Εκείνο που καίγεται

     Έξυνε με ήρεμες κινήσεις την τοστιέρα, αφαιρώντας το καμένο τυρί απ' τους παράλληλους μεταλλικούς αγωγούς της. Τσίριζε ακόμα σαν το έπιανε με το μαχαίρι, φουσκάλιαζε, άλλαζε ακόμα και το χρώμα του σε σκούρο καφέ σε μια απέλπιδα προσπάθεια μεταμφίεσης, απλωνόταν σα να' θελε να ξεφύγει, να πάει ακόμα παραπέρα. Σαν όμως το μαχαίρι έπαιρνε τη σωστή θέση, το τυρί τυλιγόταν γύρω του σαν ένα μαλακό και εύθραυστο σκοινί που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να σπάσει. Να πέσει ξανά στη φωτιά και να καεί. Να καρβουνιάσει.
     "Εκείνο που καίγεται είναι πάντα πιο νόστιμο". Τα λόγια του πατέρα της ακούστηκαν καθαρά στο άδειο διαμέρισμα. Το έλεγε πάντα σαν καψάλιζε φέτες ψωμιού δίπλα στο τζάκι, άφηνε τη φέτα να κάψει καλά και ύστερα την έξυνε με το μαχαίρι μέχρι να μείνει μια κεχριμπαρένια κρούστα και το ψωμί είχε ψηθεί έως και το τελευταίο ψίχουλο. Μετά έπαιρνε λίγο τριμμένο σκόρδο - πολτός σκόρδου είναι ο γκουρμέ όρος τώρα - και το άπλωνε πάνω στη φέτα που άχνιζε. Έσταζε και δυο πιτσιλιές λάδι. Αν είχε κέφια και κυρίως ντέρτια, του' ριχνε και μια γρήγορη βουτιά στο ποτήρι με το κρασί, "να το βρέξει", έτσι έλεγε, "να πάρει την κάψα απ' το οινόπνευμα μα κυρίως τη μυρωδιά του". Κανένα γκουρμέ εστιατόριο στον κόσμο δεν πρόκειται να φτιάξει ποτέ τέτοια νοστιμιά, κανένα αστέρι Μισελέν δεν αρκεί για να βραβεύσει αυτή τη μυσταγωγία, το πάντρεμα της φωτιάς με τη γη, τη συνουσία των γεύσεων που σπαρταράνε ακόμα εν τη γενέση τους, καθώς καταλήγουν ηδονικά στον ουρανίσκο.
     Αυτά τα λόγια τα κράτησε στα χρόνια που ακολούθησαν. Όλοι θαύμαζαν τις σάλτσες στα ψητά της. Δεν ήξεραν πως η σάλτσα γινόταν απ' τα καμένα απομεινάρια του ταψιού. Με λίγο ζεστό νερό αφαιρούσε κάθε λίπος, κάθε ίχνος καμένης πατάτας, κάθε καρβουνιασμένο κομματάκι κρέατος που είχε ακολουθήσει ανεξάρτητη πορεία και κάηκε στο δρόμο του ψησίματος. Τα μάζευε σε καθαρό κατσαρόλι και τα έβραζε για λίγο, προσθέτοντας λίγο αλεύρι - τόσο λευκό που έμοιαζε με επίδεσμο, τόσο γερό ίσα να δέσει τη σάλτσα - ή μήπως τις πληγές των καρβουνιασμένων υπολειμάτων; Σε κάθε περίπτωση το αλεύρι έκανε μια χαρά τη δουλειά του και το μαύρο της πληγής χανόταν για πάντα και να σου η σάλτσα τώρα, υποκίτρινη - σαν το χρώμα που χουν τα πεσμένα φύλλα το Γενάρη - κρεμώδης όσο πρέπει και σατανιστικά γευστική. Η καμένη σάρκα είναι πάντα γευστική.
     Οι μέρες αυτές είχαν περάσει ωστόσο. Οι άδειοι τοίχοι του διαμερίσματος το επιβεβαίωναν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Ο κολλητός της συνήθιζε να της λέει πως οι μέρες δεν πέρασαν οριστικά. "Μπήκαν στην κατάψυξη για να βγουν φρέσκιες όταν θα τις φάμε". Γέλασε. "Οι μέρες τρώγονται;", τον ρώτησε με δάκρυα στα μάτια, θες από συγκίνηση, θες από γνήσια αντίδραση στο χιούμορ του. "Μα και βέβαια τρώγονται οι μέρες", της απάντησε εκείνος σοβαρά. "Τι νόμιζες;". "Πως τρώγονται οι μέρες;" αναρωτήθηκε εκείνη, όχι γιατί δε γνώριζε την απάντηση - τη γνώριζε και μάλιστα πολύ καλά, είχε νοιώσει τη γεύση τους στο πετσί της, είχε μπολιάσει κάθε πόρο του κορμιού της - αλλά ήθελε να το ακούσει κι από κάποιον άλλον, κάποιον που αγαπούσε. Και δεν είχε πολλούς ν' αγαπά πια. "Οι μέρες τρώγονται με πηρούνι και μαχαίρι", της απάντησε εκείνος χαμογελώντας αυτή τη φορά. "Αλλά επειδή εμείς οι δύο είναι γνωστό ότι γουρουνιάζουμε, τις τρώμε με τα χέρια. Και γλύφουμε και τα δάχτυλά μας μετά. Αμέ!" Φαινόταν τόσο σίγουρος γι' αυτό που έλεγε κι εκείνη είχε κάθε διάθεση να τον πιστέψει, είχε απόλυτη ανάγκη να του πει έτσι είναι και να του ανακατέψει τα μαλλιά με το θάρρος της μεγαλύτερης αλλά τελικά παρέμεινε αμέτοχη. Άναψε ένα τσιγάρο και δοκίμασε με απέχθεια τον καφέ της που ήταν κάτι παραπάνω από χλιαρός πια.
     "Να θυμάσαι μωρό μου πως εκείνο που καίγεται είναι πάντα το πιο νόστιμο", της είπε ξαφνικά, μασουλώντας ένα κομμάτι κέικ με σταφίδες που είχε φτιάξει ο ίδιος και το είχε φέρει πεσκέσι. Το κέικ ήταν μια οικτρή αποτυχία αλλά όταν αγαπάς τον άλλον το τρως, δε λες κουβέντα και ξερογλύφεσαι κιόλας!
     "Που το άκουσες αυτό;" τον ρώτησε σαν άκουσε τη μνήμη της να χτυπάει την πόρτα.
     "Το ποιο καλέ;"
     "Γι' αυτό που καίγεται. Που το άκουσες;"
     Μπουκώθηκε ξανά με το κέικ ενώ τα μάτια του γύριζαν δαιμονισμένα παλεύοντας να θυμηθεί. Όταν το έκανε αυτό με τα μάτια, της θύμιζε τη Λίντα Μπλαιρ στον "Εξορκιστή" που το κεφάλι της πήγαινε γύρω, γύρω. Το φοβόταν. Την ανατρίχιαζε. Του το είχε πει πολλές φορές.
     "Παιδικοί φόβοι είναι αυτοί. Πρέπει να τους ξεπεράσεις", της είχε αποκριθεί με περισπούδαστο ύφος ψυχολόγου. "Εξάλλου τι προτιμάς; Να γυρίζω τα μάτια μου ή αυτό;" Έκανε "ααααα", ανοίγοντας το στόμα, αποκαλύπτοντας πολτοποιημένη τροφή ακαθόριστου χρώματος, ανακατεμένη με σάλια και στο βάθος τη σκοτεινή σπηλιά του οισοφάγου του.
     "Σταμάτα, είσαι μια αηδία!". Τον μάλωσε αλλά μέσα της χαιρόταν που ήταν εκεί και της έδειχνε τη σπηλιά του. Δεν ήταν μόνη στο σκοτάδι.
     "Πάντα μπορώ να γίνω χειρότερος. Να το θυμάσαι αυτό καλό μου", απάντησε εκείνος πίνοντας νερό απ' το μπουκάλι.
     Όλα αυτά είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα, σήμερα ήταν η επόμενη και αύριο ήταν η τελευταία. Το διαμέρισμα είχε αδειάσει, η μεταφορική εταιρεία δεν είχε κοστίσει πολλά, είχε φροντίσει γι' αυτό ο Σίμος, ο άνθρωπος με τον οποίο είχε μοιράσει τη ζωή της τα τελευταία εννιά χρόνια. "Γαλαντόμος ο σκατόβλαχος στο τέλος", είχε σχολιάσει ο κολλητός της.
     Της είχε μείνει η τοστιέρα. Πέντε φέτες τυρί ήταν απιθωμένες στο μπαλκόνι, στο ψυγείο του Χειμώνα. Μαζί τους και δύο φέτες μορταδέλα. Το βραδινό της. Αν της έλεγε κανείς πως το τελευταίο της δείπνο στο σπίτι που φιλοξένησε κόσμο και κοσμάκη όλα αυτά τα χρόνια, που η κουζίνα του μοσχοβόλησε απ' τις θεσπέσιες συνταγές και που τα μαχαιροπήρουνα κροτάλιζαν πάνω στα σερβίτσια για αμέτρητες ώρες θα ήταν ένα φτωχό τοστ, θα τον έπαιρνε για τρελό.
     Μισόφαγε το τοστ και κάθισε οκλαδόν στη μέση του σαλονιού, πάνω στο περιποιημένο παρκέ κι άναψε ένα τσιγάρο. Τη στάχτη την τίναζε κάτω, δεν την ένοιαζε πια, δεν είχε κανένα νόημα η καθαριότητα, η καλοσύνη, η κατανόηση, η κάλυψη, η ανοχή, η υπομονή, η διακριτικότητα, η ζωή η ίδια. Ο έρωτας με το Σίμο είχε καρβουνιάσει πια, όχι, η ίδια η ζωή με το Σίμο είχε καρβουνιάσει, ο έρωτας λαμπάδιασε και κάηκε σαν πυροτέχνημα λίγους μήνες αφότου τον γνώρισε. Κι όμως, αυτό το κάρβουνο ήταν το περίβλημα που την προστάτευε απ' τον κόσμο. Από μέσα η σάρκα ήταν ροδαλή και ζουμερή, αναζητούσε δόντια να τη δαγκώσουν και γλώσσα να τη γευτεί. Πόσο θα' θελε τώρα να ήταν δίπλα σε μια θεσπέσια φωτιά, γιορτινή, από εκείνες που φουντώνουν το κεφάλι σου και κοκκινίζουν το πρόσωπό σου, μια από εκείνες τις μεθυσμένες φωτιές της χειμωνιάτικης νύχτας. Να βάλει το χέρι της δίπλα, αυτό που μαγείρευε τόσα και τόσα, χρόνια και χρόνια, να το δει να κοκκινίζει, να φουσκαλιάζει, να φεύγει το δέρμα από πάνω και να μαυρίζει. Και μόλις αρπάξει, να του ρίξει αλάτι χοντρό πάνω, να ουρλιάξει απ' την ηδονή του πόνου, να πάρει το μαχαίρι, να βγάλει την πέτσα, να μείνει η ώριμη σάρκα και να τη βουτήξει σε λίγο λάδι και αμέσως να το ξεπλύνει με κρασί!
     "Πόσο κανίβαλοι είμαστε", μονολόγησε. "Τρώμε τις σάρκες μας με απόλαυση και σκουπιζόμαστε στο απορροφητικότερο χαρτί που υπάρχει. Ρευόμαστε και λέμε συγγνώμη καλέ μου ή με συγχωρείς αγάπη μου. Και η δυσωδία της σάρκας εξευμενίζεται από τη φλουοράιντ με τις τρεις γραμμές, κόκκινη, λευκή και μπλε - αγάπη, ισότητα αδελφοσύνη -, σε τρώω με αγάπη, ισότητα, αδελφοσύνη καλέ μου".
     Στο μυαλό της ήρθε και κάθισε μια μελωδία του Πράισνερ. Σηκώθηκε κι άρχισε να λικνίζεται στους ρυθμούς της μελωδίας. Πλησίασε τη συρόμενη πόρτα του μπαλοκονιού και αντίκρισε τον κόσμο στη νύχτα ντυμένο με πολύχρωμα φώτα.
     Έμεινε εκεί αφήνοντας τα δάκρυά της να υγραίνουν το τζάμι.
     "Κάηκα...", ψέλλισε μέσα στα αναφιλητά της.
     Τα πυροτεχνήματα που υψώθηκαν στον ουρανό εκείνη την ώρα, άλλαξαν το χρόνο.


  
       

Σχόλια

  1. Υπέροχο...
    Πόσο ωραίοι είμαστε οι άνθρωποι όταν κοιτάμε προς τα μέσα με αγάπη, τον μη-τέλειο εαυτό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ώστε με " καρβούνιασμα εξευμενίζεται η δυσωδία της σάρκας " και εγώ που έχω επενδύσει τόσο στη μαρσιποποίηση... Γράψατε πάλι !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...