Η Ντίνα στο μπλε φόρεμα

     Ήταν όμορφη σε αυτό το μπλε φόρεμα. Ήταν ένα μπλε ελεκτρίκ, ίσως λίγο υπερβολικό για την περίσταση καθώς αντανακλούσε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου και με τύφλωνε. Οι υπόλοιποι - οι περισσότεροι τουλάχιστον - φορούσαν μαύρα γυαλιά και δεν τους ένοιαζε. Έλεγα πως ήταν όμορφη καθώς την παρατηρούσα να είναι ξαπλωμένη, ακίνητη, σε μια γαλήνια και αιώνια στάση που σύντομα θα διαλυόταν σε μόρια σκόνης εκπληρώνοντας το θαύμα του κύκλου της ζωής. Ειλικρινά εκεί την στιγμή δεν έβλεπα κάποιο θαύμα να συντελείται εμπρός μου, απλώς μια συγκεκριμένη τελετή η οποία θα τελείωνε σύντομα, μια διαδικαστική πράξη που επισφραγίζει ένα τετελεσμένο γεγονός. Για τα τετελεσμένα δεν μπορείς να κάνεις πολλά. Μόνο να τα φιλοσοφήσεις μπορείς, κατά προτίμηση ολομόναχος ώστε ν' αποφύγεις τα τετριμμένα λόγια που απορρέουν απ' το φόβο των άλλων που συμπαρίστανται στη στιγμή.
     Δεν ξέρω γιατί είχα περάσει από το νεκροταφείο εκείνο το απόγευμα. Ίσως ήταν μια βαθιά υποσυνείδητη πράξη ίσως πάλι να μην είχα κάτι καλύτερο να κάνω και απλώς τα πόδια μου με έφεραν ως εκεί, στο δρόμο για την πόλη. Περπατώ συχνά και περπατώ πολύ. Κάπως έτσι ανηφόρισα εκείνο το απόγευμα στα μονοπάτια του, προσέχοντας μη γλιστρήσω στις πευκοβελόνες που ήταν άτακτα μαζεμένες σε μικρούς σωρούς. Τα κυπαρίσσια μύριζαν θυμίαμα και κανέλα. Παρατήρησα δυο τρεις φιγούρες να στέκονται πάνω από τάφους και να μιλάνε με τους ενοίκους τους. Μία εξ αυτών - η οποία ήταν υπερβολικά μακιγιαρισμένη για την ώρα και τη ζέστη της ημέρας - φώναξε ένα "Αχ Βασίλη" κι αμέσως μετά πήρε το κατήφορο για την έξοδο σκουπίζοντας τα μάτια της. Δε νομίζω πως έκλαιγε πραγματικά. Μια υποψία θρήνου μου φάνηκε, μια στιγμή υποχρεωτικής παράστασης σε τούτο το μαρμάρινο θέατρο των νεκρών.
     Έπεσα κυριολεκτικά πάνω τους σαν έμεινα να παρατηρώ ένα εξαίσιο άγαλμα μικρού παιδιού που στόλιζε έναν τάφο. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Έκανα δυο τρεις γύρες, μπορεί και τέσσερις, για ν' αντιληφθώ το σκεπτικό του δημιουργού και στο τέλος διαπίστωσα το μέγα λάθος. Σύμφωνα με όσα ήταν γραμμένα στην ταφόπλακα το νεκρό παιδί ήταν κοριτσάκι. Το άγαλμα απεικόνιζε ένα αγοράκι. Προσπαθώντας ν' αντιληφθώ το μέγεθος της αβλεψίας έγινα ένα με το μπούγιο που λίγο πριν είχε βγει από την εκκλησία του κοιμητηρίου.
     Μια κυρία μιας κάποιας ηλικίας με πήρε αγκαζέ. Δεν αντέδρασα, δεν το θεώρησα σωστό εκείνη τη στιγμή καθώς φαινόταν ότι υπέφερε από τα πόδια της και ότι η ανάβαση στο ψηλότερο σημείο του κοιμητηρίου την κούραζε πολύ. Μάλλον έφταιγε το γεγονός πως οι άνθρωποι πάντα με εμπιστεύονταν - το οποίο δεν ήταν πάντα καλό - γι' αυτό και διακριτικά θαρραλέα μ' έπιασε απ' το μπράτσο και είπε:
     - Μπορείτε;
     Για να προσθέσει δίχως να περιμένει ν' απαντήσω:
     - Να είστε καλά, ευχαριστώ.
     Περπατούσαμε αργά συνοδεία ψιθύρων και παρατεταμένων σιωπών. Σε κάποια σημεία η κυρία κοντοστεκόταν να πάρει ανάσα, έτσι μοιραία στην πορεία μείναμε λίγο πίσω σε σχέση με τους υπόλοιπους. Κάποιες στιγμές πάλι σταματούσε και έδειχνε να μυρίζει τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο που διακρίνει τις μυρωδιές του. Τελικά μίλησε.
     - Από που τη γνωρίζατε;
     Δεν απάντησα. Δεν την ένοιαξε.
     - Καλό κορίτσι. Μάλαμα μπορώ να πω αλλά άτυχο. Πολύ άτυχο. Φταίει που ήταν και λίγο μειωμένης αντίληψης, καταλαβαίνετε τι εννοώ.
     Μου έσφιξε συνωμοτικά το μπράτσο. Δεν καταλάβαινα. Δεν πτοήθηκε.
     - Εγώ την είχα για σίδερο. Χρόνια τώρα. Τα πόδια μου βλέπετε δεν με κρατάνε πια. Και το σπίτι είναι μεγάλο. Και η καθαριότητα είναι φρικτή υπόθεση όταν έχεις μεγάλο σπίτι. Ερχόταν μια φορά την εβδομάδα, πάντα κάθε Πέμπτη στις επτά το απόγευμα και σιδέρωνε έως τις έντεκα. Της έδινα δεκαέξι ευρώ ακριβώς. Μην μου πείτε πως είναι λίγα στους καιρούς που ζούμε. Υπάρχουν ξένες που κάνουν την ίδια δουλειά για τρία, ακόμα και δύο, ναι δύο, όπως σας το λέω, δύο ευρώ την ώρα παρακαλώ. Καλύτερα, γιατί η ζωή έχει ακριβύνει πολύ. Που ακούστηκε να θες ένα εικοσάρικο σχεδόν, έξι χιλιάδες οκτακόσιες δραχμές είναι, για ένα σιδέρωμα;  
     Σταμάτησε να ξαποστάσει.
     - Είχε ανάγκες. Είχε το παιδί, το αγόρι, που το' χε πάρει ο πρώτος της, προκομμένος της, το παράτησε και μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά. Είχε και το δεύτερο το κορίτσι, την γκάστρωσε κάποιος που της είχε τάξει γάμο και την κορόιδεψε. Τι τα θέλετε; Η πρώτη ήταν ή η τελευταία; Κάποιες δεν ράβουν το στόμα τους και κάποιες δεν κλείνουν τα πόδια τους. Βεβαίως υπάρχουν και πολλές που ούτε ράβουν, ούτε κλείνουν.
     Χαμογέλασε με αυταρέσκεια.
     - Αλλά ήταν μάλαμα, πρόσθεσε ξαναπαίρνοντας το δρόμο.
      Η πομπή έστριψε σ' ένα άλλο μονοπάτι και συνέχισε το δρόμο της. Την ακολουθήσαμε αργά. Το έδαφος ήταν ίσιο τώρα, το δυσκολότερο σημείο της ανηφόρας είχε περάσει. Η κυρία περπατούσε πιο άνετα πλάι μου.
     - Μάλαμα ήταν. Το ξαναλέω. Μπορεί να έκανε λάθη στη ζωή της, πολλά ακούγονται, ξέρετε εσείς, αλλά και ποιος δεν έχει κάνει λάθη στη ζωή του; Τον είδατε τον κ. Λιβαθηνό που πάει μπροστά, μπροστά; Λένε, δεν ξέρω, πως πλήρωσε τα έξοδα της κηδείας. Τον ξέρετε τον κ. Λιβαθηνό που έχει το μεγάλο λογιστικό γραφείο στην πλατεία; Δεν γίνεται να μην τον ξέρετε, όλοι τον ξέρουν. Λένε πως θα είναι ο επόμενος δήμαρχος!
     Την τελευταία φράση την είπε ψιθυριστά κι έτσι συνέχισε:
     - Λένε επίσης πως τα φορούσε τα κέρατα στη σύζυγό του με τη συγχωρεμένη...
     Είχε στεγνώσει το στόμα μου. Ήθελα νερό. Ως δια μαγείας βρέθηκε μπροστά μας μια βρυσούλα που τη χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τους τάφους. Άφησα ευγενικά την κυρία, έσκυψα και ήπια.
     - Χριστός και Παναγία, έκανε εκείνη. Το νερό έρχεται μέσα απ' τους τάφους, τόσοι νεκροί, τι κάνετε; Σταματήστε!
     - Το νερό έρχεται μέσα από σωλήνες, είπα απλά σκουπίζοντας τα χείλη με την παλάμη μου. Της πρότεινα το μπράτσο μου ξανά.
     - Αλλά ποιος μπορεί να κατηγορήσει κάποιον που δεν έχει να φάει, είπε καθώς μ' έπαιρνε ξανά αγκαζέ. Ας μην κρίνουμε βιαστικά. Στο κάτω, κάτω, ο νεκρός δικαιώνεται!
     - Είναι και η κρίση, σχολίασα ειρωνικά. Δεν το κατάλαβε. Το αντίθετο μάλιστα.
     - Ε βέβαια! Η κρίση μας διέλυσε όλους! Δεν μπορείτε να διανοηθείτε τι τραβάω πια. Πως τα βγάζω πέρα ένας Θεός το ξέρει.
     Σταμάτησε κι έκανε το σταυρό της ψιθυρίζοντας κάτι που δεν άκουσα.
     - Με τούτα και με ' κείνα τα κατάφερε καλά πάντως. Μπράβο της, είπε σαν αρχίσαμε να ξαναπερπατάμε.
     Η πομπή είχε φτάσει στον προορισμό της. Ένα μεγάλο κυπαρίσσι έριχνε τη σκιά του βαριά πάνω στο άνυδρο μέρος, στην υγρή γούβα. Πλησιάσαμε.
     - Ο γιος της είναι στη Γερμανία τώρα. Ξεμπέρδεψε με τα ναρκωτικά και δουλεύει σ' ένα θείο του εκεί. Λένε - δεν ξέρω - πως ζήτησε να καθυστερήσει η κηδεία δύο μέρες γιατί δεν μπορούσε να' ρθει. Αλλά ποιος πληρώνει το ψυγείο της νεκρής; Δεν λέτε που βρέθηκε ο κύριος Λιβαθηνός να πληρώσει την κηδεία; Αλλά η κόρη της; Γιατί δεν ήρθε η κόρη της; Ντροπής πράγματα!
     - Υποθέτω πως η κόρη είναι εκείνη η κοπέλα που στέκεται στην άκρη του τάφου, είπα.
     Έκανε πως δεν βλέπει. Τελικά είδε ή έτσι προσποιήθηκε.
     - Μπα; Η Άννα είναι αυτή; Πως μεγάλωσε έτσι! Έχω χρόνια να τη δω! Μα... δεν φοράει μαύρα; Τι πράγματα είναι αυτά;
     Παρατήρησα το πρόσωπο της κόρης και διαπίστωσα πως έμοιαζε στη μητέρα της αρκετά. Αν έκλεινε εκείνη τη στιγμή στα μάτια ίσως να μην ξεχώριζες ποια είναι ποια. Πολύ νέες και οι δύο. Πολύ γερασμένες και οι δύο. Φορούσε ένα γκρι φόρεμα με μαύρο τελείωμα.
     Κατέβασαν το φέρετρο στον τάφο. Η Άννα έπεσε στα γόνατα. Βρέθηκε κάποιος να την κρατήσει. Ήταν ο κύριος Λιβαθηνός, με το μεγάλο λογιστήριο στην πλατεία. Τον είδα να την αγγίζει στοργικά, πατρικά, πρόστυχα, χυδαία, είδα τα χέρια του όμοια με βεντούζες να κολλάνε στην πλάτη της και να την δένουν με μάγια, να την αλυσοδένουν με δύναμη, να την τραβάνε πάνω τους...
     - Χωρίς πατέρα και μάνα. Τι να πει κανείς; Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον κύριο Λιβαθηνό που βοηθάνε ακόμα στις μέρες μας.
     Για πρώτη φορά κοίταξα στα μάτια την κυρία. Μου ανταπέδωσε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.
     - Από που γνωρίζατε την Ντίνα; με ρώτησε αλλά δεν άκουσα. Το πρώτο χώμα είχε πέσει το ελεκτρίκ μπλε φόρεμα και το είχε λεκιάσει. Το επόμενο έπεσε στο πρόσωπο της νεκρής κι έμεινε κει. Το τρίτο στο στήθος, το τέταρτο έξω απ' το σώμα. Η Ντίνα στο μπλε φόρεμα ήταν ο στόχος κάποιων ανθρώπων με σκούρα γυαλιά, ιδρωμένων απ' τη ζέστη του Σεπτέμβρη, μπαιλντισμένων απ' την κρίση που είχε πλήξει τη μικρή μας πόλη, ανυπόμονων ανθρώπων που ήθελαν να τελειώσει αυτό το βάσανο και να γυρίσουν σπίτια τους.
     - Μα, τώρα το είδα... Μπλε φόρεμα σε νεκρή; Και αυτό το μπλε;
     Αποδοκίμασε με τον ήχο που κάνει η γλώσσα ανάμεσα στα δόντια.
     - Γιατί το λέτε; Της πάει, απάντησα. Και οι γαρδένιες πάνω του. Είδατε πόσο όμορφες δείχνουν;
     - Μα δεν μου είπατε. Από που ξέρατε τη Ντίνα; επέμενε.
     - Από εσάς την έμαθα, απάντησα ρίχνοντας το δικό μου χώμα στον τάφο.

     Έμεινε να με κοιτάζει σαν πήρα γοργά τον κατήφορο. 


  


Σχόλια

  1. εγώ αυτή την κυρία την ένιωσα βάρος στο δικό μου μπράτσο...
    και μάλλον είναι δηλαδή... βάρος στο μπράτσο όλων μας
    η κοινωνία μας... η οικογένειά μας... είμαστε λιγότερο 'ξένοι'
    από όσο θέλουμε να νομίζουμε μεταξύ μας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ουδέν κρυπτόν από την Ελληνίδα γειτόνισσα...
    ζωή σε εμάς! Να ζήσουμε να σε διαβάζουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...