβηκε από το πλοίο ήταν να ταχυδρομήσει ένα φάκελο, χρησιμοποιώντας το κίτρινο κουτί των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Ρωτώντας, έμαθε για το σπίτι του κυρ Σταμάτη. "Φιλόξενος άνθρωπος", είπε ο καφετζής στην πλατεία. "Θα περάσετε καλά στα δωμάτιά του. Έχει και αιρ κοντίσιον. Και δεν είναι από τους ακριβούς. Αλλά πάνω απ' όλα, είναι καλός άνθρωπος!".
Ήπιε έναν ελληνικό καφέ και ανέβηκε στο καλντερίμι. Μια γάτα τρόμαξε σαν την είδε, να βγάζει τις σαγιονάρες του ταξιδιού και να τις αντικαθιστά με γόβες στιλετένιες, από εκείνες που δίνουν κύρος σε μια γυναίκα.
Μπήκε στην αυλή του σπιτιού και μύρισε το βασιλικό στη γλάστρα, τυφλωμένη από το φως του κυκλαδίτικου λευκού. Πλησίασε την πόρτα και στις σκιά μιας συκιάς που θέριευε στον κήπο είδε έναν άνδρα ξαπλωμένο σ' ένα ντιβάνι. Έβγαλε τις γόβες και πλησίασε αθόρυβα. Ο άνδρας, γύρω στα εξήντα, κοιμόταν με ανοιχτό στόμα και το σάλιο του έτρεχε στο μπράτσο του. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και τον κοίταξε, στη μακαριότητα του ύπνου του. Αμέσως μετά τον σκούντηξε ελαφρά. Εκείνος αναδεύτηκε. Τον ξανασκούντηξε. Άνοιξε τα μάτια.
- Ο κύριος Σταμάτης; Είδε μια αρχαία θεά, μια απόκοσμη φιγούρα ντυμένη στα λευκά, με κόκκινο φουλάρι στο λαιμό και μάτια μαύρα να τον κοιτάζει.
- Ποια; Ποια είστε; Ζαλισμένος πάλεψε να σηκωθεί.
Με μια κίνηση τον έριξε ξανά κάτω κι έβαλε τη γόβα στο λαρύγγι του.
- Σας ρώτησα κάτι.
Πνιγόταν, τα μάτια του γύρισαν, τα χέρια του πήγαν να την πιάσουν απ' τα μαλλιά, απ' το λαιμό, μα εκείνη τον κρατούσε καλά, το πόδι της περασμένο στην κοιλιά του και με τα δύο χέρια κρατούσε τη γόβα στο λαρύγγι του. Χαλάρωσε τη λαβή για ένα δευτερόλεπτο.
- Ννννναι...., είπε και έφτυσε σάλιο.
Εκείνη τότε χαμογέλασε. Με πόνο. Ανείπωτο πόνο.
- Με λένε Κάλιφα.


Η Αζάνα Γιόχανσον πήρε ένα φάκελο από την Ελλάδα. Τον άνοιξε βιαστικά, αναζητώντας νέα της αδελφής της. Είχε καιρό να της γράψει. Ο άνδρας της, προσπαθούσε μέσω της πρεσβείας να τους φέρει στη Σουηδία αλλά η Δύση που έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο να επεμβαίνει με πολεμικά μέσα για να σώσει τον κόσμο, δεν έδεινε την ίδια ευαισθησία όταν η παρέμβαση απαιτούσε ειρηνικά μέσα. Ο Φρέντερικ παρ' όλα αυτά, προσπαθούσε.
Κράτησε στα χέρια της ένα ημερολόγιο. Με ζωγραφιές και λέξεις. Το περιεργάστηκε σαν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο, κάθισε στον καναπέ πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία με φόντο μια λίμνη που πλαισιωνόταν από μεγάλες σημύδες και άρχισε να διαβάζει... 



Σχόλια

  1. Συγκλονιστικό το κείμενο!! Ανατριχιαστικό!! Καλο βράδυ εύχομαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αν μου επιτρέπεις αγαπητέ Rey's η Λαντσκρόνα δεν έχει λίμνη....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητέ ανώνυμε όντως, η πιο κοντινή λίμνη στην παραθαλάσσια Λαντσκρόνα είναι κάπου 70 χλμ. βορειοανατολικά, η λίμνη Ρόιστερ. Αλλά δεν κάνουμε μάθημα γεωγραφίας εδώ. Είναι εξάλλου πάμπολλα τα παραδείγματα στη λογοτεχνία, στο σινεμά που ελέω καλλιτεχνικής αδείας, διατυπώνονται τέτοιες ασήμαντες - για την εξέλιξη της ιστορίας - ανακρίβειες. :)

      Διαγραφή
  3. Επίσης δεν εχει και Ιρακινούς....Φιλία από τη Λαντσκρόνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κρίμα αγαπητέ. Γιατί αν υποθέσω πως είστε κάτοικος της πόλης είναι κρίμα που δεν γνωρίζετε τη Laleh. Δεύτερης γενιάς Σουηδή, ιρακινής καταγωγής η οποία κάνει αξιόλογη ποπ καριέρα στη χώρα. Μάλλον θα ξέφυγε από τα μπλόκα :) Μια αναζήτηση στο you tube θα σας πείσει για του λόγου το αληθές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η αλήθεια είναι ότι το μόνο που με απασχολούσε όσο διάβαζα αυτή την ιστορία είναι για το αν η Λαντσκρόνα έχει λίμνη ή όχι!
    Αλλά ευτυχώς ήλθε ο από μηχανής θεός "Ανώνυμος" και διευθετήθηκε το θέμα!
    Ως εκ τούτου να μου επιτρέψετε να του αφιερώσω το παρακάτω άσμα, για να τον ευχαριστήσω που στάθηκε η αφορμή να μην αφήσω τον μάταιο τούτο κόσμο έχοντας την απορία για την ύπαρξη ή όχι της λίμνης:
    Laleh - Better Life (http://www.youtube.com/watch?v=4TVZpVnnsFI&feature=related)

    ΥΓ. Από τις πλέον συγκινητικές αυτή σας η ιστορία. Και ξέρετε, εγώ και η συγκίνηση δεν είμαστε δα και οι καλύτερες φίλες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...