Το πηγάδι

Το πηγάδι βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Εκεί, στη μέση μιας πλατείας χωρίς δέντρα, μιας πλατείας έρημης από ανθρώπους, έχασκε μια μεγάλη μαύρη τρύπα που χανόταν στο ίδιο το σκοτάδι της. Στην πλατεία σάλευε μόνο η σιωπή. Κάποιες φορές σηκωνόταν απ' το λήθαργό της και ακολουθούσε τη φιγούρα εκείνου που κουβαλούσε ένα μικρό μπόγο στα χέρι του, σα μαξιλάρι ή κάτι τέτοιο, ακολουθούσε τα βήματά του που την ενοχλούσαν αλλά δεν έλεγε τίποτα, τον ακολουθούσε ώσπου έφτανε στο στόμιο της τρύπας και με μια κίνηση ελευθέρωνε τα χέρια του από το μπόγο. Γύριζε μετά το ίδιο ήρεμα κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Δίπλα στην τρύπα, βαθιά χωμένη στο έδαφος στεκόταν μια επιγραφή. "ΓΙΑΤΙ Σ' ΕΜΕΝΑ;" Ήταν το ερώτημα των ερωτημάτων που κανείς κάτοικος αυτής της πόλης ή οποιασδήποτε άλλης πόλης στον κόσμο είχε καταφέρει να απαντήσει ποτέ. Αν ο χρόνος κινείται σε κάποιους σταθερούς άξονες, το συγκεκριμένο ερώτημα ανήκε σε αυτούς. Δεν απαντήθηκε ποτέ. Η αλήθεια είναι πως αρκετοί πάλεψαν να δώσουν μιαν απάντηση, κάποιοι εξ αυτών ήταν σίγουροι πως τα κατάφεραν, μα η πραγματικότητα τους διέψευδε. Πάντα θα υπήρχε μια κραυγή στην πόλη να αναρωτηθεί και καμία ανθρώπινη απάντηση δεν ήταν ικανή να την κατευνάσει.
Κάποιοι έλεγαν πως τις κρύες νύχτες του Χειμώνα, εκείνες που σκοτεινιάζει από νωρίς, το πηγάδι ζωντάνευε. Πως αν περνούσες περιμετρικά της πλατείας, μέσα στην καταχνιά και στην ομίχλη, θ' άκουγες περίεργους ήχους ν' αναδύονται απ' το πηγάδι, σαν συρσίματα πάνω στα υγρά τοιχώματα, σα μεταλλικές νυχιές πάνω στο σιδερένιο καύκαλο του κόσμου. Ορισμένοι ορκίζονταν πως ξεπετάγονταν σπίθες, πως έβλεπαν λάμψεις να αναβοσβήνουν... "και οι κραυγές; ακούτε τις κραυγές; είναι ο θρήνος των αγέννητων μωρών".
Οι κουβέντες γίνονταν φήμες και εκείνες με τη σειρά τους εξελίσσονταν σε θρύλους, σε σημείο που το κέντρο της πόλης έγινε απροσπέλαστο τη νύχτα, ειδικά το Χειμώνα. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο σε αυτό τον κόσμο ή ακόμα και σ' άλλους σαν κι αυτόν απ' τον ανεπιβεβαίωτο ψίθυρο. Εκείνον που σέρνεται στους δρόμους σα φίδι με τη διχαλωτή του γλώσσα να οσμίζεται τον κόσμο και τους φόβους των ανθρώπων.
Ο χρόνος περνούσε. Η πόλη άλλαζε όψη στο πέρασμά του, γυαλί και μπετόν που έγιναν πέτρες κα θρύψαλα και που ξανάγιναν γυαλί και μπετόν, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, πιο εξελιγμένο ίσως αλλά σίγουρα επαναλαμβανόμενο. Μόνο το πηγάδι στη μέση της πλατείας έμενε σταθερό με τη μαύρη τρύπα του να χάσκει ακίνητη, να μαζεύει σκόνη και νερό και χιόνι από τα καπρίτσια του καιρού και να μη γεμίζει ποτέ. Να παραμένει άδειο, παγωμένο, ένα κενό σε σχήμα και περιεχόμενο που απλά κάποιος, κάποτε είχε τοποθετήσει εκεί να τρέφεται. Με τι; Συχνά, πυκνά μια φιγούρα περπατούσε κατά μήκος του μονοπατιού που ερχόταν απ' το δρόμο κουβαλώντας ένα μπόγο, τον άφηνε να πέσει κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.

Ώσπου ήρθε η μέρα που χάθηκε ένα μικρό παιδί. Ένα κοριτσάκι. Οι γονείς του, σημαίνοντα μέλη της κοινωνίας της πόλης δραστηριοποίησαν κάθε μέσο που είχαν στα χέρια τους, κίνησαν γη και ουρανό για να βρουν το παιδί τους. Έψαξαν κάθε σπίτι και πάρκο, κάθε δωμάτιο και θάμνο, κάθε ταράτσα και υπόγειο. Έψαξαν παντού και μαζί τους όλοι, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ένα παιδί χανόταν στα καλά καθούμενα. Η εξαφάνιση ενός παιδιού ήταν κάτι ανάρμοστο και η κοινωνία δε δεχόταν ανάρμοστες πράξεις, ανάρμοστους ανθρώπους και ανάρμοστες συμπεριφορές τους σκόλπους της. Έψαξαν παντού. Μάταια. Τότε ήταν που κάποιος ψέλλισε: "Στο πηγάδι...;"
Έμοιαζε περισσότερο με σιγανό ψίθυρο απορημένου ανθρώπου που αρνείται να πιστέψει κάτι τόσο τρομακτικό όπως το αδιανότητο ενδεχόμενο το παιδί να παραβίασε το άβατο της πλατείας, να στάθηκε δίπλα στην επιγραφή ΓΙΑΤΙ Σ' ΕΜΕΝΑ και να χάθηκε στο πηγάδι.
Ένας πηχτός, βρώμικος ιδρώτας κάλυψε την πόλη σα συνειδητοποίησε πως κάτι τέτοιο ήταν απίθανο μεν αλλά και εξαιρετικά πιθανό πια, να έχει συμβεί. Τα μουρμουρητά διαδέχονταν τα γουργουρητά της ευφορίας, οι ψίθυροι έπνιγαν τις σποραδικές φωνές, οι κραυγές διαμαρτυρίας δολοφονήθηκαν σε ανήλιαγα υπόγεια της εξουσίας, η πόλη έβραζε και τρεμόπαιζαν τα φώτα της σαν έπεφτε το σκοτάδι.
Νέες απαντήσεις επιχειρήθηκαν να δοθούν στην ερώτηση ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΜΕΝΑ, αποδοκιμασίες και επιδοκιμασίες ήρθαν και πλέχτηκαν ουρά στο χαρταετό της αμφισβήτησης, όταν κάποιος ρώτησε.

ΓΙΑΤΙ Σ' ΕΜΕΝΑ, ΤΙ;

Η πόλη σιώπησε απ' άκρη σ' άκρη. Ήταν από εκείνες τις ώρες που ένας θα κάνει τη διαφορά και θα σταματήσει την ανάσα από μιλούνια άλλους. Ένα ερώτημα, μία πράξη, ένα ΚΑΤΙ, κάνει τον κόσμο να σταματήσει να γυρίζει όπως ήξερε να κάνει και πλέον τον αναγκάζει να παλινδρομήσει για ώρα πριν αποφασίσει προς ποια φορά και με ποια ταχύτητα θα ξανακυλήσει.
Οι αρχές της πόλης έθαψαν το πηγάδι. Τεράστιες γκρίζες μπετονιέρες ήρθαν και βούλωσαν το στόμιο για πάντα. Ο κόσμος κοιτούσε από τα πορτοπαράθυρα. Ο μύθος λέει πως εκείνη τη μέρα στην πόλη έβρεξε δάκρυα. Ακούστηκαν λυγμοί για εκείνο που χανόταν πια οριστικά. Για εκείνα που όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν ήθελε να ξέρει.
Οι αρχές έσπειραν γκαζόν και φύτεψαν δέντρα και λουλούδια. Το πηγάδι το κατάπιε με τη σειρά του το εβένινο στόμιο του χρόνου. Σύντομα, άνθρωποι περπατούσαν στην πλατεία και παιδιά έπαιζαν στην παιδική χαρά της. Κι ο κόσμος πήρε φόρα και ταχύτητα και ξανακύλησε. Πήγε για ύπνο και ξέχασε. Πρόσκαιρα μόνο. Καθώς μόνο το πρόσκαιρο απομένει στους ανθρώπους.

Οι μπόγοι ταξιδεύουν σ' απάνεμες θάλασσες. Φτάνουν στο μεγάλο καταρράκτη και πέφτουν από ψηλά σε κοχλασμένα νερά. Και χάνονται. Μπορεί και πάλι όχι. Ποιος ξέρει να μας πει; Κανείς. Πόσο μάλλον εκείνοι που άνοιξαν πηγάδια έξω από την πόλη, μακριά στις ερημιές για να τα επισκέπτονται φιγούρες τις νύχτες, με μπόγους στα χέρια.


  

Σχόλια

  1. Δεν έχω λόγια να σε σχολιάσω φίλε μου

    Εύγε

    μόνον αυτό από μένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραία αλληγορία. θα τη χρησιμοποιήσω όπως θέλω! Με το πηγάδι να μην ξανά ανοίγει. Ποτέ. Με τα παιδιά να παίζουν ξέγνοιαστα, πατώντας πάνω του, σαν τιμωρία, που δεν μπορεί πια να τα καταπιεί. Με τους μπόγους να έχουν χαθεί στο πουθενά. Και με την ερώτηση ΓΙΑΤΙ Σ' ΕΜΕΝΑ, να μην αντηχεί πλέον, στους γκρίζους τοίχους της πόλης μου. Γιατί κανένας δεν θα χρειάζεται να την πει. Κάπως έτσι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...