Ανδρέας Καμπάς (1919-1965), του Χρήστου Δανιήλ

Στον καλαίσθητο τόμο των εκδόσεων Άγρα, ο καθηγητής της ελληνικής λογοτεχνίας στο Αντοιχτό Πανεπιστήμιο, Χρήστος Δανιήλ, συγκεντρώνει την εργογραφία (ποίηση, πεζά) ενός άγνωστου στο ευρύ κοινό λογοτέχνη, του Ανδρέα Καμπά, που στη ζωή του δημοσίευσε ελάχιστα πονήματά του, κυρίως σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο επιμελητής συνθέτει τη ζωή του Καμπά, τα παιδικά χρόνια του, τους πρώτους έρωτες, την συμμετοχή του στη μάχη της Κρήτης -γεγονός που θα τον επηρεάσει σημαντικά στη γραφή του-, τη φυγή στο Παρίσι ως ένας απ' τους επιβάτες του «Ματαρόα», την μετακόμιση στο Λονδίνο, ενώ ο τραγικός επίλογος θα γραφτεί στο Μονακό, εκεί που ο Καμπάς θα φύγει προδομένος απ' την καρδιά του σε ηλικία 46 ετών.


Αν υπακούσουμε αυτό που λέγεται, πως είμαστε οι εμπειρίες μας, ο Ανδρέας Καμπάς είχε ήδη πολλές και μάλιστα από μικρή ηλικία. Όντας γιος του Παναγιώτη Καμπά, της ξακουστής οινοποιίας (όλοι θυμόμαστε την διαφήμιση της δεκαετίας του 80, «τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά»), θα χάσει τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, όταν το κραχ του 1929 θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και την οικογενειακή επιχείρηση. Η τράπεζα παίρνει τα πάντα και η οικογένεια αναγκάζεται πλέον να ζήσει φτωχικά. 
Την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, ο Καμπάς που αρχίζει να γράφει δειλά τα πρώτα του ποίηματα, θα γίνει δεκτός στο πατάρι του Λουμίδη, εκεί που συναντιούνται οι Ελύτης, Σεφέρης, Γκάτσος, Βαλαωρίτης. 
Ακολουθεί ο πόλεμος και η συμμετοχή του στην μάχη της Κρήτης. Η Κατοχή τελικά θα τον βρει μετά στην Αθήνα όπου θα ερωτευτεί την Μάτση Χατζηλαζάρου, σύντροφο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η σχέση τους θα προχωρήσει και η Χατζηλαζάρου θα εγκαταλείψει τον Εμπειρίκο για χάρη του Καμπά, ζώντας μαζί του σ' ένα υπόγειο στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ. Συντροφιά τους, εκτός απ' τους ποιητές της εποχής, θα είναι ακόμα ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις.

Το ζευγάρι θα αναχωρήσει με το πλοίο «Ματαρόα» τον Δεκέμβριο του 1945 για τον Τάραντα της Ιταλίας, με τελικό προορισμό το Παρίσι. Είναι η εποχή που η ελληνική αφρόκρεμα της διανόησης κάνει δεκτή την προσφορά του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας για υποτροφίες στην Γαλλία.  
Το Παρίσι θα χωρίσει το ζευγάρι. Ο Καμπάς εισέρχεται στον κύκλο των Σαρτρ-Μπωβουάρ, συνδέεται ερωτικά με την Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αλληλογραφεί με Έλληνες δημιουργούς και κυρίως τον Θράσο Καστανάκη. Λίγο μετά θα αναχωρήσει για το Λονδίνο όπου θα εργαστεί στην ελληνική υπηρεσία του BBC και τελικά θα καταλήξει στη ναυτιλία, στην υπηρεσία ενός εφοπλιστή. Ο θάνατος θα τον βρει στον Μονακό, εργαζόμενο στις επιχειρήσεις του Αριστοτέλη Ωνάση. 

Μια τέτοια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, ταξίδια σε μέρη και ιδέες, ο Καμπάς την εξαργύρωσε με τα γραπτά του. Δυστυχώς ελάχιστα απ' αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας. 
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται τα γραπτά αυτά, απ' το ποίημα στο πεζό και απ' το πεζό στο ποίημα. Αν και τα όρια τελικά είναι δυσδιάκριτα μιας και ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως ακόμα και τα πεζά του συγγραφέα, διαπνέονται από μια έντονη ποιητική διάθεση, έναν συμπυκνωμένο λυρισμό και πάνω απ' όλα μια ματαίωση, ίσως την ίδια που τον απέτρεψε απ' το να δημοσιεύει συστηματικά όσο ήταν ζωντανός. 

Ο πόλεμος, η μάχη της Κρήτης, η Κατοχή είναι σίγουρο ότι σημάδεψαν για τα καλά την ψυχή του Καμπά και τα πεζά του σχεδόν στο σύνολό τους βρίσκουν την αναφορά τους σ' εκείνη την περίοδο. Μοναδικό του αντίδοτο ο έρωτας που τον εμπνέει και εκείνος με τη σειρά τον υμνεί σε όλες τις μορφές του...

«Όλες μας οι ιστορίες κάπου σταματημένες δω κοντά
Ματιές βήματα φωνές ψιθυρισμοί
κι αν λέγαμε "αγάπη μου παντοτινά"...
Τα δευτερόλεπτα γοργά χαράζουν όρια
Στ' ατέλειωτα όπως μας φαίνονταν φιλιά»

Και ακόμα...

«Είχε ανοίξει τους πόρους της να μπει το καλοκαίρι
όλος ο Αύγουστος με το ζεστό φιλί και λεπτή αλμύρα
ήταν τότες που λατρεύαμε τον ήλιο
σαν ένα μεγάλο ζεματιστό φιλί τον είχαμε
και θέλαμε να μας λιώσει».

Το πρώτο ποίημα του Καμπά που θα δει το φως της δημοσιότητας είναι το «Περιμέναμε» (Νεοελληνικά Γράμματα, τ.132, 16 Ιουνίου 1939)

«Περιμέναμε στο Σύνταγμα το βράδυ
ανάμεσα στις αδειανές καρέκλες και στο σβηστό το φως
περιμέναμε τις αγάπες,
όμως οι αγάπες δεν ήρθανε
γιατί δεν μπορούσαν να μας δώσουνε τ' αληθινό. 
Περιμέναμε μες στο βρομόσπιτο 
αγκαλιά με τις γυναίκες μιας βραδιάς 
περιμέναμε την ηδονή
η ηδονή όμως δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό.
Περιμέναμε πάνω στις βουνοκορφές
ανάμεσα στα κεραυνωμένα δέντρα
περιμέναμε κάτι απ' τη φύση
όμως το κάτι αυτό δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό. 
Περιμέναμε με τους σοφούς
μέσα στ' αργαστήρια σκυμμένοι στις μελέτες
περιμέναμε τη γνώση
όμως η γνώση δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό.
Περιμέναμε με τις παρέες πάνω απ' τα βουβά ποτήρια
περιμέναμε το μεγάλο το ωραίο το ιδανικό.
Περιμέναμε, μα τίποτα δεν ήρθε
τίποτα δεν θα μπορούσε να' ρθει...
Και συρθήκαμε αργά στο σπίτι
γι' άλλη μια βραδιά».

Ο τόμος περιλαμβάνει και 30 σελίδες με φωτογραφικό υλικό. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΠΑΣ (1919-1965)
επιμέλεια-εργοβιογραφία-ανθολόγηση
του Χρήστου Δανιήλ
σελ. 300 - εκδ. Άγρα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...