Οι Κυνηγοί

     Με το τελευταίο σκοτάδι ανέβηκαν οι κυνηγοί στο δάσος, πίσω απ' το λόφο κι ετοιμάστηκαν να πιάσουνε τα πόστα. Άφησαν το τρίλιτρο θηρίο σ' ένα ξέφωτο, φορτώθηκαν τον εξοπλισμό - οι καραμπίνες πάντα στον ώμο, τα σακίδια στην πλάτη - άφησαν ελεύθερα τα σκυλιά να μυρίσουν το γρασίδι, να πάνε εδώ και παραπέρα, να κατουρήσουν, να μασήσουν χορτάρι, να ξεμουδιάσουν ελεύθερα. Μ' ένα σφύριγμα μετά θα τα' φερναν κοντά τους.
     Ο αέρας μύριζε χορτάρι και πεύκο. Η υγρασία μούσκευε τις αρβύλες τους και την ένοιωθαν ως τα γόνατά τους. Ο Σωκράτης βόγγηξε. Τον δάγκωνε στη μέση του και σ' όλα "τα κόμπια του" όπως έλεγε ασθμαίνοντας. Χάθηκαν ανάμεσα στις σκοτεινές σκιές των δένδρων. 
     Οι ήχοι της νύχτας οπισθοχωρούσαν μπροστά στη μέρα που' ρχοταν σιωπηλά. Το πάτημα στις πευκοβελόνες ακουγόταν μόνο, οι ατμοί απ' τις ανάσες τους διακρίνονταν στο λειψό σκοτάδι και ο ήχος που βγάζουν τα σκυλιά σαν τους κρέμεται η γλώσσα απ' την αγωνία και τη χαρά της ανακάλυψης.
     - Εδώ, είπε ο Αργύρης. Εγώ κι ο Θωμάς θα μείνουμε εδώ.
     Το εδώ ήταν ένα πλάτωμα στην πλαγιά του λόφου που είχε θέα προς την κοιλάδα. Κοντοστάθηκε κοιτάζοντας βόρεια, προσπαθώντας να διακρίνει τα κοπάδια απ' τις τσίχλες, τα τριγόνια και τις μπεκάτσες να έρχονται κατά χιλιάδες προς την κάνη του όπλου του.
     - Πάλι εσείς θα πιάσετε το πέρασμα; Εσείς μείνατε και την προηγούμενη φορά, παραπονέθηκε ο Στάθης που το όπλο του τον τράβαγε πίσω. Το ύψος του δεν τον βοηθούσε.
     - Και στη Στέρνα καλά είναι, αντιγύρισε ο Αργύρης χωρίς να τον κοιτάζει. Βιαστείτε, χαράζει!
     - Κι αφού είναι καλά γιατί δεν πάτε εσείς αυτή τη φορά και να μείνουμε εμείς εδώ; Τα λόγια τα ξεστόμισε βιαστικά και ήδη αναζητούσε συμπαράσταση απ' τον Σωκράτη, κοιτάζοντάς τον. Εκείνος πάλι έσκυψε κι έπιασε τα γόνατά του που τον πονούσαν.
      - Δεν θα φάμε όλη τη μέρα να το συζητάμε Στάθη. Τραβάτε, μούγκρισε ο Αργύρης βγάζοντας απ' την τσέπη του πουκάμισού του ένα πακέτο άφιλτρα τσιγάρα κι ανάβοντας ένα. Ο μυρωδάτος καπνός ανακατεύτηκε με το ρετσίνι.
     Χώρισαν δίχως άλλη κουβέντα.

     Στο χωριό τούς ήξεραν για αχώριστους. Μαζί στη δηλωτή, μαζί και στην πρέφα όταν πέφτανε λεφτά στο τραπέζι. Τελευταίοι έκλειναν τον καφενέ αφήνοντας τις καρέκλες ανάποδα στο τραπέζι, να μην τις αγγίξει άλλος την επόμενη μέρα σαν θα ξαναβρίσκονταν για το πρώτο τσίπουρο πριν βγουν στα χειμαδιά, στα αμπέλια ή στα λιοστάσια, ανάλογα με τη δουλειά που είχε ο καθένας τους. Ο Αργύρης κι ο Σωκράτης ήταν ξαδέλφια, δυο αδερφάδων παιδιά. Ο Θωμάς είχε παντρευτεί την αδελφή του Στάθη. Ο Στάθης είχε κάνει για ένα φεγγάρι στο ψυχιατρείο στην πόλη, στο γειτονικό νομό. Δεν το συζητούσανε ποτέ. Πίνανε σ' αυτό όμως κάθε φορά που κάνανε κέφι. "Στους τρελούς και σ' εκείνους που δεν τρελάθηκαν ακόμα".
     Ο Θωμάς έβγαλε ένα θερμός απ' το σάκο του, δυο πλαστικά κύπελλα και μοίρασε τον αχνιστό καφέ. Άναψε κι εκείνος τσιγάρο ρουφώντας μικρές γουλιές. Ο Αργύρης τον ακολούθησε. Κοίταζαν σιωπηλά τον ουρανό, από εκεί που θα' ρχονταν τα πουλιά.

     - Έλα μωρέ, αφού τον ξέρεις.
     Κόπηκε η ανάσα του Σωκράτη, ξεκρέμασε τ΄ όπλο, το' κανε ραβδί και στηρίχτηκε πάνω του.
     - Και τι πάει να πει αυτό; Κι επειδή τον ξέρω, τι έγινε δηλαδή; Δεν πρέπει να μιλάμε; Για στάσου ρε Σωκράτη. Θα μας πηδήξει δηλαδή στο τέλος ο Αργύρης, πως το βλέπεις;
     Τρεις πιθαμές σάρκα ήτανε ο Στάθης μα τώρα έμοιαζε να' χει ψηλώσει μονομιάς. Ο θυμός που βγήκε ξαφνικά σαν καλοκαιρινή μπόρα, κοκκίνησε τα μάγουλά του, αγρίεψε το μούτρο του και σαν να γυάλισε λίγο περίεργα το μάτι του. Αυτά παρατήρησε ο Σωκράτης αν και δεν ήταν σίγουρος για το τελευταίο στο λιγοστό φως του πρωϊνού.
     - Μη θυμώνεις μωρέ. Απλώς είπα πως έτσι είναι ο Αργύρης. Τον ξέρεις δα, σχολίασε ήρεμα.
     Στριφογύρισε επιτόπου ο Στάθης κοιτάζοντας τις κορφές των δέντρων. Ξεκρέμασε τ' όπλο του κι εκείνος και τ' άφησε κατάχαμα. Ύψωσε τα χέρια σε μια στάση προσευχής και τελικά είπε:
     - Κι επειδή τον ξέρω; Τι αλλάζει; Τον άκουσες; Όχι πες μου, τον άκουσες; "Δεν θα φάμε όλη τη μέρα να το συζητάμε Στάθη. Τραβάτε". Διαταγή ήταν Σωκράτη, διαταγή! Κι εγώ τις διαταγές δεν τις σηκώνω. Εμένα που με βλέπεις....
     Ένα απ' τα σκυλιά έχασε το ενδιαφέρον του για το δάσος και ήρθε να τον μυρίσει. Τον πλησίασε κι έβαλε τη μουσούδα του στην αρβύλα του κουνώντας την ουρά.
     Το κλώτσησε με δύναμη και το άκουσε να ουρλιάζει και να χάνεται στα χαμόκλαδα.
     Ξεφύσηξε ο Σωκράτης.
     - ' Ντάξει ρε Σωκράτη. Αίμα σου είναι, το καταλαβαίνω να μην λες κουβέντα. Αλλά μη με περνάς για χαζό. Κανένας σας να μην με περνάει για χαζό.

     - Το χάνει πάλι. Εμένα ν' ακούς.
     - Τι θες να πεις ρε Θωμά;
     - Αυτό που λέω και τίποτα παραπάνω. Το χάνει. Γυρίζει το μάτι του. Τον έχω δει. Μπέσα.
     - Και πως το χάνει δηλαδή; Τι πάει να πει το χάνει;
     - Είναι η αρρώστια. Ξαναγυρίζει.
     Το τελευταίο το ξεστόμισε με ύφος περισπούδαστο, εκείνο του ανθρώπου που έχει δει πολλά στη ζωή του και ξέρει να διακρίνει ποια περίπτωση σώζεται και ποια όχι. Έσβησε το τσιγάρο με το πάτημα της αρβύλας και ρούφηξε μια γουλιά καφέ. 
     Για μια στιγμή δεν μίλησε ο Αργύρης. Σκεφτόταν την αρρώστια για την οποία δε γνώριζε τίποτα. Ένας αδιόρατος φόβος του' σφιξε το στέρνο, μια μικρή γροθιά, ο κίνδυνος για κάτι μολυσματικό του καρφώθηκε στο νου.
     - Είναι σοβαρό; ρώτησε στο τέλος.
     Αναστέναξε ο Θωμάς.
     - Δεν ξέρω. Πρέπει να το ξαναδούμε με τους γιατρούς. Κι εγώ ξέρεις τι σταυρό κουβαλάω ρε; Αν είναι κληρονομικό; Αν το πάθει και η Αφροδίτη; Τι θα κάνω τότε; Μου λες;
     Ο Αργύρης έβγαλε τσιγάρο απ' το πακέτο και τον κέρασε. Δεν είχε τι να πει.
 
     Το πρώτο φως του ήλιου ζωγράφιζε το γαλάζιο του ουρανού. Το σκυλί δεν πλησίαζε. Είχε ξαπλώσει και τους παρακολουθούσε να πίνουν νερό από τη βρύση της Στέρνας. Που και που άφηνε ένα λυγμό για το άδικο του χτυπήματος. Κούνησε λίγο την ουρά μα δεν έλεγε να συρθεί στο πλάι τους.
     Κάθισαν σε κάτι πέτρες. Ο Σωκράτης έβγαλε απ' το σάκο του ένα πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Μύρισε το τυρί. Είχε και ψωμί. Το πρότεινε στον Στάθη μα εκείνος δεν έδωσε σημασία. Άρχισε να μασουλάει σιωπηλά.
     - Είναι και η άλλη η σουπιά που τον αβαντάρει, είπε τελικά.
     Ο Σωκράτης ήξερε για ποιον έλεγε μα δεν ήθελε να δώσει συνέχεια και δε μίλησε.
     - Ποτέ δεν παίρνει το μέρος μου ρε. Συγγενείς είμαστε ρε γαμώτο. Την αδερφή μου παντρεύτηκε ο ξεφτίλας!
     Ο σύντροφός του μασούλησε με θόρυβο, κόβοντας το ψωμί σε μεγάλες μπουκιές.
     - Και συ ρε. Δεν με υποστηρίζεις.
     Το μασούλημα σταμάτησε. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, κατάπιε την τελευταία μπουκιά και σηκώθηκε αργά να πάει ως τη βρύση να πλύνει το στόμα του με καθαρό νερό.
     - Έχω άδικο ρε Σωκράτη; Όχι, πες, έχω;
     Ο Στάθης δεν ήθελε να χάσει και τον μοναδικό, έστω και ουδέτερο, σύμμαχό του. Ο Σωκράτης δεν τον υποστήριζε ανοιχτά, ήξερε όμως πως τον σεβόταν και τον καταλάβαινε. Το είχε ανάγκη να τον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.

     Ο Στάθης έμεινε στο νοσοκομείο για έξι μήνες. Τον βούτηξαν ένα βράδυ και τον πήγαν στο νοσοκομείο σαν άρχισε ν' αφρίζει την ώρα που κάθονταν στον καφενέ κι έπιναν μπύρες ενώ στην τηλεόραση ο Θρύλος παρέπαιε στην Ευρώπη. Στεναχωρήθηκε ο Στάθης που ήταν φανατικός, έπινε τη μία μπύρα μετά την άλλη και βλαστημούσε. Μεθυσμένο δεν τον έλεγες όμως. Η θλίψη του εξανέμιζε τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, το βλέμμα του ήταν καθαρό, οι φλέβες πετάγονταν στο λαιμό από την ένταση του παιχνιδιού. Κι έτσι ξαφνικά, έγειρε στην καρέκλα και άρχισε να βγάζει αφρούς.
     Στο νοσοκομείο τού έκαναν εξετάσεις, τον κράτησαν για δυο - τρεις μέρες, κατέβηκε η αδελφή του για συμπαράσταση. Τ' αποτελέσματα δεν έδειξαν κάτι το παθολογικό. Έτσι είπαν οι γιατροί και τον παρέπεμψαν σε νευρολόγο. Κάπου εκεί ήταν που ο Στάθης έχασε τη μπάλα. Ο χρόνος άρχισε να τραβιέται πίσω, τον έπιασε απ' τα μαλλιά και τον έριξε στον σκουπιδοντενεκέ με τις χειρότερες αναμνήσεις, τις άσχημες εμπειρίες της ζωής του, εμπειρίες πολλές, απ' το σχολείο, το στρατό, εμπειρίες απ' τις γυναίκες που τον κορόϊδευαν για το ύψος του. "Κοντοψώλη" τον είχε φωνάξει μια γκόμενα που ξεμονάχιασε μεθυσμένη ένα βράδυ σ' ένα πανηγύρι. Την πέταξε έξω απ' το αγροτικό ουρλιάζοντας, πήγε να την πατήσει, το μετάνιωσε, λύθηκε σε αναφιλητά. Κι από κοντά ήταν κι ο Αργύρης, κι ο Θωμάς, ώρες, ώρες κι ο Σωκράτης. Έβλεπε πως τον κοίταζαν, όχι τώρα που είχε βγει απ' το νοσοκομείο, από παλιά ακόμα. Ήταν το βάρος στη συντροφιά που το σέρνανε στα καφενεία και στο γήπεδο όταν έπαιζε ο Κεραυνός - η ομάδα του χωριού -, το αναγκαίο κακό που δεν είχε λύτρωση, εκείνο που θα έμενε πάντα έτσι, μισοριξιά, υπόλειμα, κάτι δεμένο πίσω από κάτι άλλο, μεγαλύτερο.
     Πάλεψε πολύ εκείνες τις μέρες ο Στάθης. Καθισμένος σ' ένα απ' τα παγκάκια του κήπου, με τις νοσοκόμες να πηγαίνουν και να έρχονται, με αλαφιασμένους ενοίκους που έσκιζαν τις πυτζάμες τους ή κυλιόνταν στα χώματα σαν μικρά παιδιά, με φωνές όλη μέρα και όλη νύχτα να ταράζουν τον ήδη σαλεμένο κόσμο του και τα φάρμακα να έρχονται οκάδες παρέα μ' ένα πλαστικό κύπελο που το γέμιζε μόνος από τον νιπτήρα του δωματίου ξανά και ξανά.
     Δεν πήγαν να τον δουν. Απολογήθηκαν πως έφτασαν ως την εξώπορτα του ιδρύματος μα τα πόδια τους δεν βάσταξαν, δεν είχαν το κουράγιο να μπουν μέσα. Έτσι είπαν. Περίμεναν απ' έξω, κάπνιζαν, μια φορά ήπιαν και τσίπουρα που είχε ο Αργύρης στο αγροτικό, σηκώνοντας τα ποτήρια στην πλευρά των τοίχων που μέσα τους υπέφερε ο Στάθης. Σαν απόσωσαν το πιοτό, έσπασαν τα μικρά ποτήρια στο δρόμο, "να φύγει το κακό, να λυτρωθεί ο φίλος. Και να έγινε το καλό, είσαι μαζί μας πάλι Στάθη".
     Κούνησε το κεφάλι δίχως να μιλήσει. Ήταν οι πρώτες μέρες που είχε βγει απ' το ίδρυμα και τους είχε ανάγκη καθώς το χωριό δεν αποδεχόταν τους τρελούς. Ήξερε από ρετσίνια ο Στάθης, μια ζωή τα δούλευε. 

     - Μη νομίζεις πως επειδή δε μιλάω, δε βλέπω κιόλας.
     Ο Σωκράτης είχε γυρίσει απ' τη βρύση, κάθισε στην πέτρα βογγώντας ξανά κι έβαλε το όπλο του ανάμεσα στα πόδια του.
     - Δεν μιλάς Σωκράτη. Αυτό μετράει. Και ούτε ήρθες να με δεις.
     - Αφού στο' παμε πως...
     - Δεν ήρθατε Σωκράτη. Ποτέ σας δεν ήρθατε. Μπορεί να το σκεφτήκατε, δε λέω, αλλά τη δημοσιά δεν την πήρατε ποτέ. Αλλού πήγατε, το ξέρω πως πήγατε, σε μένα δεν ήρθατε.
     Ακούστηκε σαν καταδίκη, σαν απόφαση δικαστηρίου που εκφωνείται απλά, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, σαν κάτι τετελεσμένο που δεν αλλάζει ό,τι κι αν γίνει. Ως και το δάσος είχε βουβαθεί ακούγοντας τα λόγια, στήνοντας αυτί, κουφάλες δέντρων που πάνω τους περπατούσαν ζωύφια κι έχασκαν σαν στόματα που πέτρωσαν σε μια στιγμή του χρόνου από μια πανάρχια έκπληξη ή απορία.
     - Ο Αργύρης φταίει. Τι να στα λέω τώρα. Εκείνος μάς σταμάτησε.
     - Α, ρε Σωκράτη. Στο' πα και πριν. Μην με περνάς για χαζό.
     - Τι; Δεν με πιστεύεις; Στηρίχτηκε στην καραμπίνα και σηκώθηκε ασθμαίνοντας. Στην τιμή μου ρε Στάθη, αλήθεια! Ξαδελφός μου είναι αλλά το άδικο δεν το θέλω.
     - Ποιο άδικο μωρέ; Και τι είσαι συ που σου λέει ο Αργύρης τι να κάνεις; Και τι είναι ο Θωμάς; Γίδια στο μαντρί του είσαστε; Πες μου να το ξέρω.
     - Ούτε ο Θωμάς ήθελε Στάθη. Για την ακρίβεια, εκείνος πρωτοείπε να μην έρθουμε.
     Ήταν η σειρά του να σηκωθεί, να κάνει ένα γύρο ως τη Στέρνα, να σκύψει και να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του, ν΄αφουγκραστεί το δάσος που παρέμενε σιωπηλό. Ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό.
     - Καλά τον είπα σουπιά πριν, είπε μόνο. Έσκυψε ξανά, γέμισε τις χούφτες του με νερό κι έβρεξε τα μαλλιά του. Έτριψε το πρόσωπό του με μανία λες κι ήθελε να ξεδερμίσει τη σάρκα του· κι άλλο νερό, χούφτες γεμάτες που έτρεξαν στο χακί πουκάμισο και το μούσκεψαν με πιτσιλιές, άλλες μικρές κι άλλες μεγαλύτερες, σκούρες πιτσιλιές που δεν μπορούσες να διακρίνεις πια αν ήταν από νερό ή αν είχαν ανοίξει πληγές στο κορμί του κι ανάβλυζαν αίμα. Ούρλιαξε ο Στάθης καθώς στεκόταν όρθιος πάνω στη Στέρνα, μούσκεμα απ' την κορφή ως τη μέση, και το δάσος ανέπνευσε ξανά· πουλιά πέταξαν ψηλά, σκίουροι χοροπήδησαν στα κλαδιά, μια αλεπού βγήκε απ' τη φωλιά της και μύρισε τον αέρα. Το ουρλιαχτό έγινε αντίλαλος κι έφτασε ως το πέρασμα. 

     Ο Θωμάς γυάλιζε την Μπερέτα του κι ο Αργύρης κάπνιζε - ως συνήθως - την ώρα που το ωστικό κύμα τ' ουρλιαχτού τούς διαπέρασε, σηκώνοντες τις τρίχες του κορμιού τους κι αμέσως μετά χάθηκε στην άλλη πλευρά του λόφου. Κοιτάχτηκαν με απορία που στη στιγμή έγινε γνώση που εξελίχθηκε σε φόβο, ο φόβος της γνώσης για την προέλευση της κραυγής απ' την άλλη άκρη του δάσους. Ζαλώθηκαν στη στιγμή τον εξοπλισμό τους και κίνησαν για τη Στέρνα. 
     Ο Σωκράτης τούς βρήκε στο μονοπάτι. Έτρεχε να τους βρει. Σταμάτησαν και τον άφησαν να πάρει ανάσες, να εξηγήσει. Ο Στάθης είχε εξαφανιστεί. Πήρε όπλο και σακίδιο και τρέχοντας είχε χαθεί στους θάμνους και στα δέντρα. Μάταια ο Σωκράτης προσπάθησε να τον καλμάρει, μάταια του φώναξε ξανά και ξανά - η φωνή δεν έβγαινε όπως παλιά - τα πόδια του πονούσαν και του έκοβαν τη φωνή στη μέση. Και νάτος τώρα αδύναμος ξανά, να βάζει τα χέρια στα γόνατά του και να σκύβει μπας και καταφέρει να συνέλθει. 
     - Έτσι ξαφνικά; Τι του πες; Τι σου' πε; ζήτησε να μάθει ο Θωμάς.
     - Δεν κρατάς το στόμα σου κλειστό ζαγάρι, έτσι δεν είναι; μάντεψε ο Αργύρης. 
     Ο Σωκράτης άρχισε να βήχει, έβγαζε έναν ήχο αρρωστημένο λες και τα πνευμόνια του κατέρρεαν κομμάτι, κομμάτι και σε λίγο θα' κυλούσαν απ' το στόμα του στη νοτισμένη γη.    
     Τον παράτησαν στα γόνατα και συνέχισαν το δρόμο τους περπατώντας γοργά, είχαν ιδρώσει τώρα· ο ήλιος έκαιγε από νωρίς και η δροσιά που τους πρόσφεραν οι ίσκιοι των δέντρων ήταν μονάχα στιγμιαία, καθώς οι δρασκελιές τους όργωναν το μονοπάτι μέσα από σχίνα και βάτα που μπλέκονταν στα ρούχα τους και πάσχιζαν να τους καθυστερήσουν. Τα σκυλιά στο πλευρό τους χώθηκαν με τη σειρά τους στα ψηλά, κιτρινοπράσινα χορτάρια με τις μύτες στο χώμα, παίρνοντας και αυτά μέρος σε τούτο το παράξενο κυνήγι. Δεν είχαν ξανακυνηγήσει άνθρωπο ποτέ τους, δεν γνώριζαν καν τι κυνηγούσαν. 
     Το περπάτημα έγινε τρέξιμο για τον Αργύρη και το Θωμά, αγώνας διαρκείας με άγνωστο τρόπαιο. Ήταν μια πρωτόγνωρη ανάγκη αυτή που έβαζε φωτιά στα πόδια τους να βρουν τον φίλο τους, τον Στάθη, να βρουν τον τρελό του χωριού· τούτη την ώρα δεν είχε σημασία ποιος ήταν, ποιος έψαχναν ακριβώς, τούς ένοιαζε μόνο να τον βρουν και το προσπαθούσαν με λύσσα κάθε λεπτό που περνούσε. Ήταν ένας αναίτιος παροξυσμός αυτός που οδηγούσε τα βήματά τους για κάτι ουσιαστικά μικρό που στο μυαλό τους φάνταζε μεγάλο ή μήπως ήταν η ενοχή της συνείδησης για εκείνο το πλάσμα που χρόνια τώρα έσερναν πίσω τους από φιλευσπλαχνία - θα μπορούσαν να εξομοληθούν οι ίδιοι αν τους ρωτούσε κάποιος - αλλά κανείς δεν ήξερε πραγματικά πως είχαν τα πράγματα. Το καλαμπόκι όμορφο και λαμπερό μοιάζει σαν το κόψεις, μα σαν το ξεφλουδίσεις μπορεί να σε αποπάρει η σαπίλα του. 
     Συνέχισαν να τρέχουν. Τα σκυλιά βρήκαν κάποιο ενδιαφέρον σ' ένα λόγγο, σύρθηκαν με τις κοιλιές κάτω απ' τα αγκάθια και τα κατάπιε το σκοτάδι του. Δεν έδωσαν σημασία. Πήραν τον ανήφορο με τα όπλα στα χέρια.
      Βρέθηκαν στο ξέφωτο μετά από ώρα, ξέπνοοι και μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο Θωμάς είχε αρχίσει τις βλαστήμιες καθώς έτρεχε και τώρα βρισκόταν πεσμένος στο γρασίδι με το στήθος του ν' ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστα την ώρα που στα σωθικά του έσκαγαν μπουρμπουλήθρες. Ο Αργύρης κοντοστάθηκε, στηρίχτηκε στο όπλο βαριανασαίνοντας κι ατενίζοντας το δάσος που συνέχιζε εμπρός του, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο σημάδι, μια παρουσία του θηράματος του. Θήραμα ήτανε πια ο Στάθης, ένα τρόπαιο αλλιώτικο απ' τα άλλα, μα θήραμα σωστό έτσι που είχαν ξαμολυθεί πίσω του με τα όπλα γεμάτα και τα σκυλιά ν' αλυχτάνε απ' την έξαψη. Είχανε βγει εδώ κι ώρα απ' το λόγγο που τα είχε χάψει πρόσκαιρα, με αγριόχορτα κολλημένα στο δέρμα τους, πήραν την μυρωδιά των αφεντικών τους και τ' ακολούθησαν. Αφρισμένα στόματα, ουρές που κουνιούνταν δαιμονισμένα, τα σκυλιά βίωναν το δικό τους αγώνα κι όσο δεν αναγνώριζαν το θήραμα που είχαν πάρει στο κατόπι, τόσο τρελαίνονταν κι γυρνούσαν δεξιά και αριστερά άσκοπα σαν λυσσασμένα. 
      - Που 'σαι ρε συ Στάθη; μονολόγησε ο Αργύρης χαμηλόφωνα γλείφοντας τα χείλη του που είχαν ξεραθεί απ' το τρέξιμο. Δεν το' πε με το ενδιαφέρον του ανθρώπου που νοιάζεται πραγματικά, περισσότερο έμοιαζε να' χει θυμώσει με τον "κοντοψώλη" - την ιστορία τη γνώριζε από τότε που είχε γίνει - με αυτό το θρασίμι που αντί να ευχαριστεί το Θεό που βρέθηκαν εκείνοι στο δρόμο του και τον έσωσαν απ' τον μακροχρόνιο - ίσως παντοτινό - αποκλεισμό του χωριού, έκανε τσαλίμια, σήκωνε κεφάλι, είχε μεγάλο στόμα και κυρίως, τούς είχε χαλάσει το σημερινό κυνήγι. 
     - Που είσαι ρε κωλόπαιδο; αναρωτήθηκε φωναχτά τώρα κι ανάγκασε τον Θωμά να στηριχτεί στον αγκώνα του, να σηκώσει τη μέση του και να βλαστημήσει ξανά.
     - Θα τον γαμήσω όπου τον πετύχω, συμπλήρωσε λαχανιασμένος ακόμα ο Θωμάς.  Έφτυσε το λιγοστό σάλιο που είχε στο στόμα, έβγαλε το σακίδιο απ' την πλάτη, πήρε ένα μπουκάλι από μέσα και άρχισε λαίμαργα να πίνει νερό.
     - Στα' λεγα εγώ, είπε στο τέλος σαν ξεδίψασε. Στα' λεγα πως ξανακυλάει στην αρρώστια. 
     Ο Αργύρης δεν απάντησε. 

     Τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι. Ο Σωκράτης γύρισε στο τρίλιτρο, έβαλε μπρος και βγήκε στο μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Λίγο πριν φτάσει, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και ειδοποίησε την Αφροδίτη με το κινητό. Στο καπάκι τηλεφώνησε και στον αστυνομικό σταθμό του γειτονικού χωριού γιατί ήταν σίγουρος όπως είπε στον αστυνομικό της βάρδιας "πως οι φίλοι του κινδύνευαν απ' τον τρελό που ήταν οπλισμένος".
     Τα κινητά δεν έπιαναν στο λόφο, μήτε στο δάσος και απ' τη στιγμή που οι ώρες περνούσαν, μεσημέριασε και πήγαινε απόγευμα πια, στο χωριό έφτασαν δύο τζιπ της αστυνομίας απ' την πόλη, από κοντά κι ένα πυροσβεστικό όχημα. Τι να πιάσεις και τι ν' αφήσεις όμως; Η περιφέρεια που καλούνταν να ερευνήσουν ήταν μεγάλη, κάπου 25 χλμ. μήκος όπου τ' αμάξια δεν έμπαιναν, ήταν δάσος και ακόμα πιο μέσα δάσος ξανά. Ξεκίνησαν όμως, από κοντά και καμιά δεκαριά εθελοντές που συγκεντρώθηκαν απ' το χωριό, δυο τζιπ, τρία αγροτικά κι ένα πυροσβεστικό, με φόρα για την αναζήτηση. Έπεφτε ο ήλιος σαν κύκλωσαν το δάσος από διαφορετικές μεριές κι άρχισαν την έρευνα. Οι ασύρματοι πήραν φωτιά, φωνές αντήχησαν ανάμεσα στις ρεματιές, ο Σωκράτης έμεινε στο τρίλιτρο τρώγονας τυρί και ζυμωτό ψωμί, ό,τι είχε προλάβει να πάρει απ' το σπίτι. 
     Άκαρπη πέρασε η νύχτα όπως και η επόμενη και η μετά απ' αυτήν. Ήρθε και η ΕΜΑΚ, πέταξε κι ελικόπτερο πάνω απ' το δάσος, πλήθυναν οι εθελοντές, μαζεύτηκαν και τα κανάλια, έπαιξε το θέμα για μέρες στα βραδινά δελτία ώσπου ατόνησε το ενδιαφέρον, πήραν τις κάμερες και φύγανε ένα απόγευμα. Η επικαιρότητα δεν περίμενε τους εξαφανισμένους. 

     - Μα ούτε τα σκυλιά; Να μη βρεθούνε ούτε τα σκυλιά; αναρωτιόταν ο Σωκράτης δακρυσμένος. Συνήθιζε να παίρνει το τρίλιτρο και να φτάνει ως την άκρη του δάσους και να περιμένει για ώρες. Κάποιες φορές στεκόταν άλαλος να κοιτάζει τα δέντρα, άλλοτε τσιμπούσε λίγο ψωμί και τυρί και σιγοσφύριζε. 
     Κάποιοι ορκίζονται πως ακόμα το κάνει.

    



      



      
     

 


    

    

Σχόλια

  1. τί είναι αλήθεια και τί ψέμα;
    τί ειναι λογικό και τί τρελό;
    ένα συγκλονιστικό διήγημα...
    καταρχήν με πολύ όμορφη γραφή
    και έπειτα ισορροπημένο θαυμάσια
    έτσι που κυρίως δεν ολισθαίνει
    στα αναμενόμενα...
    και ακόμα περισσότερο από αυτό...
    που κλείνει κι όμως μένει ανοιχτό...

    εγώ έχω ένα σωρό σκέψεις, ακόμα, πολύ ώρα αφού το διάβασα
    και νομίζω οτι αυτό είναι από μόνο του ένα εξαιρετικό επίτευγμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πάντα άλλα περιμένω να συμβούν ,σε άλλα καταλήγεις!
    μου έγινε συνήθεια να ψάχνω από την αρχή που ξεκινώ να διαβάζω το πιο απρόσμενο τέλος....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...