Νεόνυμφοι

  
    Συνήθιζα να πηγαίνω για ψάρεμα στην άκρη του μόλου, στο σημείο που η προκυμαία έφτανε στο τέρμα της. Αν ήθελες να συνεχίσεις θα έπρεπε να περπατήσεις πάνω στη θάλασσα. Ή να κολυμπήσεις έστω. Το να περπατήσεις πάνω στο νερό το λες και θαύμα, κι εγώ ένα θαύμα αναζητούσα, γιατί τα ψάρια δεν τσιμπούσαν μέρες τώρα. Δεν έπιανα ούτε λέπι που λένε.
     Πιο πέρα καθόταν συνήθως ο Σταμάτης με τα δύο μεγάλα καλάμια ψαρέματος και τα τρία ή τέσσερα καρούλια που τα απίθωνε σε παράταξη και είχε το νου του μπας και τσιμπήσει κάτι. Ο Σταμάτης, συνταξιούχος των αριθμών είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις πιθανότητες. Εγώ πάλι που είχα μόνο ένα καλάμι το οποίο σπάνια κρατούσα αλλά το κάρφωνα στη βάση του και περίμενα το καμπανάκι στην κορυφή του να χτυπήσει, πίστευα πως όλα αυτά είναι μαλακίες. Δεν του το είπα ποτέ όμως γιατί ήταν ο μόνος με τον οποίο έλεγα ένα γεια. Κάποιες φορές με κέρασε και μπύρα, παγωμένα κουτάκια από ένα ψυγειάκι που είχε πάντα στο αυτοκίνητο μόνο και μόνο για να πάει την ψαριά φρέσκια στο σπίτι. Πίναμε και καπνίζαμε και ο Σταμάτης μιλούσε. Εγώ άκουγα μόνο ή έκανα πως άκουγα πίνοντας την μπύρα και κουνώντας το κεφάλι κατά διαστήματα. Αν με ρωτούσε "τι είπα τώρα", δεν θα ήξερα να του απαντήσω. Παρ' όλα αυτά ήξερα πως είναι συνταξιούχος των αριθμών, παντρεμένος με δύο παιδιά, όπου η κόρη του είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο και σπούδαζε σε κάποια πόλη βόρεια και ο γιος ήταν φαντάρος. Ήξερα επίσης πως ο Σταμάτης είχε κάνει γερό κομπόδεμα παλιά το οποίο ξεκοκάλιζε τώρα. Ας είναι. Δεν μ' ένοιαζαν περισσότερες λεπτομέρειες και ούτε ήθελα πολλά κολλητηλίκια με την πάρτη του. Λίγο πριν τελειώσω την μπύρα μου έκανα πως άκουγα το καμπανάκι του καλαμιού μου να χτυπάει, ορκιζόμουν πως το έβλεπα να κουνιέται και πριν πει κουβέντα τον άφηνα σύξυλο κι έτρεχα εκεί. Δεν επέστρεφα ποτέ πίσω. Αλλά ούτε κι εκείνος ερχόταν ποτέ στη μεριά μου. Η μεριά μου είναι ιερή όταν πάω για ψάρεμα. Δεν πλησιάζει κανείς.
     Αναζητούσα ένα λέπι που λέτε. Και δεν το έβρισκα. Είχα χαλάσει ήδη άπειρα κουτιά με σκουλήκια και κάθε ένα απ' αυτά το δόλωνα με μεγαλύτερη μανία και πείσμα απ' το προηγούμενο πιστεύοντας πως αυτό θα είναι το τυχερό μου, ένα σκουλήκι ικανό να προσελκύσει μια μικρή τσιπούρα ή ένα λαβράκι. Μετά από κάποιες μέρες σκέφτηκα πως θα ήμουν ικανοποιημένος και με μια ζαργάνα. Μάζευα την πετονιά με το βλέμμα καρφωμένο στο νερό ελπίζοντας ότι θα διέκρινα το κελεπούρι να κοπανιέται στον αφρό παλεύοντας να ξεφύγει απ' τα αγκίστρι μου. Δεν συνέβη κάτι. Το δόλωμα συνήθως ερχόταν στα χέρια μου άδειο, είχε φαγωθεί το σκουλήκι η απέμενε ένα ελάχιστο κομμάτι αφάγωτης σάρκας επάνω κι εγώ έπρεπε να το αλλάξω. Η αλήθεια είναι πως τάιζα τα ψάρια και τα καβούρια. Εγώ όμως δεν έτρωγα τίποτα.
     - Θα γυρίσει ο καιρός, είπε μια μέρα ο Σταμάτης την ώρα που με κερνούσε άλλη μια μπύρα. Είναι ζεστά τα νερά ακόμα γι' αυτό και δεν έχει ψάρι.
     Εγώ ρεύτηκα πίνοντας την πρώτη γουλιά.
     Δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, ακούστηκαν οι κόρνες από το λιμάνι. Δύο σκούρες λιμουζίνες είχαν πάρει το δρόμο της προκυμαίας, στολισμένες σαν επιτάφιοι με λευκές και ροζ κορδέλες παντού, μια αηδία σκέτη. Σταμάτησαν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά από μας εκεί που η προκυμαία έπαιρνε μια κλίση ενώ μια σκάλα οδηγούσε ψηλά στον κυματοθραύστη, κάπου δέκα μέτρα ύψος απ' όπου μπορούσες ν' ατενίσεις το πέλαγος. Οι πόρτες άνοιξαν, βγήκαν έξω τα κουστούμια και μια νύφη που χαιρόταν πολύ. Έγλειψα τα χείλη μου και ήπια άλλη μια γουλιά μπύρας παρατηρώντας το συφερτό που άρχισε να στήνει τρίποδα, να φωνάζει και να χειρονομεί ενώ κάποιος έβαλε να παίζει και μουσική. Μαλακίες, θα έχανα σίγουρα τα ψάρια τώρα και ας ήταν εκατό μέτρα μακριά οι τύποι. Έκαναν φασαρία και αυτό πυροδοτούσε τον εκνευρισμό μου.

     Δεν είμαι περίεργος άνθρωπος. Απλώς δεν θέλω πολλά πολλά. Για την ακρίβεια δεν θέλω τίποτα απ' τους άλλους. Την ηρεμία μου μόνο κι ένα φρέσκο ψάρι να γεμίζει το τηγάνι μου που και που. Παιδιά, σκυλιά δεν είχα, μια γυναίκα παλιά, αντέξαμε ο ένας τον άλλο για κάποια χρόνια, τώρα ούτε που ξέρω που βρίσκεται. Μπορεί να ξαναπαντρεύτηκε μπορεί και όχι. Ίσως να με καταριέται που δεν την κάρπισα, ίσως να μ' έχει καταραστεί κιόλας αλλά εγώ είμαι καλά. Τα βρόντηξα όλα κάποια στιγμή, πήρα μειωμένη σύνταξη που μου την έκοψαν κι άλλο οι ρεμπεσκέδες αλλά δεν παραπονιέμαι. Ζω στην άκρη του λιμανιού ανάμεσα σε δύο ερειπωμένα καρνάγια, ένα σπιτάκι με μια κουζινίτσα κι έναν ενιαίο χώρο που αρκεί για μένα. Πιο έξω είναι ο καμπινές. Ωραία πράγματα. Παστρικά. Δεν θέλω κάτι άλλο. Κανείς δεν υπάρχει να με κληρονομήσει γιατί δεν έχω τίποτα. Κανείς δεν θα σταθεί δίπλα μου σε μια δύσκολη ώρα και δεν το θέλω. Άμα νοιώσω πως τελειώνω θα πάω στα βράχια και θ' αφήσω τον εαυτό μου να πέσει. Σαν τα σκουλήκια κι εγώ, θα ταΐσω τα ψάρια. Γι' αυτό και θέλω να φάω όσο πιο πολλά γίνεται από δαύτα μέχρι να' ρθει εκείνη την ώρα. Αλλά τα μπάσταρδα δεν τσιμπάνε.
     Μια φορά έπιασα ένα μαγιάτικο. Πρέπει να' ταν γύρω στα 8 κιλά, πιτσιρίκι. Τα μαγιάτικα φτάνουν έως και τα 100 κιλά. Έτσι ξέρω, έτσι λέω. Είναι πελαγίσιο ψάρι, πως έγινε κι έπεσε την πετονιά μου μακάρι να' ξερα. Ίσως ακολούθησε κάποιο καράβι, μπερδεύτηκε, έχασε τα νερά του, δεν ξέρω τι έγινε. Θυμάμαι τη ζήλεια των άλλων σαν το έβγαλα έξω, το ξαγκίστρωσα κι έφυγα για το σπίτι. Ο Σταμάτης χαμογέλασε. Ίσως να περίμενε να τον φωνάξω να το φάμε μαζί. Σιγά. Έφτασα στο σπίτι και το καθάρισα. Μισή λεκάνη λέπια έβγαλε το μπάσταρδο. Το έκοψα φέτες και το τηγάνισα σε μπόλικο αλεύρι. Μια φέτα άντεξα να φάω. Το άλλο το πέταξα.
     Την άλλη μέρα σαν πήγαινα στο πόστο μου ένοιωσα τα βλέμματα όλων τους πάνω μου. Μετρούσαν την κοιλιά μου. Ίσως σκέφτονταν "καλά μόνος του το έφαγε ο πούστης;" Είναι πολλοί που ψαρεύουν στην προκυμαία. Από τότε που οι ρεμπεσκέδες κόψανε συντάξεις και μισθούς όλοι παλεύουνε να ζήσουνε με το λίγο. Εμένα δεν με νοιάζει. Έχω την άκρη μου, πάντα μου φτάνανε τα λίγα. Ο Σταμάτης δεν είχε έρθει. Έριξα δόλωμα. Δεν έπιασα τίποτα εκείνη τη μέρα.

     Το' χουνε χούι κάποιοι σαν παντρεύονται στην εκκλησία της πλατείας να σκάνε μύτη εδώ μετά και να φωτογραφίζονται στην προκυμαία. Έτσι και τούτοι δω σήμερα. Αν μπορούσα, αν μου' πεφτε λόγος θα έλεγα πως αυτά είναι μαλακίες. Όχι η φωτογράφιση - μόνο - όλα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να το κάνω, ένα απόγευμα που λυσσάξανε λέμε, ήτανε δυο τρεις οι γάμοι στη σειρά και λες το χανε συμφωνήσει οι νεόνυμφοι - ωραία λέξη - αλλά ακόμα καλύτερη είναι η μετέπειτα, όταν οι νεόνυμφοι θα φωνάζουν ο ένας τον άλλον παλογιαμημένο. Τότε επίσημα θα είναι οι παλιογαμημένοι. Θα χωρίσουν κιόλας γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει και πολύ τα χνώτα του άλλου. Βλέπεις φτάνει κάποια στιγμή που ο ένας θέλει απλώς να ξύνει τ' αρχίδια του και να μην δίνει παρά και η άλλη θέλει να του γδάρει. Σύγκρουση των θέλω μας λέγεται αυτό.
     Έχω διαβάσει και λίγη Ψυχολογία. Τώρα πια δεν διαβάζω τίποτα.
   
     Καμιά φορά πηδιέμαι με την Αγλαΐα. Σπάνια, μη νομίζεις. Παίρνω την φωτογραφία της στο κρεβάτι και τον παίζω σαν θυμάμαι το κωλαράκι της που ήταν ζουμερό σα ροδάκινο. Πηδιότανε καλά η Αγλαΐα. Όχι πως έχω πάει με πολλές γυναίκες αλλά με όσες πήγα ήταν η καλύτερη. Τραβηχτήκαμε για δυο τρία χρόνια, χωρισμένοι και οι δύο τότε, είδε πως οι μέρες περνάνε ίδιες αναμεσίς στα καρνάγια, έφυγε, πάει. Δεν την αδικώ. Εξάλλου κάποια στιγμή ήτανε σίγουρο πως θα φορτωνόμασταν ο ένας στον άλλον. Καλύτερα να λήγουνε τα πράγματα την ακμή τους. Έχεις κάτι να θυμάσαι μετά. Αλλιώς το γάλα ξινίζει και γίνεται γιαούρτι. 
     Και το σπέρμα μου γιαούρτι έχει γίνει. Αλλά δεν με νοιάζει πια.

     Μια μέρα ο Σταμάτης δεν ήρθε. Ούτε την επόμενη. Τη μεθεπόμενη έμαθα πως έπαθε εγκεφαλικό και πως τον είχανε αγκιστρωμένο πάνω σ' ένα μηχάνημα που του' δινε αναπνοές. Μου το' πε ο Κοσμάς, που είχανε παρτίδες. Με τον Κοσμά δεν μιλούσα. Κάνα γεια στη χάση και στη φέξη. Αυτός ψάρευε απ' την άλλη μεριά του κυματοθραύστη, πάνω στα μπλόκια. Εκείνη την ώρα στο καλάθι του είχε δυο χταπόδια και κάτι γόπες. Ζήλεψα. Εκείνος μου έλεγε για το εγκεφαλικό κουνώντας το χέρι του με απόγνωση κι εγώ κοιτούσα το άλλο που κρατούσε το καλάθι. Ο μπάσταρδος έτρωγε καλά.
     Ξαφνικά πεθύμησα χταποδάκι στα κάρβουνα.

     Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που παύεις να νοιάζεσαι. Είναι εκείνο το σημείο που απλώς αποθηκεύεις πληροφορίες, αν και κατά τη γνώμη μου ελάχιστα είναι εκείνα που αξίζουν να θυμάσαι. Κάπως έτσι πέρασε κι αυτό του Σταμάτη. Όπως συνηθίζεις να είναι κάποιος δίπλα σου, έτσι συνηθίζεις και να μην είναι. Απλά τα πράγματα. Το μοναδικό πράγμα που δεν μπορώ να συνηθίσω είναι η φασαρία που κάνουν τ' αμάξια τους σαν κορνάρουνε με το που μπαίνουνε στην προκυμαία. Ούτε τα φώτα απ' τους προβολείς τους που τυφλώνουνε την ψαριά μου. Ούτε τα χαχανητά τους, τις γλυκερές τους φωνές, τα "αγάπη μου" και "μωρό μου", ούτε τους γελοίους που τους παραστέκονται ντυμένοι στην τρίχα, έχοντας ξοδέψει του κόσμου τα λεφτά να γίνουν ωραίοι μπας και τους προσέξει κάποιος στην ανόητη μάζωξή τους. Έρχεσαι να φωτογραφηθείς στη θάλασσα λες κι έκανες κάνα κατόρθωμα; Να θυμηθείς να πάρεις και φωτογράφο σαν έρθει η ώρα που θα επιστρέψεις και θα θέλεις να πνιγείς!
     Ούτε λέπι και σήμερα.

     Ψύχρανε ο καιρός. Και ψάρι ακόμα. Άμα ήταν εδώ ο Σταμάτης θα τον έβαζα να φάει τα λόγια του για τα "ζεστά νερά". Πάνε σαράντα μέρες που τον θάψανε, πάει κι αυτός και οι μπύρες και το ψυγειάκι του. Αν μου λείπει; Μπα. Ένα ψάρι μου λείπει να το βάλω στο τηγάνι μου με μπόλικο βούτυρο, να ροδοκοκκινίσει, να κάνει κρούστα η πέτσα του και να το καταβροχθίσω μετά. Παραδόξως σήμερα δεν μ' ενόχλησε τόσο το ζευγάρι που στέκεται τώρα στο γνωστό σημείο και φωτογραφίζεται. Είναι που υποθέτω πως τούτοι δω είναι οι τελευταίοι. Βάζω στοίχημα πως δεν θα βρεθεί άλλο ζευγάρι για φέτος στην προκυμαία, κάνει κρύο πια, φυσάει άνεμος σωστός, έχει υγρασία που περονιάζει και οι νύφες έχουν όλη την πλάτη ως τον κώλο έξω. Τούτοι λοιπόν ναι, θα είναι οι τελευταίοι.
     Έρχεται Χειμώνας. Αυτό είναι κάτι για το οποίο αξίζει να χαίρεται κανείς. Μαζεύω σιγά, σιγά την πετονιά μου, πετάω το σάρκινο δόντι που απέμεινε στο αγκίστρι μου, τα μαζεύω και φεύγω. Περνάω από δίπλα τους. Τους βλέπω να γελάνε, να φωτογραφίζονται σε διάφορες γελοίες πόζες, να φωνάζουν, να βγάζουν φωτογραφίες τους άλλους που βγάζουν φωτογραφίες τους νεόνυμφους. Τα γέλια τους ακούγονται ακόμα και σαν χαθώ στο σκοτάδι, πίσω απ' τα καρνάγια, στην κάμαρή μου.
     Ούτε λέπι και σήμερα.





      

Σχόλια

  1. για να πάψεις να νοιάζεσαι πρέπει να σου έχουν συμβεί τα χειρότερα...έστω και έτσι θα νοιαστείς για κάποιον που είχες λίγη επαφή.....ο ήρωας εδώ μάλλον έχει απομονωθεί για να μην πληγωθεί ο ίδιος....;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση. Την απάντηση την δίνει ο καθένας από εμάς. :)

      Διαγραφή
    2. το ξέρω...τα ερωτηματικά τα έβαλα για εμένα ....:)

      Διαγραφή
  2. οι Κυνηγοί με είχαν 'πάει' συνειρμικά στο ποίημα A dream within a dream του Poe...
    οι Νεόνυμφοι με έναν παρόμοιο μηχανισμό στου Χριστιανόπουλου
    το Ενός λεπτού σιγή...

    Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
    κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
    έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
    ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

    κοκκινίσατε άραγε για τη τόση ευτυχία σας,
    έστω και μια φορά;
    Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
    για τους απεγνωσμένους;

    πολύ όμορφη γραφή για άλλη μία φορά :)

    την Καλημέρα μου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...