Σουβενίρ

 

   Είναι κάτι μέρες σαν κι αυτή εδώ που απλώς κάθομαι και κοζάρω την τουρίστρια απέναντι. Κουρνιάζω αναπαυτικά στην πολυθρόνα, με το ένα πόδι περασμένο πάνω στο άλλο, πίνω ούζο χωρίς πάγο και κοιτάζω αδιάφορα τον κόσμο που περνάει από δίπλα, επιλέγοντας να την κοιτάξω στα μάτια όταν εκείνη γυρίζει προς εμένα. Ο Λάζαρος που με ξέρει, κουνάει το κεφάλι από μακριά. Τις περισσότερες φορές βέβαια δεν προλαβαίνει να κουνήσει τίποτα, τρέχει με τους καφέδες και τ' αναψυκτικά και τα παγωτά και τα παγωμένα γιαούρτια με το γλυκό του κουταλιού. Είναι μιλούνια οι τουρίστες κι ο Λάζαρος τσιγκούνης μέγας.
     Είναι μέρες που το παιχνίδι συνεχίζεται για κάποια ώρα - η διάρκειά του παίζεται  - αλλά έχω καταλήξει πως οι μικρές είναι οι τολμηρές, οι μεγάλες σου βγάζουν το άχτι, οι περισσότερες δεν πιστεύουν πως τούτος ο μελαμψός τριαντάρης με τα ωραία μάτια τις φλερτάρει. Ψηλές, κοντές, χοντρές, λιγνές, ξερακιανές, κάτασπρες σαν τα σύννεφα του Βορρά τους, με ξεπλυμένα μάτια που κάποτε ήτανε γαλάζια, με λίγο κραγιόν ή μπόλικο κοκκινάδι να κάνει αντίθεση με το εκρού του νεκρού τους, με συνολάκια της πλάκας σε ανόητους χρωματικούς συνδυασμούς που τις κάνουν όμοιες με παραδείσια πουλιά σε απόγνωση, κουτσοτρώνε τη σύνταξη ή τις οικονομίες μιας ζωής σ' ένα ταξίδι που ανάμεσα στ' άλλα θα συναντήσουν και μένα.
     Κι εγώ βρίσκομαι εδώ για να τις ξαλαφρώσω.

     Απ' τη μεριά μου μπορεί να περάσει ο Μάρκος. Θα καθίσει για λίγο, θα καταλάβει ποια κοζάρω, θα πει δυο κουβέντες και θα φύγει. Ο Μάρκος είναι ο δάσκαλος. Παλιά τον θαύμαζα. Τώρα τον λυπάμαι. Με περνάει είκοσι χρόνια και οι καταχρήσεις τον έχουν κάνει να μοιάζει μ' εβδομήντα. Και γυρίζει με φανελάκι για να δείχνει το άτριχο μαυρισμένο κορμί του - ξυρίζεται ακόμα παντού και είναι κρίμα - γιατί δείχνει τόσο γελοίος όσο και μια κότα ξεπουπουλιασμένη πριν την βράσεις στην κατσαρόλα. Οι πιτσιρικάδες τον περνάνε για πούστη πια, τον έχουνε στη μπούκα και του φωνάζουνε από μακριά. Μα ο Μάρκος δεν ακούει. Ανεβαίνει στη Βιράγκο και φεύγει. Μια ζωή γαμούσε κι έδερνε ο Μάρκος. Η ζωή τον παράτησε όμως. Και είναι μαζί μου.
     Έχω αποφασίσει να μην κάνω τις μαλακίες του. Κρατάω μόνο τα καλά του, τα εξελίσσω και κοιτάζω μπροστά. Τα λεφτά είναι καλά άμα δεν είσαι χαζός και προσέχεις. Σε μια δεκαετία έχεις φτιαχτεί. Σάμπως και πόσα θες για να ζήσεις τον υπόλοιπο χρόνο; Δουλεύεις εντατικά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, τότε που τα καράβια είναι πολλά και οι τουρίστες μπόλικοι. Μαζεύεις, τρως λίγα το Χειμώνα και απ' την Άνοιξη ξαναρχίζεις στο χαλαρό μέχρι να κορυφώσεις στο Καλοκαίρι. Ωραία πράγματα.
     Το παν είναι να μην έχεις καμιά πουτάνα να στα τρώει. Να θυμάσαι πως η πουτάνα είσαι εσύ.

     Περνάει κόσμος και κοσμάκης ανάμεσά μας. Τουρίστες με κάμερες, τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές, τουρίστες με κάμερες και φωτογραφικές μηχανές που κυνηγάνε το χρόνο και τις στιγμές του. Χαϊβάνια είναι. Σάμπως κι αν πιάσουν το χρόνο στο στιγμιότυπο ή στο καρέ θα σταματήσουν να μεγαλώνουν; Χειρότερα είναι άμα το σκεφτείς. Μετά από χρόνια σαν θα βλέπουν όσα αιχμαλώτισαν, θα κοιτάζονται και θα τους πιάνει μαράζι για το πως κατάντησαν. Σιχαίνομαι τις φωτογραφίες και τις αποφεύγω. Δυο τρεις φορές αναγκάστηκα να ποζάρω με κάποιες λίγο μετά αφού τίναζαν την άμμο απ' το γυμνό κορμί τους και είχαν τον ενθουσιασμό προστάτη άγιο στο πλάι τους. Μια πάλι φωτογράφισε το πουλί μου καθώς λιαζόταν και το' βρεχε το κύμα στην άκρη της θάλασσας. Δεν είπα τίποτα. Είχα δει τον άντρα της πως ήτανε και καταλάβαινα.

     Τούτο το μέρος μοιάζει με αποικία. Σφηνωμένο στην άκρη της θάλασσας, γραφικό όσο μια καρτ ποστάλ με πολλά γραμματόσημα και καλλιγραφικά γράμματα στο πίσω μέρος. Μαύροι, κίτρινοι, λευκοί, όλες οι φυλές σεργιανίζουν εδώ πέρα. Τούτος δω ο μαύρος τώρα που πουλάει τα χαϊμαλιά στέκεται ανάμεσα σ' εμένα και σ' εκείνη. Λίγο ακόμα να μείνει και θα πρέπει ν' αλλάξω τραπέζι και τραπέζι ελεύθερο δεν υπάρχει. Μου' ρχεται να φωνάξω, "φύγε Μαύρε, γύρνα πίσω, στη Γκάνα σου, στο Ναϊρόμπι σου, απ' όπου στο διάολο ήρθες, αυτή είναι δικιά μου. Φύγε γαμώ τη μαυρίλα σου και τα χαϊμαλιά σου". Σαν να μ' άκουσε και φεύγει.
     Μόνο τσιγγάνους δεν αφήνουν εδώ να τριγυρνάνε. Το κόψανε και αυτοί να' ρχονται σαν εξαφανίστηκαν δυο τρεις από δαύτους και δεν τους ματαείδε κανείς. Δεν με νοιάζει, απλώς το λέω για την ιστορία. Τούτη δω η φραντσέζα θα με κάνει να πιω και δεύτερο καφέ μου μου φαίνεται σήμερα. Ας είναι. Αρκεί να μην πάει στράφι. 
      Ο Λάζαρος έχει ιδρώσει απ' το πήγαινε έλα, μέσα έξω. Έβαλε και το σι ντι με τα "παραδοσιακά". Κάποιοι πικραμένοι ηχογράφησαν το "Ένα το χελιδόνι", το "Είμαστε δυο, είμαστε τρεις", ακόμα και το "Ζορμπά". Δίχως φωνή, δίχως ψυχή. Τουριστική ηχογράφηση γι' αυτιά απαίδευτα, made in taiwan όπως κι εκείνα τα τσολιαδάκια στο δίπλα μαγαζί με τα σουβενίρ, και τ' αναμνηστικά πιάτα με το χωριό φάτσα φόρα, ανάγλυφα, μια αηδία σκέτη, και τα καπέλα στο τροπικό χρώμα και τα γυαλιά ηλίου που κάνουν όσο δέκα ζευγάρια στην Ευρώπη. Αυτά πουλάνε κι εκείνοι τ' αγοράζουνε. Σουβενίρ.
     Κι εγώ σουβενίρ είμαι. Μ' αρέσει να με φωνάζω ανάμνηση. Απ' αλμύρα και χώμα φτιαγμένη. Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη. Των Ελλήνων τα ιερά. Αρχαία και αρχίδια. Δατ'ς ράιτ μις!
      Οι Έλληνες τις προσέχουμε τις γυναίκες. Ακόμα κι αν δεν τις αγαπάμε, άμα βρεθούμε μαζί τους σε καμιά αμμουδιά και πέσουν τα φιλιά και τα χάδια, γινόμαστε το κύμα που θ' ακουμπήσουν πάνω του και θ' αφεθούν με κλειστά μάτια και δίχως πνοή. Κι εμείς θα τις αγκαλιάσουμε και θα τις προστατέψουμε, θα τους υγράνουμε τα χείλια  και θα τις μουσκέψουμε πατόκορφα. Μην ξυπνήσουν μόνο, μην και πάρουν ανάσα γιατί θα βυθιστούν. Ας είναι. Θάλασσα νοιώθω να 'μαι ώρες, ώρες που χωνεύει τα πάντα. Έτσι κι αυτές.
     Ξανασκέφτομαι το Μάρκο και την ατυχία του. Στα δικά του χρόνια τα καράβια δεν ήταν πολλά, οι γυναίκες ήταν λίγες και είχαν μουνί αξύριστο. Όλες οι αδικίες μαζεμένες. Τώρα διαλέγεις. Κάθεσαι, κοζάρεις και διαλέγεις. Όχι ότι δεν σου τυχαίνουν τα απρόοπτα - μια Δανέζα μια φορά ήθελε να την κατουρήσω στη μάπα - αηδίασα, σηκώθηκα και την παράτησα γαμωσταυρίζοντάς την. Στα τσακίδια πουτάνες. Ανώμαλες. Κάτι τέτοιες ώρες θυμάμαι την Γκλόρια, μια γερμανίδα - ήταν δεν ήταν εξήντα. Ξεμοναχιαστήκαμε στον πέρα μόλο, έκανα να τη φιλήσω, μ' έκανε πέρα ευγενικά. Έκανα ν' αγκαλιάσω, τίποτα. Σταθήκαμε παρέα να κοιτάζουμε το πέλαγος. Ήμουν έτοιμος να φύγω αλλά κάτι με κρατούσε πλάι σε τούτη την Κολωνέζα. Κι εκείνη την ώρα απλά έγειρε πάνω μου. Ήρθε να ξαποστάσει σαν καράβι τσακισμένο που βρήκε λιμάνι κι έριξε τις άγκυρες μόνο του πριν ο καπετάνιος βγάλει κιχ. Κι έμεινε και και σιγομουρμούρισε ένα σκοπό κι εγώ δεν κουνήθηκα ο καριόλης - αλήθεια λέω - δεν κουνήθηκα λεπτό, ήμουνα η δέστρα της στη στεριά. Και την έπιασε ένας καημός άλλο πράμα. Και μου' σφιξε το μπράτσο όπως το κάνει κάποιος που σε βλέπει για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Κι έκλαψε για ώρα.
     Εκατό ευρώ μου έδωσε η Γκλόρια. Το' χω κορνιζάρει αυτό το χαρτονόμισμα. Στο προσκεφάλι μου. Θεός και Δαίμονάς μου είναι, αντάμα.

     Περνάει ο Σωτήρης τώρα. Σαλεμένος, δεν αξίζει τίποτα από δαύτον. Γυρίζει και μαζεύει τα σκουπίδια που γίνονται σωρός απ' τα μαγαζιά και που δεν προλαβαίνουν οι νοικοκυραίοι να πετάξουν. Μ' ένα ευρώ στο χέρι σηκώνει ο μπαγάσας ως και δέκα σακούλες μεγάλες! Σ' αυτό τον παραδέχομαι. Μόνο που ξεχνιέται ώρες, ώρες και παίρνει πολλές και του σέρνονται και κυλάνε στο πλακόστρωτο κουτάκια από αναψυκτικά, χαρτοπετσέτες με κόκκινα σημάδια, αποτσίγαρα, συσκευασίες από ξηροκάρπια και πατατάκια. Μια μέρα άφησε πίσω του μια κιλότα. Μεγάλες ρουφήχτρες οι ξένες. Σε τουαλέτα δεν έχω πάρει καμία ακόμα.
     Προτιμώ τις αμμουδιές κοντά στο λιμάνι. Πέραν της μιας, της γνωστής που μαζεύονται όλοι και κάνουν μπάνιο, υπάρχουν κι άλλες, κρυμμένες ανάμεσα στα δάχτυλα της γης καθώς χώνεται στη θάλασσα. Είναι ωραία εκεί. Κάνεις ό,τι κάνεις ήρεμα, προλαβαίνεις κι ένα και δύο τσιγάρα. Που και που πας και για δεύτερο γύρο. Σπάνιο αλλά γίνεται. Φτάνει να μην ακουστεί η μπουρού απ' το βαπόρι. Τρομάζουν οι ξένες μπας και μείνουν αμανάτι στην αραπιά. Γι' αραπάδες μας περνάνε. Όχι ότι με νοιάζει.
     Να' ναι καλά αυτός ο τόπος. Να' ναι απάνεμο πάντα τούτο το λιμάνι. Να' ναι καλά το χωριό με τα μαγαζιά του, το φούρνο με τις αχνιστές τυρόπιτες, να' ναι καλά και οι έμποροί του. Από ρούχα μέχρι μπριλάντια. Να' ναι καλά κι αυτός ο ήλιος που με καίει και με μαυρίζει. Να' ναι καλά κι αυτή η θάλασσα που με ψήνει και φτιάχνει κρούστα στο δέρμα μου, μαλακή και μυρωδάτη να' ρθει η άλλη η ακόρεστη, να χώσει τα νύχια μέσα της και να μην την νοιάζει σαν θα με πονέσει. Να μη στάξει αίμα, μονάχα αφρός της θάλασσας που θα την πνίξει.

    Ώπα! Μου χαμογέλασε η φραντσέζα. Ώρα για δουλειά!








Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...