Ασανσέρ

     Δεν είχε σκεφτεί ποτέ - ως εκείνη τη στιγμή - πως οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν με ασανσέρ. Το συνειδητοποίησε την ώρα που αποκλείστηκε στο μικρό κουβούκλιο, έπειτα από ένα τράνταγμα που τον ανάγκασε να ρίξει τις μισές σακούλες του σούπερ μάρκετ κάτω. Έσκυψε με δυσκολία στο στενό χώρο που του έκλεβε ανάσες, καταπολεμώντας ταυτόχρονα μια μικρή αίσθηση πανικού, τον αχό της οποίας άκουγε να καλπάζει από κάπου μακριά. Μάζεψε το αλάτι και μια κονσέρβα τόνου που ξεχύθηκαν απ' τη μια σακούλα, τα έχωσε ξανά μέσα και σηκώθηκε αργά.
     "Αίμα και χιόνι", σκέφτηκε. "Αίμα και χιόνι και λάσπη. Μπόλικη λάσπη με χιόνι μαζί που κολλάει στις αρβύλες και δημιουργεί μια κρούστα ίση με το βάρος τους. Μια κρούστα που δε βγαίνει. Μόνο με περπάτημα στο οποίο φροντίζεις να χτυπάς με δύναμη τα πόδια σου στο έδαφος. Μα ό,τι βγει, ξανακολλάει μετά στο επόμενο βήμα".
     Άλλες σκέψεις αυτές. Αδέσποτες. Βοηθάνε να φύγει το μυαλό σου όταν είναι σταματημένο σαν αυτό το γαμημένο κουτί που ξαφνικά τα έστησε μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου ορόφου. Το φως ήταν λιγοστό. Η ασθενική λάμπα του ασανσέρ δεν έκανε και σπουδαία πράγματα και το φυσικό φως ήταν λιγοστό. Μια μισοπεθαμένη αχτίδα γκρίζου που έβγαινε απ' το χώρισμα της πόρτας του τέταρτου ορόφου, πάνω απ' το κεφάλι του. Δεν περίμενε κάτι καλύτερο. Η μέρα σήμερα είχε τσακωθεί με τον καιρό. Εκείνος τώρα της έκανε μούτρα.
     Οι μνήμες απ' την εποχή του στρατού τον είχαν κατακλύσει τις τελευταίες μέρες. Προσπάθησε να βρει την αιτία και κατέληξε πως ήταν η ανάγνωση μιας είδησης στο Ίντερνετ. Μια ισραηλινή είχε φυλακιστεί ως αντιρρησίας συνείδησης επειδή είχε αρνηθεί να πάρει μέρος σε κάποια ανθρώπινη σφαγή. Θυμόταν ακόμα το σοκολατένιο χρώμα της όπως το αποτύπωναν τα πίξελ, με μια έκφραση μελαγχολίας στο πρόσωπο και ήταν όμορφη, μα τόσο όμορφη. "Θα ήθελα να κάνω πολλά παιδιά μαζί σου", άκουσε τον εαυτό να σκέφτεται μέσα στο μυαλό του. "Αν ήσουν Ελληνίδα... αν έβρισκα μια Ελληνίδα σαν και σένα". Η τελευταία Ελληνίδα που του άρεσε έπινε πολύ και πήγαινε σε ψυχίατρο δύο φορές την εβδομάδα.
     Πάτησε το "κομβίον κινδύνου". Το παρατεταμένο κουδούνισμα που ακούστηκε τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Ο ήχος ήταν αναζωογονητικός, λες και ο ήλιος διαπέρασε το τσιμέντο και φώτισε τη μικρή, πρόσκαιρη φυλακή του. Το ξαναπάτησε. Ο ήχος έχασε τη γοητεία και τη ζωντάνια του καθώς δε συνοδεύτηκε από το άνοιγμα μιας πόρτας ούτε από κάποια φωνή που θα αναρωτιόταν αν κλείστηκε κάποιος στο ασανέρ.
     ΝΑΙ, ΕΓΩ! Φώναξε τόσο δυνατά που πόνεσε ο λαιμός του.
     Άκουσε νερά να τρέχουν. Κάποιος είχε τραβήξει καζανάκι ή έπλενε λαχανικά στο νεροχύτη. Γέλασε με τη σιγουριά της υπόθεσής του. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε την πόρτα του ασανσέρ. Σκέφτηκε πως η χοντρή κυρία που έμενε στον τρίτο και η οποία πάντα του μιλούσε στον πληθυντικό όταν το συναντούσε, ήταν μάλλον κουφή. Θα ήταν εξαιρετικά τυχερός αν αυτή η κυρία εκείνη τη δεδομένη στιγμή έβαζε την καμπαρντίνα της, έπαιρνε ανά χειράς την ομπρέλα της, περνούσε στον ώμο την τσάντα της και έβγαινε για ψώνια. Θα καλούσε το ασανσέρ σίγουρα και θα διαπίστωνε τη βλάβη. Η επόμενη λογική κίνηση θα ήταν να φωνάξει, να ρωτήσει αν ήταν κάποιος κλεισμένος μέσα. Τότε τα βάσανά του θα τελειώναν. Θα της φώναζε, θα τον άκουγε και θα έκανε κάτι.
     ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ; Πνίγηκε στο βήχα αυτή τη φορά.
     Πήρε μια κλειστοφοβική ανάσα, έκανε στην άκρη τις σακούλες και κάθισε. Ήταν δύσκολο καθώς το ασανσέρ ήταν μικρό, ωστόσο στηριξε την πλάτη του στην πλευρά του καθρέφτη και μάζεψε τα πόδια του στο στήθος του. Ένα μπουκάλι αναψυκτικού ξεχώριζε σε μια από τις σακούλες. Αδιαφορώντας αν είναι ζεστό το πήρε το άνοιξε και άφησε το ανθρακικό να κάψει κι άλλο το λαιμό του. Μεγάλες γουλιές που φάνηκαν να τον ξεδιψάνε· δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο διψούσε.
     Αδέσποτες σκέψεις. Το κλειδί για να φύγει το μυαλό και να περάσει ο χρόνος είναι αυτό. Κρατώντας το μπουκάλι με το σκουρόχρωμο αναψυκτικό και αφού ήπιε άλλες δύο γενναίες γουλιές που τον έκαναν να ρευτεί δυνατά σκέφτηκε πως οι βραδιές πλέον περνούσαν με μπόλικα αναψυκτικά. Οι φίλοι που μαζεύονταν έφερναν μαζί τους αναψυκτικά. Μπόλικα. Η φτήνια τους εξαγοραζόταν με ποσότητα σε μεγάλες σακούλες σούπερ μάρκετ. Το σερβίρισμά τους, με πάγο ή χωρίς, ξεγελούσε τον ουρανίσκο που βίωνε τη νέα εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
     Άκουσε τα κλειδιά που άνοιγαν μια πόρτα. Σηκώθηκε απότομα κάνοντας το κουβούκλιο να κουνηθεί πάνω στους ατσάλινους ιμάντες του. Πήρε μιαν ανάσα και διαπίστωσε ξανά τη μοναχικότητά του εκείνη την ώρα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μήπως ήταν η ιδέα του πριν; Μα όχι, άκουσε ξεκάθαρα τον ήχο που κάνει το κλειδί στην κλειδαριά.
     - Είναι κανείς; Ξέπνοα.
     Του απάντησε ένα παρατεταμένο κορνάρισμα απ' το δρόμο. Ένας πνιχτός ήχος που έφτασε στ' αυτιά του παραμοφωμένος μέσα απ' τους τοίχους. Κάθισε ξανά στην ίδια στάση.

     Στο χρόνο που ακολούθησε έβγαλε το σακάκι του και κάθισε πάνω σ' αυτό γιατί είχε νοιώσει τον πισινό του να παγώνει επικίνδυνα, έπαιξε με τα λιγοστά κέρματα που είχαν απομείνει στην τσέπη του, άνοιξε ένα πακέτο με μπισκότα σοκολάτας γάλακτος που είχαν λήξει αλλά το σούπερ μάρκετ τα είχε μισοτιμής· κατά καιρούς τον έπιανε κρίση υπογλυκαιμίας, άρα αν έτρωγε ένα δεν υπήρχαν και πολλές πιθανότητες να πάθει κάτι. Εξάλλου, εκείνος τη σοκολάτα ήθελε να γλείψει μόνο, να του φύγει η ιδέα γιατί ως γνωστόν όλα στο μυαλό είναι. Όπως τώρα.
     Σιγοσφύριξε τη Μασσαλιώτιδα - αυτός ο ύμνος του άρεσε περισσότερο και απ' τον ελληνικό - έχωσε το κεφάλι στα χέρια του και είπε ίσα με είκοσι φορές τη λέξη fuck ενώ ταυτόχρονα χτυπούσε το κεφάλι του αυτιστικά πίσω, στο ύψος ακριβώς που άρχιζε ο καθρέφτης του ασανσέρ...
     Ο καθρέφτης. Τόση ώρα στο ασανσέρ και δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά στον εαυτό του. Σηκώθηκε αργά και τον αντίκρισε. Γένια πέντε ημερών, ένα δάσος από τρίχες που άσπριζαν κοντά στους κροτάφους. Κουρασμένο βλέμμα. Σκιές στο πρόσωπο. Δύο μεγάλες ρυτίδες και οι δύο στο μέτωπο.   
     "Αίμα και χιόνι. Αίμα και χιόνι και λάσπη".
     ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!

     - Μα έπρεπε να χτυπήσετε το κουδούνι κινδύνου.
     - Το χτύπησα κυρία Μ. Πολλές φορές.
     - Τι να πω, πρέπει να το αλλάξουμε το ασανσέρ. Είναι παλιό. Αλλά τώρα με την κρίση, αντιλαμβάνεστε, που να βρεθούν χρήματα για ένα τέτοιο έξοδο.
     - Ναι, έχετε δίκιο.
     - Τέλος πάντων. Τέλος καλό, όλα καλά. Ευτυχώς που σας άκουσε το εγγόνι μου. Ξέρετε, βλέπω ένα σίριαλ στην τηλεόραση. Είναι τόσο συγκινητικό! Έχει τόση αγωνία, δε μπορείτε να φανταστείτε. Το βλέπετε; Τούρκικο είναι αλλά δε βαριέστε. Τι σημασία έχει; Μην ακούτε που λένε για τα τούρκικα. Τους μοιάζουμε πολύ. Να, αυτή η κοπέλα, η ηρωίδα στο σίριαλ, μου θυμίζει μια ξαδέρφη μου. Τι πέρασε και αυτή στη ζωή της! Ο πατέρας της την έδερνε, ο θείος μου στρατιωτικός, αυστηρός, άλλα χρόνια εκείνα δε μπορείτε να φανταστείτε. Καλέ ελάτε μέσα, να σας προσφέρω ένα τσάι, μην τα λέμε στο διάδρομο.
     - Ευχαριστώ αλλά έχω δουλειά. Πρέπει να πάω και τα ψώνια στο σπίτι. Θα χαλάσουν.
     - Ω... μα ναι! Μα κι εσείς... Ένα κινητό δεν έχετε; Μπορούσατε να τηλεφωνήσετε. Έχετε το τηλέφωνό μου;
     - Δυστυχώς το κινητό μου έχει χαλάσει και δεν βρήκα το χρόνο...
     - Α, εγώ το έχω πάντα μαζί μου! Μου το έκανε δώρο η κόρη μου. Είναι παντρεμένη στη Φιλοθέη. Πήρε γιατρό. Είναι και αυτή γιατρός αλλά δεν ασκεί το επάγγελμα. Ο Θόδωρος της είπε πως θέλει να μεγαλώσει τα παιδιά τους. Να μείνει στο σπίτι. Έτσι πρέπει!
     -Ένα εγγόνι έχετε;
     - Μα ναι, έρχεται και μου τον αφήνει κάθε μέρα. Έχει τόσες δουλειές στο σπίτι. Καταλαβαίνετε. Φιλοθέη!
     - Αντίο σας. Κι ευχαριστώ που ειδοποιήσατε την πυροσβεστική.
     - Γεια σας!

     Πισωγύρισε.
     - Σπάστε την αλυσίδα του μικρού, όσο είναι ακόμα νωρίς.
     Η κυρία χαμογέλασε αδιόρατα.
     - Να είστε καλά, είπε κλείνοντας βιαστικά την πόρτα. Κλείδωσε.
     Ανεβαίνοντας τα σκαλιά την άκουσε να βάζει και την αλυσίδα. 
 
     
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...