Ένας θάνατος που καθυστέρησε πολύ

     "Ήταν ένας θάνατος που καθυστέρησε πολύ". Το είπε και περίμενε ίσως κάτι παραπάνω απ' την ανάσα του που ακουγόταν ρυθμικά, μια τέλεια συγχρονισμένη ανάσα, στην άλλη άκρη της γραμμής. Πέρασε ο απαραίτητος χρόνος της σιωπής και σαν διαπίστωσε πως δεν θα σχολίαζε το θάνατο που καθυστέρησε πολύ - κατά την άποψη όλων των οικείων πάντα και τελευταία δική της - είπε ένα γεια κι έκλεισε το τηλέφωνο.
     Πριν καν απιθώσει το ακουστικό στη συσκευή τον είχε ξαναπάρει και με μια φωνή που φανέρωνε αγωνία τον ρώτησε, "δεν πιστεύεις πως έπρεπε να έχει πεθάνει καιρό τώρα; Πως καθυστέρησε αδικαιολόγητα; Ε; Ε; Πες μου τι πιστεύεις γαμώτο, δε θέλω να είμαι μόνη σ' αυτό". Η ανάσα του παρέμενε τέλεια συγχρονισμένη, η δική της πάλη ήταν ακανόνιστη, άλλοτε βαριά και αμέσως μετά σφυριχτή, ίσως έφταιγε που ήταν ελαφρώς κρυωμένη τις τελευταίες μέρες. Ένοιωθε πως περίμενε την απάντησή του, την έγκρισή του καλύτερα πως είχε δίκιο σε αυτά που έλεγε, σε όσα ευχόταν εδώ και καιρό, να πεθάνει, να πεθάνει, να πάει στα κομμάτια, να φύγει απ' τα πόδια τους, αυτό το άρρωστο κουφάρι που κάποτε ήταν άνθρωπος, όχι, ποτέ του δεν ήταν άνθρωπος, ένα ρεμάλι ήταν, ένα κάθαρμα, ένας αλήτης που τον αγαπούσαν όλοι.
     Άδικα.
     Για να καθυστερήσει το αναπόφευκτο της σύγκρουσης, άρχισε να στρίβει τσιγάρο και της το είπε. Κέρδιζε έτσι ένα, δύο λεπτά που και αυτά ήταν πλημμυρισμένα από την ένταση που την ένοιωθε να υγραίνει το ακουστικό, να στάζει στο αυτί του, να μπαίνει μέσα, αυτή η ένταση τώρα βύθιζε τον εγκέφαλό του και το βάλτωνε, βυθιζόταν όλο και πιο πολύ, τελείωσε το τσιγάρο, το άναψε, άκουσε τον ήχο του καπνού να βγαίνει απ' τα πνευμόνια του και να μικροφωνίζει στη συσκευή.
     "Δεν ξέρω τι περιμένεις να σου πω", είπε τελικά. Και για να την προλάβει, "για πότε κανονίστηκε η κηδεία;"
     "Αύριο είναι η κηδεία, πότε θες να είναι η κηδεία; Τον είχα εδώ μέσα ζωντανό, θα τον έχω και νεκρό; Δεν θα τον ξενυχτήσουμε. Να το ξέρεις. Δε θα μείνει κι άλλη νύχτα εδώ μέσα. Αρκετές ήταν οι νύχτες που έκλεψε. Το γραφείο κηδειών ξέρει τι να κάνει, θα τα φροντίσει όλα".
     Ο ουρανός έξω είχε βαφτεί με τις πιο σκούρες αποχρώσεις του πένθους. Μέσα έβρεχε ήδη, δε ψιχάλιζε, έβρεχε. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή ν' ακούσει και τους κεραυνούς.
     "Ήταν ένας θάνατος που καθυστέρησε πολύ. Αυτό λέω μόνο". Πάνε οι κεραυνοί. Σταμάτησε και η βροχή. "Δεν θα τραπεζώσω κανέναν απ' τους δικούς του. Αυτό να το ξέρεις. Και μην πεταχτείς να προτείνεις εσύ κάτι τέτοιο, να ξέρεις πως δε θα γίνει. Δε θέλω κανέναν τους, δε θέλω τίποτα που να τον θυμίζει έστω κι ένα λεπτό παραπάνω απ' την ώρα που θα τον χώσουν στη γούβα".
     Το εσωτερικό του κρανίου του υπερχείλησε απ' την πλημμύρα. Έσταζαν τα μάτια του τώρα, σιωπηλά αυλάκια στο πυκνό δάσος του προσώπου του. Η ανάσα κανονική, ένας μικρός αναστεναγμός δραπέτευσε μόνο και χάθηκε στον αέρα που ανέπνεε. "Θα γυρίσει" σκέφτηκε. "Οι αναστεναγμοί πάντα επιστρέφουν στη μήτρα που τους γέννησε".
     Άρχισε ξανά το λογύδριό της, τα παράπονα μιας ζωής είχαν την τιμητική τους, μόνο που δεν ήταν παράπονα αυτά, ήταν ποταπή λέξη το παράπονο για ν' αντισταθμίσει μια ολόκληρη ζωή που βυθίστηκε στη σιωπή και την υπομονή,  στην ανικανότητα αντίδρασης και λήψης αποφάσεων, ήταν ποταπή κάθε λέξη που δε μπορεί να περιγράψει μια ζωή που έλαμψε και χάθηκε σαν αστραπή.
     "Ξόδεψα τη ζωή μου μ' αυτόν".
     "Και τώρα τι θες; Απόδειξη;" Δεν το είπε. Το σκέφτηκε όμως. Ήταν το σχόλιο σε ανάλογη διαπίστωση σ' ένα κόμικ που είχε διαβάσει παλιά. Δεν θα εκτιμούσε την ειρωνεία όμως. Ίσως ούτε και αυτός να την εκτιμούσε αν βρισκόταν στη θέση της.
     "Δεν τον αγαπούσε κανείς. Τον ανέχονταν", της είπε ρίχνοντας τη μπάλα μακριά, πολύ μακριά, εκεί που έλπιζε πως δεν θα την έβρισκε για να του τη φέρει πίσω, αυτό ήθελε τώρα, να την κάνει να σωπάσει ψάχνοντας για τη μπάλα, "να τελειώσει αυτό και να μην έχει βρει ακόμα τη μπάλα Χριστέ μου, κάνε μου το χατήρι, να μη βρει τη μπάλα, να μην απαντήσει".
     Το βουβό της κλάμα τον διέψευσε.
     Εκείνο το βουβό κλάμα δεν το περίμενε.
     "Κλαις;"
     "Κλαίω γαμώτο. Άσε με".
     "Γιατί κλαις; Μην κλαις, να χαρείς..."
     "Μόνο εγώ ξέρω για τι κλαίω. Για τη ζωή μου τη ρουφιάνα..."
     Σε απειροελάχιστα κλάσματα χρόνου φούντωσε και ετοιμάστηκε ν' απαντήσει. Ποιος φταίει για τη ζωή σου τη ρουφιάνα λοιπόν; Ποιος; Γιατί οι άνθρωποι τα ρίχνουν όλα στη ζωή και δεν κοιτάνε τη δική τους γαμημένη ευθύνη, έστω στο τέλος, έστω για μια φορά; Ποιανού ήταν η ζωή; Δική σου δεν ήταν; Πως της φέρθηκες; Τι έκανες γι' αυτήν; Πότε τη συμπόνεσες, πότε την αγάπησες, πότε την πήρες αγκαλιά να τη νανουρίσεις; Πως φέρθηκες στη ζωή σου με σεβασμό και καλοσύνη; Πότε την πήρες απ' το χέρι διαλέγοντας εσύ το δρόμο που θα περπατούσατε; Μη μου μιλάς λοιπόν για τη ρουφιάνα τη ζωή. Η ζωή δεν είναι ρουφιάνα. Εσύ είσαι!
    "Μ' ακούς; Γιατί δε μιλάς;"
    "Ένα κάθαρμα ήταν. Έχεις δίκιο".
    "Όχι, μη μιλάς έτσι. Δεν πρέπει να μιλάς έτσι. Μην ακούς εμένα. Είμαι τρελή, δεν ξέρω τι λέω. Εσύ δεν πρέπει να μιλάς και να σκέφτεσαι έτσι."
     "Γιατί; Τι είμαι εγώ;"
     "Εσύ είσαι πλάσμα διαφορετικό. Μη δίνεις σημασία σε μένα. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε και στα είπα τώρα όλα αυτά. Συγχώρα με. Χαζομάρες δικές μου."
     "Καλά. Κοίτα, πρέπει να κλείσω τώρα. Να ετοιμαστώ".
     "Καλά. Και πάλι, συγχώρα με".
     "Δεν καθυστέρησε ο θάνατος αλλά εσύ. Μια ζωή στην καθυστέρηση. Ακόμα και τώρα, σε λάθος άνθρωπο τα λες".
     "Τι;"
     "Τίποτα".    



Σχόλια

  1. Το διαβάζεις όρθιος, κάνεις πίσω πίσω, κολλάς στον τοίχο και σουρχεται μια γροθιά στο στομάχι και διπλώνεσαι και κλείνεις τα μάτια και σωριάζεσαι και σε 10 δευτερόλεπτα ξαναπετάγεσαι όρθιος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. δεν μπορώ να αποφασίσω τι με πικραίνει περισσότερο το ότι με το ίδιο κατευόδια θα με αποχαιρετήσουν κάποτε όχι απαραίτητα και στο πολύ μακρυνό μέλλον ή η ίδια η ρουφιάνα η ζωή μου και το πως επέλεξα να μην την ζήσω ... well ίσως φταίει που δεν έχω διαβάσει το ανάλογο εγχειρίδιο αν μην τι άλλο θα είχα αποφασίσει ...
    υγ : η έμπνευση δε δέχεται παραγγελίες αλλά δεν θα υπάρξει και μια ιστορία που να δικαιώνει τις βασανισμένες υπάρξεις ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν είναι ο θάνατος που καθυστερεί ... είναι οι άνθρωποι που καθυστερούν να σκεφτούν για την ζωή τους, αφήνουν τον χρόνο να χάνεται, κάνουν σκέψεις για το πως θα κάνουν αυτό... ή πως θα κάνουν το άλλο, "όταν" κι "αν" και συμπεριφέρονται στον χρόνο λες και θα ζήσουν μια χιλιετία !!
    Και μετά ... είναι αργά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέρα σε όλους - όλες κι ευχαριστώ για τα σχόλια. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...