Δεκαεννιά

Η ομίχλη είχε σαβανώσει την πεδιάδα. Την είχε τυλίξει από παντού σφιχτά αυτές τις τελευταίες ώρες πριν βγει ο ήλιος και την κάψει. Κρατούσε την ανάσα και τις μυρωδιές της καλά κρυμμένες, αγκομαχητά της νύχτας που έβλεπαν τη μέρα να' ρχεται, μαζί και τα κίτρινα φώτα ενός αυτοκινήτου που πήρε τη στροφή στην ερημιά. Ο ήχος της μηχανής που ξόρκιζε τη νύχτα και καλωσόριζε τη ζωή και το ξημέρωμα που διαγραφόταν αρμονικό στον ορίζοντα.
Οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Μυρωδιά από βρεγμένη γη και ξύλο που δροσίζεται μετά το σφυροκόπημα της θερινής κάψας. Εκεί πέρα στο Ανάχωμα, πλάι στο κανάλι, το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και ακολούθησε έναν άλλο, μικρότερο, ένα χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί να πάνε να ποτίσουν τα χωράφια τους. Κάποιες νερόκοτες πέταξαν στον αέρα. Τα φώτα και ο ήχος τις είχαν ξυπνήσει, μαζί κι ένα λαϊκό άσμα που ακουγόταν στα μεγάφωνα. Δυνατά.

"Καρφί, καρφί στο φέρετρό σου, ξέρω τα πάντα για το άτομό σου..."

Μαζί με τις νερόκοτες, πέρασε κι ένα σμήνος τρυγόνια. Το τραγούδι έσβησε μαζί με τα φώτα σαν το αυτοκίνητο σταμάτησε στην άκρη της ερημιάς. Οι πόρτες άνοιξαν και τρεις φιγούρες εμπλούτισαν το σκηνικό, σκιές και αυτές στην ομίχλη με τη μια απ' αυτές να βήχει και την άλλη να κλαίει γοερά, σκιές ζωντανές σ' ένα τοπίο φθινοπωρινής ερημιάς και εγκατάλειψης.
Η μία σκιά αγκάλλιασε την άλλη και η τρίτη έμεινε παραπέρα, κουνώντας τα χέρια της. Η ομίχλη καθάρισε λίγο, μάλλον από περιέργεια της Φύσης για τούτο το περίεργο σκηνικό που είχε στηθεί χαράματα στην επικράτειά της.
Η μοναχική σκιά κρατούσε ένα πιστόλι. Ανήκε στο Θωμά, πράκτορα ασφαλειών, παιδί (κάποια εποχή) καλής οικογένειας. Οι άλλες δύο σκιές ήταν ο Βασίλης, με δικό του περίπτερο στην κεντρική πλατεία της πόλης, κάπου 20 χιλιόμετρα από αυτή την άκρη του Θεού που βρίσκονταν τώρα και η Μάρθα, που με το ένα της χέρι πάλευε να κρατήσει στη θέση της την τιράντα από το φόρεμά της που είχε σκιστεί.
Η Μάρθα ήταν παντρεμένη με το Θωμά δώδεκα χρόνια. Είχαν δύο παιδιά. Ο Βασίλης πηδούσε τη Μάρθα τους τελευταίους οκτώ μήνες. Και ο Θωμάς μία ώρα πριν τους είχε πιάσει στα πράσα όταν γύρισε ξαφνικά από ένα επαγγελματικό ταξίδι. Αυτό νόμιζαν οι εραστές. Η αλήθεια είναι πως ο Θωμάς είχε υπόνοιες καιρό τώρα. Ήρθε το χάραμα που τις επιβεβαίωσε.
Έκανε ψύχρα. Η δροσιά του πρωινού έπεφτε στα μαλλιά και το δέρμα, πλημμυρίζοντας με καθαρό οξυγόνο τους πνεύμονές τους. Ο Βασίλης ωστόσο έβηχε. Η Μάρθα πότε έκλαιγε, πότε σταματούσε να σκουπίσει τα δάκρυά της και άρχιζε ξανά το κλάμα.
Ο Θωμάς τους έκανε νόημα να πάνε ακόμα πιο πέρα, έχοντας στην πλάτη τους το κανάλι που γαλήνιο έμοιαζε με ζωγραφιά που είχε αποτυπώσει ο χρόνος και είχε εναποθέσει ως φόντο στις σκιές τους. Κάθισε στο καπό του αυτοκινήτου και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω τους έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο πακέτο Κάμελ. Τράβηξε ένα περισσότερο τσαλακωμένο τσιγάρο και το άναψε. Η σπίθα ξεχώρισε στις σκιές. Για μια στιγμή το σκέφτηκε και μετά έτεινε το πακέτο προς τον Βασίλη.
- Θες;
Εκείνος έβηξε ξανά. Με το χέρι του αρνήθηκε, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να βήχει πιο πολύ.
- Είσαι και κρυωμένο πουλάκι μου. Ο Θωμάς έβαλε το πακέτο ξανά στην τσέπη του. - Καλύτερα, να μην καπνίσεις. Δεν ακούς το λαιμό σου;
Ακούστηκε ένα σφύριγμα τραίνου κάπου από την πεδιάδα.
- Μμμ. Το πρωινό για την Αθήνα, είπε ο Θωμάς κοιτάζοντας στο βάθος, ν' αντικρίσει το τραίνο, ίσως και να το χαιρετίσει.
- Θωμά μου.... Ένας πνιχτός ήχος, ο πρώτος που έβγαζε αυτές τις ώρες η Μάρθα.
- Γι' αυτό τον πίπωνες εσύ μωρή; Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. - Επειδή είναι κρυωμένος; Εγώ αλλιώς τα ξέρω. Το πίπωμα κανονικά εσένα ξεβουλώνει. Αλλά δεν είσαι κρυωμένη μωρό μου. Είσαι; Δεν μου' πες τίποτα χθες στο τηλέφωνο όταν σε πήρα. Δεν είπες, είμαι κρυωμένη Θωμά μου. Δεν είπες, είμαι κρυωμένη και θέλω ένα καυλί να με ξεβουλώσει. Αν μου το' λεγες, θα τελείωνα τις δουλειές μου νωρίτερα και θα' ρχομουν. Έτσι θα σ' άφηνα; Γιατί δεν μου το' πες;
- Θωμά... Η φωνή της πνίγηκε ξανά.
- Σκατά. Καριόλα. Σηκώθηκε από το καπό κι έκανε ένα γύρο το αυτοκίνητο καπνίζοντας.
Ο Βασίλης σταμάτησε να βήχει και σηκώθηκε στα πόδια του. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και σάλια έτρεχαν από τα χείλη του. Τα σκούπισε με το χέρι του κοιτάζοντας το Θωμά ο οποίος τον είχε πλησιάσει τώρα.
- Παίρνεις τίποτα ρε; Να το προσέξεις. Δεν μου φαίνεσαι καλά.
- Θωμά, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;
Ο Θωμάς δεν απάντησε. Πέταξε τη γόπα στο χώμα και την πάτησε με το παπούτσι του.
- Θέλω να πω, εντάξει, έγινε μαλακία αλλά δεν υπάρχει λόγος να το χοντρύνουμε κι άλλο.
- Ωραία, απάντησε ο Θωμάς παίρνοντας ξανά θέση πάνω στο καπό. - Για πες μου εσύ λοιπόν πως το βλέπεις τώρα. Τι βλέπεις να γίνεται δηλαδή από δω και πέρα.
Ο Βασίλης έσκυψε το βλέμμα του και είδε ένα φλέμμα το οποίο προφανώς δεν είχε αντιληφθεί πριν, να στολίζει το δεξί του παπούτσι.
- Να το ξεχάσουμε ρε φίλε, είπε σηκώνοντας το βλέμμα ξανά. Έγινε. Πάει. Τελείωσε. Ντόμπρα. Μεταξύ μας η φάση. Κι εγώ σου ορκίζομαι πως...
- Αχχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα.
Το υστερικό γέλιο αποκάλυψε και άλλες νερόκοτες που φρενιασμένα σηκώθηκαν στον αέρα.
- Γλειφομούνι της έχεις κάνει;
- Ε;
- Σε ρώτησα κάτι. Της έχεις κάνει;
Η Μάρθα έπεσε στα γόνατα αυτή τη φορά και άρχισε να ξερνάει. Κάτι πράσινο ήταν. Σκέτη χολή απ' ότι μπορούσε να δει ο Βασίλης που αγωνιζόταν να κρατήσει τις σκέψεις του καθαρές και ν' απαντήσει.
- Ε... ναι.
- Πόση ώρα;
- Τι εννοείς; Ε... δεν κρατάω ρολόι.
- Εμένα μ' έβαζε μία ώρα εκεί κάτω. Δεν έχυνε αλλιώς. Το πιστεύεις; Σ' έχει κρατήσει μία ώρα εκεί κάτω;
- ΘΩΜΑ!!!!!!!!!!!!!!!
Την αγνόησε.
- Ωραία είναι στην αρχή δεν λέω. Αλλά μετά μουσκεύει πολύ και γίνεται γάμησέ τα ρε φίλε. Και συ παλεύεις με τις λίμνες. Τις ζεστές λίμνες. Κοίτα το κανάλι πόσο ήρεμο είναι. Καμία σχέση!
Του όρμηξε με λύσσα. Πριν προλάβει να βάλει τα νύχια της στα μάγουλά του και να τον σκίσει, δέχθηκε τον υποκόπανο του όπλου στο πρόσωπο που την έστειλε τρία μέτρα πιο πέρα, να χώνει τα χέρια της στο χώμα από τον πόνο.
Ο Βασίλης έκανε να πάει προς το μέρος της.
- Εεεεπ, φώναξε ο Θωμάς.  - Που πας; Άστη, καλό θα της κάνει. Δεν έχει ιδέα τι έχει συμβεί. Άστη να φάει λίγο χώμα να συνέλθει. Έχουμε κουβέντα μπροστά μας.
Με το όπλο προτεταμένο του έκανε νόημα να μείνει ξανά στη θέση του. Έβγαλε ξανά το πακέτο με τα Κάμελ και άναψε άλλο ένα.
- Πως πάει το περίπτερο; Αφήνει μεροκάματο; Μόνος σου το δουλεύεις ε; Δεν ξέρω βέβαια. Τσιγάρα παίρνω από το μπακάλικο. Από σένα άντε να' χω πάρει καμιά δεκαριά φορές στα τόσα χρόνια. Με θυμάσαι σαν πελάτη; Γιατί εγώ μάγκα μου δεν ήξερα ποιος είσαι, δεν θυμόμουν δηλαδή μέχρι που σας παρακολούθησα. Πάει καμιά βδομάδα.
Ο Βασίλης έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε το περίπτερο. Μετά το κρεβάτι του. Τέτοια ώρα θα σηκωνόταν κανονικά και θα πήγαινε στη δουλειά του. Θα έβαζε το φρέσκο γάλα στο ψυγείο. Θα άκουγε ραδιόφωνο.
- Πρώτη φορά που σας τσάκωσα ήταν εκεί πίσω απ' τον παλιό σταθμό. Στα χαλάσματα. Καλά ρε πούστη μου δεν φοβήθηκες μην πεταχτεί καμιά οχιά απ' τις πέτρες και σου φάει το πουλί; Πως τον πετάς έτσι έξω και τη φωνάζεις να στον πάρει; Δεν είπα τίποτα όμως. Έχω φωτογραφίες. Μπόλικες. Εκεί που τη χύνεις στη μάπα. Αααα μπερεκέτι. Εμένα δεν μ' άφηνε η καριόλα δώδεκα χρόνια τώρα. Ούτε και πριν που τα' χαμε. Έλεγε πως αυτά τα κάνουν οι πουτάνες. Έτσι δεν είναι αγάπη μου; Οι πουτάνες δεν τα κάνουνε;
Εκείνη σηκώθηκε με το αριστερό της στήθος ν' αποκαλύπτεται γυμνό, τη σκούρα θηλή της όρθια από το φιλί της υγρασίας. Με κόκκινα μάτια τους κοίταξε, έγλειψε τα χείλη της και άρχισε να περπατά προς το κανάλι.
- Μάρθα! Ο Βασίλης φώναξε και πνίγηκε πάλι στο βήχα.
- Δεν πνίγεται μη φοβάσαι. Να πλυθεί πάει. Γιατί, δεν ξέρω αν το γνωρίζεις. Έχω την πιο καθαρή γυναίκα στην πόλη. Μην σου πω στο νομό.
Η Μάρθα έπεσε στα γόνατα στη χορταριασμένη όχθη. Το είδωλό της ήταν μια παραμορφωμένη σκιά στα σκοτεινά νερά. Έβαλε τα χέρια της στο νερό και ανατρίχιασε. Με μια χούφτα απ' αυτό σκούπισε το πρόσωπό της από τα δάκρυα και τα χώματα.  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Άκουγε τον ήχο που έκανε το νερό καθώς επέστρεφε στη μήτρα του, το πλοπ, πλοπ από τις σταγόνες, που δραπέτευαν από τα χέρια της, τις μικρές φυσαλλίδες που σχημάτιζαν στην επιφάνειά του. Έβρεξε το λαιμό της και δρόσισε το στόμα της με μια χούφτα που έφτυσε μετά. Σηκώθηκε. Δεν έκλαιγε πια.  Ο Θωμάς έσβηνε το δεύτερο τσιγάρο σαν τους πλησίασε ξανά.
- Ωραία, τι θα γίνει τώρα; Άκουσε τη φωνή της σταθερή, όπως ποτέ άλλοτε.
Δεν περάσε απαρατήρητη αυτή η αλλαγή απ' το Θωμά. Χαμογέλασε εντυπωσιασμένος μάλλον, πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε το πρόσωπό του στο ροδοκόκκινο ορίζοντα. Φώτιζε για τα καλά πια.
- Δεν θα σας σκοτώσω, αν αυτό φοβάσαι. Τουλάχιστον όχι εσένα.
Σιωπή. Ακούστηκε ένα τριζόνι. Ξενυχτούσε και ξεχάστηκε.
- Θα μονομαχήσουμε Βασίλη!
Τον κοίταξαν και οι δύο με γουρλωμένα μάτια. Ο Βασίλης κάτι πήγε να πει μα ένας νέος βήχας τον έπνιξε και τον έριξε πάλι στα γόνατα.
- Έχω φέρει δύο πιστόλια. Θα μετρήσουμε είκοσι βήματα και θα πυροβολήσουμε. Νικητής είναι αυτός που θα μείνει όρθιος!
- Θωμά τι λες;;; Η αυτοκυριαρχία της Μάρθας είχε πάει περίπατο.
Την κοίταξε, ξύνοντας το κρόταφό του με την κάνη του όπλου που κρατούσε.
- Προτιμάς να σας σκοτώσω σαν τα σκυλιά; Επιτόπου; Και να σας ρίξω στο κανάλι; Γιατί όταν σας βρούνε εγώ θα χω γίνει μπουχός. 'Ασε που θα πουνε πως το έκαναν Αλβανοί. Όπως σας βολεύει. Εγώ δίνω μια δεύτερη ευκαιρία. Αν κερδίσει, σε παίρνει. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Αν κερδίσω, σε παίρνω εγώ. Και θα δούμε τι θα γίνει.
- Τι λες μωρέ;;;;
- Α και μάζεψε το βυζί σου. Μας αποδιοργανώνει. Καυλώνουμε και δεν μπορούμε να σημαδέψουμε.
- ΤΙ ΛΕΣ;;;;;
Βρέθηκε αστραπιαία μ' ένα σάλτο κοντά της. Την άρπαξε από τα μαλλιά, της τράβηξε πίσω το κεφάλι και έχωσε την κάνη του όπλου μέσα στο στόμα. Σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν απ' το πουθενά στο πρόσωπό του, τα μάτια του έσταζαν αίμα, η ανάσα του μύριζε τσιγάρο και αλκοόλ.
- Ούρλιαξε ξανά και θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα καριόλα! Ακούς;;; Ξαναφώναξε μωρή και θα φτύσεις το γάλα της μάνας σου!
Ο Βασίλης τρεκλίζοντας, πήγε να του ορμήσει. Με μια κίνηση ο Θωμάς πέταξε στο χώμα τη γυναίκα του και με τον υποκόπανο ξανά ανάγκασε δύο δόντια του Βασίλη να βρουν καταφύγιο στην υγρή γη. Έπεσε και εκείνος στο χώμα φτύνοντας αίμα.
- Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Βασιλάκη σου δίνω μια δεύτερη ευκαιρία. Ή με αντιμετωπίζεις ή κερδίζεις μια σφαίρα στο κεφάλι. Αποφάσισε.
Ο Βασίλης πάλευε να βρει την ανάσα του. Ο κόσμος γύριζε. Ξαφνικά ένοιωσε μια απίστευτη λαχτάρα να πέσει σ' ένα κρεβάτι και να κοιμηθεί για πάντα. Ένοιωσε ένα χέρι να τον στηρίζει να σηκωθεί. Ήταν η Μάρθα που' χε συρθεί κοντά του. Κοιτάχτηκαν και για μια στιγμή, οι σκέψεις τους ταξίδεψαν μαζί, σε ώρες ηδονής και ξεγνοιασιάς. Ούτε που θυμόταν πως είχε αρχίσει όλο αυτό. Το φως δυνάμωνε. Φούσκωσε τα πνευμόνια του με αέρα, για πρώτη φορά παραδόξως δεν έβηξε και γύρισε προς το Θωμά.
- Έλα να τελειώνουμε.
Σιωπηλά ο Θωμάς πλησίασε το πορτ μπαγκάζ, το άνοιξε κι έβγαλε από μένα άλλο ένα όπλο τυλιγμένο σε καραβόπανο. Πλησίασε το Βασίλη και του έδειξε τα δυο όπλα. - Διάλεξε, είπε. Αν και είναι ολόιδια.
Ο Βασίλης δεν ήξερε πολλά από όπλα. Στο στρατό ήταν στις Διαβιβάσεις και ζήτημα ήταν αν είχε κάνει τρεις βολές σε ολόκληρη τη θητεία του. Πήρε το ένα και άνοιξε το μύλο. Οι σφαίρες ήταν τοποθετημένες τακτικά μέσα και περίμεναν το παράγγελμά του.
- Είκοσι βήματα από το αυτοκίνητο. Εσύ προς το κανάλι κι εγώ προς τα καλαμπόκια. Μετράμε και οι δύο ταυτόχρονα, στο είκοσι γυρίζουμε και πυροβολούμε.
- Θωμά, δεν είναι ανάγκη να γίνει έτσι.
Το αίμα συνέχιζε να τρέχει από τα χείλη του. Ιδρώτας τον είχε μουσκέψει.
Ο Θωμάς τον κοίταξε κουρασμένα.
- Όχι Βασίλη. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει, απάντησε.
Πήραν θέσεις και άρχισαν να περπατάνε. Μετρούσαν ταυτόχρονα - ένα, δύο - φωνές στη σιγαλιά του πρωινού που το φως του έδιωχνε τροχάδην τις σκιές και ξυπνούσε τα σπουργίτια και τους σπίνους στα καλαμπόκια και τους θάμνους. Ως και το νερό είχε ξυπνήσει και ακουγόταν να κελαρρύζει από κάπου - εφτά, οχτώ - ο Βασίλης σκεφτόταν τη μάνα του, ο Θωμάς για λίγο μόνο, τα παιδιά του - δώδεκα, δεκατρία - η Μάρθα έκλαιγε βουβά στη μέση του πουθενά με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να της καίνε το πρόσωπο - δεκαοχτώ, δεκαεννιά - ο Βασίλης βιάστηκε να κάνει το τελευταίο βήμα, ο Θωμάς θυμήθηκε πόσο είχε καυλώσει βλέποντας έναν άλλον άντρα να χύνει τη γυναίκα του στα μούτρα - είκοσι.

Η πεδιάδα πέταξε το σάβανο από πάνω της και ξύπνησε τραγουδώντας. Είχε συνηθίσει σε πυροβολισμούς, κυνηγοί έρχονταν συχνά, πυκνά στα μέρη της και σκότωναν τα παιδιά της. Η γη νοτισμένη από υγρασία λαμπύριζε στο πρωινό φως. Κοιτάζοντας κανείς από ψηλά θα την δει αλλού καταπράσινη και αλλού καφέ, αλλού χρυσαφένια από το παιχνίδισμα που κάνουν τα καλαμπόκια και αλλού γκρίζα, από τα σμήνη τα πουλιά που ξαποσταίνουν στο κανάλι της. Κόκκινη όμως, πρώτη φορά θα την δει σήμερα. Κοιτάζοντας από ψηλά θα δεις δυο άνδρες να στέκονται ακίνητοι πάνω από  μια γυναίκα. Το ρούχο της είναι ξεσκισμένο στον αριστερό ώμο, το στήθος της πεταγμένο έξω με μια τρύπα στη μέση να χάσκει, μια ανοιγμένη σπηλιά στη σάρκα της. Σε κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα, εσένα που την κοιτάζεις από ψηλά.
Η σφαίρα του Βασίλη πήγε στο Θεό.
Η Μάρθα πετάχτηκε μπροστά του την τελευταία στιγμή, στο δεκαεννιά.
Η σφαίρα του Θωμά βρήκε στόχο. Κατευθείαν στην καρδιά.

Έμειναν για ώρα πλάι στο πτώμα. Μεταθανάτιοι ψίθυροι σιωπής και κατανόησης. Ο Βασίλης αντίκριζε το άπειρο στην αντηλιά που είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη - ο κάμπος δεν υποφέρεται με τη ζέστη, ο Θωμάς έκανε το τελευταίο τσιγάρο απ' το πακέτο.
- Να τελειώνουμε, είπε.
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα απ' το χώμα, τύλιξαν το νεκρό κορμί σε μια κουρβέτα αφού προηγουμένως το γέμισαν με μικρές πέτρες απ' το κανάλι. Το τύλιξαν καλά, το σήκωσαν στα χέρια και το πέταξαν στο νερό.
- Θα το βρουν σύντομα. Έπρεπε να πάμε πιο κάτω, στο φράγμα. Είναι πιο βαθιά τα νερά, μονολόγησε ο Βασίλης.
- Δεν υπάρχει λόγος. Εσένα δεν θα σ' ενοχλήσει κανείς. Εγώ θα γίνω μπουχός σήμερα κιόλας.
- Τα παιδιά σου; Τι θ' απογίνουν τα παιδιά σου;
- Δεν ξέρω να σου πω τώρα. Σάμπως ξέρω και αν είναι δικά μου; Δεν μου μοιάζουν και πολύ.
- Τι λες;
- Αν δεν θες να' ρθεις με τα πόδια, κουνήσου. Εγώ φεύγω. Θα σε αφήσω έξω απ' την πόλη βέβαια. Δεν πρέπει να μας δουν μαζί. Στο πίσω κάθισμα, ξαπλωμένος θα' σαι!
Μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Ο Βασίλης έμεινε να τον κοιτάζει. Του κόρναρε μια φορά. Καμία αντίδραση. Μάρσαρε κι έκανε να φύγει. Ο Βασίλης σήκωσε ενστικτωδώς τα χέρια του ψηλά. Το αμάξι σταμάτησε. Μπήκε απ' την πίσω πόρτα. Λίγο μετά άφηναν ένα σύννεφο σκόνης στο χωματόδρομο.







 




 

Σχόλια

  1. Απαπα...
    Μα στ' αλήθεια υπάρχει τραγούδι με στίχο "Καρφί, καρφί στο φέρετρό σου, ξέρω τα πάντα για το άτομό σου...";
    Άσε που εναλλακτικά θα μπορούσε να ακούει το άσμα που λέει: "Πάρε τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά"!
    Τέλος πάντων... Σατανικότατο σχέδιο για να αποφύγει κανείς τα χρονοβόρα και ακριβά διαζύγια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...