Κόκαλα στην καταιγίδα

     Τα κόκαλα τ' αντίκρισε πρώτη η παπαδιά στον πηγαιμό για την εκκλησία. Είχε μόλις χαράξει - η πρώτη μέρα δίχως βροχή έπειτα από αιώνες νεροποντής - κι άσπριζαν ανάμεσα στις λάσπες και τα χώματα, που τα νερά είχαν κατεβάσει απ' το λόφο. Της κόπηκε η ανάσα κι έκανε το σταυρό της. Έφτυσε στον κόρφο της και επικαλέστηκε τον άγιο που την προστάτευε από μικρούλα. Πισωπάτησε κι έκανε να γυρίσει πίσω τρέχοντας, στάθηκε όμως πιο πέρα και τα κοίταξε καλύτερα. Το βλέμμα της έπεφτε πάνω τους με φόβο, ανάμεικτο με απορία. Κοίταξε ένα γύρω, ησυχία. Ένας παγωμένος άνεμος ξύριζε αυτιά και μύτες, η θάλασσα στο βάθος βούιζε ακόμα, τα σύννεφα μαζεύονταν ξανά στο πέρα του ορίζοντα. Στάθηκε ακόμα λίγο και τελικά έτρεξε πίσω στο χωριό.
     Σε μια ώρα βρέθηκαν στο μονοπάτι των μακάβριων ευρημάτων ο παπάς, ο λιμενοφύλακας, ο νεκροθάφτης - κανονικός νεκροθάφτης δεν ήταν, απλώς φρόντιζε να σκάβει τάφους και να φροντίζει το κοιμητήριο -, ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας, δυο - τρεις ξέμπαρκοι απ' τον καφενέ της πλατείας και η παπαδιά. Τα κόκαλα βρίσκονταν ακόμα εκεί και λαμπύριζαν στο φως ενός δειλού ήλιου ο οποίος σύντομα θα έχανε τη μάχη με τα σύννεφα που πλησίαζαν γοργά.
     Έκαναν το σταυρό τους. Έφτυσαν τους κόρφους τους. Μια συμφωνία κοινής αντιμετώπισης του παράξενου. Ο παπάς πρώτος και καλύτερος. Αμέσως μετά, έκλεισε τα μάτια με βιβλικό στοχασμό και άρχισε να ψιθυρίζει λόγια που οι άλλοι δεν άκουσαν. Σώπασαν μόνο μπροστά στον εκπρόσωπο του Θεού, σταύρωσαν τα χέρια και έσκυψαν το κεφάλι, όχι γιατί το ένοιωθαν αλλά γιατί έτσι ήξεραν από παιδιά πως έπρεπε να κάνουν. Όλοι εκτός του λιμενοφύλακα. Αυτός, αγνόησε το μικρό τελετουργικό και προχώρησε στο μονοπάτι, έφτασε στα κόκαλα και άρχισε να τα παρατηρεί από κοντά. Στο πλευρό του σίμωσε κι ο νεκροθάφτης.
- Τι λες κυρ Σπύρο;
- Ο διάολος να με πάρει. Θέε μου σχώρα με. Είναι παλιά αυτά κυρ Τίμο.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή άνθρωπέ μου; Είναι χρονώνε τούτα τα κόκαλα.
- Αυτό το κατάλαβα. Κάτι άλλο έχεις να μου πεις;
- Άγια μου Ανάσταση! Που βρέθηκαν τούτα δω μου λες; Και είναι και πολλά. Κοίτα! Κι άλλα εκεί στα χορτάρια. Και πιο πάνου. Και κει, δίπλα στην πεύκα, κόκαλο δεν είναι, σφηνωμένο στον κορμό;
- Κόκαλο είναι...
- Ο Θεός να μας φυλάει! Τι είναι τούτα κυρ Τίμο μου; Που βρέθηκαν τούτα τα κόκαλα εδώ; Στο δρόμο για τον Άι Νικόλα! Άγιε μου φύλα μας!
- Πρέπει να ειδοποίησω την Αθήνα.
- Τι λες κυρ Τίμο;
- Έτσι είναι κυρ Σπύρο. Να στείλουν ειδικούς. Να διαβάσουν τα κόκαλα.
- Μαγγανείες!!
Η φωνή του παπά ξύριζε σαν τον άνεμο.

     Η ξυλόσομπα στον καφενέ έκαιγε πεύκο. Μια γλυκιά θαλπωρή τύλιγε τα μικρά τραπέζια με τις ξυλοψάθινες καρέκλες, το τσίπουρο έβραζε στο καμινέτο, η μυρωδιά της κανέλας αφροδιασιακή, το βραστό τ' απόσταγμα το ήπιε και το ευχαριστήθηκε ο κυρ Σπύρος.
- Και σαν τι έγινε; αναρωτήθηκε ο Μπέλμπας, ο καφετζής.
- Τίποτα. Ακόμα σα να τους ακούω να τσακώνονται.    
- Γιατί μωρέ;
- Ο λιμενοφύλακας είπε να καλέσει ειδικούς απ' την Αθήνα. Να δούνε τι είναι. Μπορεί και να' ναι αρχαία, δε ξέρεις.
- Σιγά!
- Βάλε ένα τσίπουρο ακόμη και σώπασε. Δε ξέρεις. Έτσι πρέπει. Έτσι είναι το σωστό. Μόνο που δε θέλει ο παπά Τάσης.
- Άμα σ' ακούσει που δεν τον φωνάζεις "πάτερ Αναστάσιο", θα σ' αφορίσει καημένε!
- Ωωωω, παράτε με σου λέω. Φέρ' το τσίπουρο!
     Είναι οι δυο τους στον καφενέ. Ο Μπέλμπας φέρνει δύο τσίπουρα και κάθεται στο τραπέζι του νεκροθάφτη. Πίνουν αμίλητοι και κοιτάζουν στο λιμάνι. Άδειο. Κι από βάρκες και από κάθε λογής πλεούμενο. Το νερό γλείφει τη μικρή προβλήτα. Τη σαπίζει. Μαζί κι ο χρόνος που περνάει.
- Θα βρέξει πάλι...
- Μας σάπισε πια! Σώνει!
- Απ' τη βροχή βγήκανε τα κόκαλα. Τόσες μέρες, αναδεύτηκε το χώμα.
- Τα ξέρασε η γης λες;
- Στου Λια το σπίτι έπεσε όλος ο όχτος. Απ' το νερό! Μπήκε στο σπίτι η λάσπη! Ε, μα τόσο νερό πια!
- Τα ξέρασε η γη ε; Θέε μου βόηθα μας!
-  Φέρε ένα τσίπουρο ακόμα ρε χέστη. Τι χέστης είσαι μωρέ; Σα γυναικούλα κάνεις!
- Να μου κάνεις τη χάρη μπεκρούλιακα.
- Να σε πάρει ο διάολος να σε πάρει!
- Δεν σου δίνω άλλο. Μέθυσες!
- Διαβόλου γέννημα!
     Μια στο τραπέζι, θρύψαλα τα ποτήρια. Πιάνονται στα χέρια. Βουβή η πάλη τους, ο Μπέλμπας οπισθοχωρεί στο κουζινάκι και κρατάει άμυνες. Ο νεκροθάφτης τον σπρώχνει και είναι ζήτημα χρόνου πριν τα δουλεμένα του μπράτσα τον ρίξουν χάμω, το κάνουν να φιλήσει το τσιμένο, το παγωμένο τσιμένο, το μόνο που δε ζεσταίνει η φωτιά. Γλιστράνε, πέφτουν, παλεύουν να σηκωθούν. Όλα στα βουβά. Τα κορμιά ακούγονται μόνο. Τα κορμιά και η πεύκα που καίγεται χαρωπά. Μια ριπή ανέμου κάνει την πόρτα του καφενέ να τρίξει. Σταματάνε για δευτερόλεπτα. Η πάλη τους ξαναβρίσκει οπλισμένους. Ο Μπέλμπας κρατάει τη μασιά της σόμπας. Ο νεκροθάφτης σφίγγει στο χέρι ένα κοφτερό απομεινάρι από γυαλί.

     Η παπαδιά βρήκε τα κόκαλα. Η παπαδιά βρήκε και το λάκο. Είχε ανοίξει η γης, καμιά τριανταριά μέτρα πάνω απ' το μονοπάτι. Ένας λάκος σχετικά μικρός, βαθύς όμως, γεμάτος νερό τώρα και με άλλα κόκαλα που επέπλεαν στην επιφάνεια. Έκανε το σταυρό της ξανά.
- Παπά μου!
     Βρέθηκαν στο κατόπι της. Παπάς και λιμενοφύλακας. Οι τρεις τους είχαν απομείνει πια στο μονοπάτι. Ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας αποχώρησε διαμαρτυρόμενος για τους ρευματισμούς του. Πριν φύγει απέφυγε να πάρει μέρος. Ούτε με τον παπά, ούτε με το λιμενοφύλακα. Είπε πως θα σκεφτόταν και θα τους έλεγε την άποψή του. Κανείς δεν την είχε ζητήσει όμως.
- Είναι τάφος άραγε;
- Δεν υπάρχει νεκροταφείο εδώ.
- Ίσως από παλιά. Να είναι τάφος αρχαίος.
- Μη μας κολάζεις άνθρωπε!
- Πάτερ η Ελλάδα είναι γεμάτη από αρχαία. Ακόμα βρίσκουν οι αρχαιολόγοι. Σκάβουν και βρίσκουν.
- Δε βλέπεις τα σημάδια άνθρωπέ μου; Τούτα τα κόκαλα βγήκαν νύχτα απ΄ τη γη. Μέσα απ' την αντάρα της βροχής και τη φωτιά του κεραυνού. Τι αρχαία μου λες; Του διαβόλου κοπριά είναι! Να θαφτούν τους πρέπει. Να τα διαβάσω πρέπει. Να διώξω το κακό!
- Τι λες πάτερ; Τι λες;
- Εκείνο που είναι λέω! Παπαδιά, άιντε φώναξε το Σπύρο να' ρθει με το φτυάρι του. Τώρα θα τα θάψουμε, τώρα!
- Πάτερ τι λες;
Η μαγκούρα του παπά σφύριξε στον άνεμο και έσκασε με δύναμη στο πρόσωπο του λιμενοφύλακα. Το κρακ ήταν η μύτη που ράγισε, ένα "ουγκχ" ήταν ο πόνος που πνίγηκε. Το αίμα ξεπήδησε άηχα απ΄ το πρόσωπό του. Πριν καν συνέλθει απ' το χτύπημα, η μαγκούρα σηκώθηκε ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
Κάθε φορά έπεφτε στο κεφάλι του λιμενικού. Έπεσε κι ο άνδρας στο τέλος. Πλάι στο λάκκο.

     "Σήκωσε αέρα ξανά. Θα βρέξει". Ο Λιας αναζήτησε με ανημπόρια το χαμένο ήλιο στον ουρανό . Τα πόδια του ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο, οι γαλότσες δεν τον προστάτευαν πια. Ώρες τώρα στο κουζινάκι του να βγάζει νερά και λάσπη που έφερε ο όχτος που έπεσε πλάι στο σπίτι του. Αναστέναξε. Συνειδητοποίησε το μάταιο της προσπάθειάς του. Ήταν ζήτημα χρόνου να πιάσει η βροχή πάλι και να πλημμυρίζει ξανά το κουζινάκι του, ίσως και τα άλλα δυο δωμάτια του μικρού σπιτιού. Δε θα κοιμόταν απόψε.
     Άκουσε στριγκλιές που τις έφερε ο αέρας. Βγήκε στο μετώπι του σπιτού του και αντίκρισε κάτω την πλατεία. Ερημιά. Δεκαεφτά ψυχές στο χωριό, όλες μανταλωμένες στ' απάγκιο τους. Ποιος να βγει έξω τώρα που ξαναπιάνει η βροχή; Οι πρώτες ψιχάλες έσκαγαν ήδη στο πρόσωπό του. Έγλειψε εκείνες που στάθηκαν στα χείλη του για λίγο και μ' ένα παραπονεμένο βλέμμα κοίταξε ξανά τον ουρανό. Είχε το μπλαβισμένο χρώμα της πληγής και στη μέση μια μικρή μόνο μύτη από φως που πάλευε να ξεχωρίσει. Ένα κενό στα σύννεφα. Ή σάμπως και ήταν το κακάδι της πληγής εκείνο;
     Η παπαδιά έφτασε δίπλα του ξεμαλλιασμένη και με την αγριάδα της φρίκης να πάλλεται στο βλέμμα της. Του κόπηκε η ανάσα σα την είδε. Προς στιγμήν...
- Αγγελική; Αγγελική;; Τι έγινε; Αγγελική; Μίλα μου!
     Τρέχει και την πιάνει πριν σωριαστεί στη λάσπη. Δεν είναι άνθρωπος τούτο που κρατάει στην αγκαλιά του, ένα ψάρι είναι, ένα βρεγμένο ψάρι έξω απ' το νερό του. Σπασμοί την κυριεύουν, τα μάτια της έχουν θολώσει απ' τα δάκρυα και απ' τη φρίκη, τα σάλια της τρέχουν κι ανακατεύονται με τις σταγόνες της βροχής που πέφτει κανονικά πια.
- Τον σκότωσα Λια!
- Τι;
- Τον σκότωσα αγάπη μου! Βρήκα το κουράγιο!
- Τι λες Αγγελική;
- Τον έσπρωξα στο λάκκο Λια! Τον έσπρωξα και τον έριξα μέσα. Και πήγε να βγει και δεν τον άφησα Λια!
- Ποιον Αγγελική; Ποιον;; Τι λες;;;
- Τον παπά μου Λια! Τα ήξερε όλα για μας! Του τα είχε πει ο Σπύρος. Μας είχε δει στην εκκλησία τις προάλλες!
- Τι λες Αγγελική; Τι έκανες;;;
- Είμαι ελεύθερη Λια μου. Ελεύθερη και δική σου!
- Ποιον λάκκο; Πότε; Πως;
Σταματάει και τον κοιτάζει λες και τον αντικρίζει για πρώτη φορά στη ζωή της.
- Χάλασε το λιμενοφύλακα! Τον σκότωσε!
- Αγγελική!! Τι μου λες;;;;;
- Χαμένοι πάμε όλοι. Τα κόκαλα, τα κόκαλα, Παναγία μου βόηθα μας!
Η πληγή τ' ουρανού έσπασε εκείνη την ώρα. Κι ένας κεραυνός σαν πύον άρρωστο και βρώμικο, ξεχύθηκε στο ζευγάρι της βροχής και τους καρβούνιασε ως το μεδούλι. Μια στήλη άνθρακα απέμεινε για λίγο όρθια πριν η βροχή την κομματιάσει και την κάνει ένα με τη λάσπη.

     Έβρεχε όλη τη νύχτα. Κατακλυσμός. Η θάλασσα φουσκονέριασε και το νερό μπήκε στον καφενέ του Μπέλμπα. Ξέπλυνε την πληγή από την κομμένη του καρωτίδα. Γέμισε την άδεια κόγχη του ματιού του νεκροθάφτη. Το πρωί τα νερά τραβήχτηκαν.
     Τα κόκαλα κύλησαν στη θάλασσα. Κάθε ένα από δαύτα βρήκε το δρόμο του για το φιλόξενο νερό. Και εκείνα που επέπλεαν στο λάκκο και τα υπόλοιπα απ' το μονοπάτι. Ως και το πιο δύστροπο, εκείνο που είχε καρφωθεί στο δέντρο, ξεκόλλησε κι ακολούθησε τ' αδέλφια του. Χάθηκαν στη θάλασσα.
   
     Η θεομηνία άφησε πίσω της έξι νεκρούς. Έτσι είπαν στις ειδήσεις.
     
   
  
 

Σχόλια

  1. Γειά σου Ρεϊμόντ!
    όταν το πρωτοδιάβασα σκέφτηκα πως είναι μια εξαιρετικά καλογραμμένη και καθόλου εύκολη Αλληγορία.
    σε πολλές περιπτώσεις τα πολύ καλά κείμενα δεν έχουν σχόλια.. έτσι το δικαιολόγησα τότε και έτσι το επιβεβαιώνω σήμερα, ύστερα από λίγες μέρες..
    Συγχαρητήρια για το κείμενο αυτό!
    εύχομαι να συνεχίζεις έτσι
    και ακόμα καλύτερα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Mε καθήλωσες... για μια ακόμη φορά..........

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. * Δεν είχα σκεφτεί να συνδέσω έτσι τα σχόλια flash. :) Σ' ευχαριστώ!

    ** Λιακάδα, χαίρομαι που σου άρεσε :).

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...