Ώχρα

"Είναι κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο. Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν την ψυχή. Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς, που ο καφές είναι νερόπλυμα, που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου. Και σκάβει. Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται με πόνο. Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα."
Η Φρόσω σταμάτησε να γράφει. Ήπιε μια τελευταία γουλιά καφέ και στάθηκε ακίνητη να κοιτάζει το γκρίζο της απέναντι πολυκατοικίας. Η ματιά της πλανήθηκε ακόμα λίγο, έφτασε στον τρίτο όροφο, ακριβώς απέναντί της. Διέκρινε το νεαρό που έμενε εκεί, καθισμένο στο γραφείο του με τον υπολογιστή μπροστά του αναμμένο. Τον έβλεπε καιρό τώρα σε αυτή τη θέση, τις περισσότερες ώρες της μέρας να κάθεται και να γράφει - η Φρόσω υπέθετε πως έγραφε - αλλιώς τι να έκανε στημένος εκεί από το πρωί ως το βράδυ σχεδόν; Ίσως ήταν συγγραφέας. Διαπίστωσε πως της άρεσε αυτή η σκέψη. Να έχει γείτονα ένα συγγραφέα. Μετά διαπίστωσε πως της ήταν αδιάφορο το επάγγελμά του, όσο αδιάφορος ήταν και ο ίδιος.
Η χύτρα ταχύτητας σφύριξε από την κουζίνα. Το μοσχαράκι είχε βράσει. Σκέφτηκε να το κάνει κοκκινιστό και να βράσει και λίγα μακαρόνια να το συνοδέψει. Της άρεσε η ιδέα της κόκκινης σάλτσας που θα κάλυπτε τα ζυμαρικά, τα καμένα με φρέσκο βούτυρο και με το τριμμένο τυρί από πάνω. Μετά όμως διαπίστωσε πως και σκέτο το μοσχαράκι με αλάτι και πιπέρι, θα ήταν καλό. Η μυρωδιά του κρέατος σε συνδυασμό με τις σκέψεις που έκανε ξύπνησαν και πάλι τη γροθιά στο στομάχι της. Τα σάλια που εκκρίνονταν και κατέληγαν στο στομάχι της είχαν πυροδοτήσει άλλη μια ομοβροντία πόνου.
Έκλεισε την τηλεόραση. Η αναμετάδοση της Θείας Λειτουργίας είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Η Αθανασία την είχε ενημερώσει χθες πως μετά την εκκλησία θα περνούσε για καφέ. Είχαν καιρό να τα πουν. Την είχε επιθυμήσει την Αθανασία. Από την άλλη βέβαια, τώρα που είχε σταθεί μπροστά στο θυροτηλέφωνο λες και περίμενε να χτυπήσει εκείνη τη στιγμή - κι εκείνη έπρεπε να είναι εκεί ν' απαντήσει - σκέφτηκε πως βαριόταν αφόρητα την Αθανασία. Θα της έλεγε ξανά τα ίδια και τα ίδια, για τη ζωή που κυλάει με την πενιχρή σύνταξη, για τα καμώματα του γιου της και της νύφης της που δεν την υπολογίζουν χήρα γυναίκα, για τις εξετάσεις που έπρεπε να κάνουν για την οστεοπόρωση - η Αθανασία για ένα περίεργο λόγο τις φοβόταν και συνεχώς τις ανέβαλλε - για την πολιτική κατάσταση της χώρας και πως δόξα τω Θεώ, παρά τρίχα γλίτωσε ο κόσμος από μια κομμουνιστική κυβέρνηση.
Όχι. Δεν είχε ανάγκη από τέτοια η Φρόσω σήμερα.
Έβγαλε τα μαξιλάρια της στο μπαλκόνι, συνήθεια που είχε μάθει από τη μάνα της. Τα μαξιλάρια όπως και τα σκεπάσματα οφείλουν να αερίζονται καθημερινά. Τα σκεπάσματα της μάνας της βέβαια τα αέριζε ο Ερύμανθος και όχι το νέφος της πόλης. Αλλά ήταν μια καθημερινή ιεροτελεστεία, από εκείνες τις μικρές που εμπόδιζαν τη Φρόσω να σκέφτεται. "Όσο περισσότερο σκέφτεσαι τόσο πιο χάλια γίνεσαι" συνήθιζε να λέει συχνά από μέσα της, τις ώρες που λειτουργούσε το σύστημα της αυτοπαρηγοριάς.

"Δεν ξέρω γιατί δεν με παίρνει κοντά του ο Θεός. Δεν προσφέρω κάτι. Πουθενά και σε κανέναν. Δεν ξέρω γιατί υπάρχω, γιατί ζω. Δεν έχει νόημα το αύριο που είναι όμοιο με το σήμερα και απαράλλαχτο με το χθες. Δεν έχω απάντηση γιατί δεν υπάρχει ερώτηση. Είμαι σίγουρη πως κλέβω τον αέρα που είναι τόσο πολύτιμος για κάποιον καλύτερο από μένα. Που ξέρει να τον ξοδέψει. Που οι ανάσες του έχουν νόημα και δεν αποτελούν προϊόν μιας μηχανικής κίνησης που καταλήγει σε μια φυσική - μηχανική υποστήριξη ζωής. Αύριο θα φτιάξω φασολάκια. Έκανα την περασμένη Τετάρτη και τα ζήλεψα. Το μυστικό για τα φασολάκια είναι ο μπόλικος μαϊντανός και η φρέσκια ντομάτα. Τα φτιάχνω, τσιμπάω αλλά τα περισσότερα καταλήγουν στα σκουπίδια. Άλλοι δεν έχουν να φάνε. Λυπάμαι αλλά δεν με νοιάζει. Λυπάμαι για το θεαθήναι της συνείδησής μου. Εγώ αισθάνομαι χειρότερα απ' αυτούς. Έχουν το άγχος της επιβίωσης, έχουν σκοπό. Εγώ δεν έχω κάτι. Δεν θα με πείραζε καθόλου αν το επόμενο δευτερόλεπτο σταματούσε η αναπνοή μου. Θέλω να δω πως είναι το πέρασμα. Δεν ξέρω αν θα το συνειδητοποιήσω ή αν απλά θα σβήσω όπως το κερί στον άνεμο. Και αυτό ήταν; Καμία συνείδηση της μεταθανάτιας εμπειρίας; Αυτό θα ήταν άδικο. Θα ήθελα να ξέρω πως είναι. Αν γνώριζα ίσως να προκαλούσα το τέλος μόνη μου. Αλλά φοβάμαι να το κάνω. Στη σκέψη και μόνο αηδιάζω. Κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι να το κάνω γιατί δεν ξέρω τι θα προκαλέσω."
Το κουδούνι που χτύπησε πέταξε το στιλό από το χέρι της. Ξαφνιάστηκε για λίγο, ανασκουμπώθηκε στην καρέκλα και έμεινε σιωπηλή. Ήταν σίγουρα η Αθανασία. Είχε αποφασίσει να μην της ανοίξει. Το κουδούνι χτύπησε άλλες δυο φορές, τη δεύτερη πιο επίμονα από την πρώτη και μετά σταμάτησε. "Έφυγε", σκέφτηκε η Φρόσω.
Άκουσε το τακ που κάνει η βαλβίδα της χύτρας σαν είναι έτοιμη ν' ανοιχτεί. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το καπάκι και οι αναθυμιάσεις θόλωσαν το πρόσωπό της. Έμοιαζε με αρχαία μάντισσα που συμβουλεύεται τα όνειρα των ανθρώπων που καίγονται για να δει στη ζωή τους. Τη ζωή τους όλη. Σταμάτησε ο χρόνος και η Φρόσω έμεινε εκεί με τις αναθυμιάσεις να λιγοστεύουν και τις φουσκάλες από το ζωμό του κρέατος να καταλαγιάζουν. Το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματός της χτύπησε δύο φορές. Τινάχτηκε ξανά.
- Φρόσωωω! Η φωνή της Αθανασίας από την εξώπορτα.
Πλησίασε στις μύτες. Θα' φευγε, αν δεν άκουγε φασαρία θα' φευγε το δίχως άλλο. Άκουγε τη βαριά ανάσα της φίλης της, αποτέλεσμα χρόνιου καπνίσματος, η μοναδική παρασπονδία της Αθανασίας σε μια φυσιολογική ζωή.
- Που να' χει πάει...
Η Φρόσω δάγκωσε τα χείλη της. Ήταν ξαφνικά έτοιμη ν' ανοίξει την πόρτα, η δικαιολογία της καθυστέρησης είχε ήδη σχηματιστεί στο μυαλό της, σκέφτηκε πόσο χαιρόταν που θα έβελεπε την Αθανασία μα σαν άκουσε τα βαριά της βήματα να ξεμακραίνουν στο διάδρομο όλα τα παραπάνω εξαφανίστηκαν μονομιάς. "Καλύτερα", σκέφτηκε. "Δεν είμαι για βίζιτες σήμερα".
Πήγε στο μπάνιο κι έκανε την ανάγκη της. Στο διάστημα αυτό αποφάσισε πως άξιζε να φτιάξει μια ωραία κόκκινη σάλτσα για το μοσχαράκι. Βγήκε από την τουαλέτα μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη και πριν πάει στην κουζίνα και αρχίσει τις ετοιμασίες για τη σάλτσα, βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει τα μαξιλάρια.
Και τότε άκουσε το φρενάρισμα και το γδούπο.
Έσκυψε από το μπαλκόνι και είδε την Αθανασία πεσμένη στο δρόμο. Μια μικρή, κόκκινη λίμνη είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο κεφάλι της. Ψέμματα! Μια μεγάλη κόκκινη λίμνη είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο τόσο μικρό - όπως φαινόταν από τον τρίτο όροφο - κεφάλι της. Η Φρόσω έπνιξε μια κραυγή. Ήταν έτοιμη να τρέξει, να βγει απ' το διαμέρισμα να κατέβει κάτω, να πάει στη φίλη της....
Το βλέμμα της σε αργή κίνηση κάλυψε ένα ημικύκλιο κι από το δρόμο σκαρφάλωσε στους απέναντι τοίχους εξαπολύοντας το κόκκινο του αίματος πάνω στο γκρι τους. Θόλωσε ο κόσμος. Το βλέμμα συνέχισε την πορεία του κι ευθυγραμμίστηκε με το διαμέρισμα του νεαρού. Κι εκεί σταμάτησε.  Ένα λαοκόντειο σύμπλεγμα παίδευε τα μάτια της, άντρα και γυναίκα μαζί πάνω στο γραφείο να χτυπιούνται ανεξέλεγκτα στα τύμπανα ενός ερωτικό παροξυσμού που όμοιό της δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος. Τα νύχια της να χώνονται στην πλάτη του και να τη σημαδεύουν, το πρόσωπό του χωμένο στο λαιμό της να προκαλεί κραυγές που η Φρόσω δεν άκουγε μα έβλεπε. Έβλεπε καθαρά. Το βλέμμα κράτησε τη Φρόσω εκεί. Καρφωμένη στο μπαλκόνι ν' αντικρίζει τη ζωή να κερδίζει το θάνατο, τον πόθο να ξεχύνεται για ν' απαλύνει τον πόνο, το χρώμα του κόσμου να παίρνει αυτό της ώχρας, το χρώμα του κόσμου δεν είναι πια γκρι, ούτε κόκκινο, είναι γλυκό και πιπεράτο συνάμα, σαν το κάρι που έβαζε πολλές φορές στο κοτόπουλο για να το νοστιμήσει.
Πείνασε.
Έγλειψε τα χείλη της.
Ο πόνος στο στομάχι ήταν αδιάφορος πια.
Το ζευγάρι αγκαλιάστηκε κι έπεσε στο πάτωμα, ένα κουβάρι από σάρκα.
Οι μέρες κρατούσαν ξυράφι και μαστίγιο.
Και η Φρόσω αντίκρισε την άσφαλτο να έρχεται απίστευτα κοντά.

 
 

Σχόλια

  1. Φοβάμαι περισσότερο τις ημέρες που κρατούν μαστίγιο και καρότο, παρά ξυράφι...

    Έχω κι εγώ μια φίλη που τη βαριέμαι αφάνταστα, παρόλα αυτά της ανοίγω την πόρτα, όταν έχουμε κλείσει ραντεβού για να έλθει.
    Και όπως βλέπω, καλά κάνω.
    Δεν θα άντεχα να την πατήσει αυτοκίνητο επειδή θα ήθελα να γλιτώσω από την ανούσια πολυλογία της. Θα είχα τύψεις δυνατές που δεν θα μπορούσα να τις σκοτώσω.

    Τελικά είναι αλήθεια. Κανένα φαγητό δεν έχασε από τον μαϊντανό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Συμπαθάτε με για την καθυστέρηση στην απάντηση μα είχα το φαί στο φούρνο! Ρίγανη μπόλικη του έπρεπε αυτή τη φορά!

      Διαγραφή
  2. H πρώτη παράγραφος δυνατή γροθιά στο στομάχι...
    και πάλι... η απουσία ζωής στη ζωή...
    Μόνο στιγμές ανυπαρξίας που βαραίνουν την ζωή μας και την καθιστούν ατελή μέσα σ'έναν "τέλειο" κόσμο...

    Και ναι έχει δίκιο η μαγείρισσα... το μυστικό σε κάποια λαδερά είναι ο μαϊντανός... σε κάποια άλλα ο άνηθος... χωρίς τα μυρωδιακά η ζωή δεν έχει νόημα... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ αγαπητή Λιακάδα, πόσο δίκιο έχετε. Και αυτός ο τέλειος κόσμος, πόσο τέλειος ε;

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...