Ο Κόουλ Πόρτερ τραγουδάει ακόμα...

     Ο Πουλαντζάς έστριψε στο δρόμο και κατηφόρισε προς το κονάκι του. Το βεβαίωσε αυτό έπειτα η Ευγενία γιατί εκείνη την ώρα ανέβαινε στη σκάλα της Μάρθας μ' ένα πιάτο σουπιές καθαρισμένες·η φιλενάδα της είχε κόψει άσχημα το δάχτυλό της προχτές σφάζοντας ένα κόκορα κι από εκείνη την ώρα υπέφερε στις δουλειές του σπιτιού. Οι σουπιές θέλουνε προσεχτικό καθάρισμα και η Ευγενία προσφέρθηκε να της κάμει το καλό. Τόσα χρόνια δίπλα, δίπλα τα σπίτια τους, ε δε λέει τίποτα να καθαρίσεις ένα πιάτο σουπιές. Άντε δύο. Η Ευγενία είπε πως τον χαιρέτησε κιόλας, εκείνος όμως δε γύρισε, σήκωσε αργά το χέρι του, εκείνο που κρατούσε τη μαγκούρα, στο άλλο κουβαλούσε μια τσάντα απ' το μπακάλικο, μάλλον γάλα είχε αγοράσει πρόσθεσε η Ευγενία που το μπαλκόνι της είχε εξελιχθεί σε πρώτης τάξης βίγλα με τα χρόνια και τα μάτια της είχαν αποκτήσει πια την ικανότητα τομογράφου. 
     Ήταν λίγο μετά τις έντεκα που κατέβηκε απ' τα Παπαδέϊκα, βεβαίωσε κι ο Νάκος απ' το καφενείο με το κανονικό του μάτι να γυαλίζει περισσότερο απ' το άλλο, το χαλασμένο. Πέρασε από δω, δε στάθηκε όμως, δε στέκεται πάντα για ένα πιοτί, σπάνια πια το έκανε ο Πουλαντζάς, με το που γύριζε απ' το κτήμα του το πολύ, πολύ να σταματούσε στο μίνι μάρκετ της Ειρήνης, ν' αγόραζε τίποτα χρειαζούμενο και μετά έπαιρνε τον ανήφορο για την άλλη πλευρά του χωριού. 
     Η Ειρήνη, μ' ένα γιο στην αγκαλιά κι έναν άλλο γύρω στα πέντε, σβούρα μέσα στο κατάστημα να κυνηγάει φανταστικούς λαθρομετανάστες, "μαύρε στη μεριά σου. Ουστ από δω. Είμαι ΜΑΤ!", επιβεβαίωσε το γεγονός πως ο μπάρμπα Σπύρος αγόρασε το καθιερωμένο λίτρο γάλακτος με το οποίο περνούσαν - εκείνος και η κυρά του - δύο μέρες. "Ζήτησε και μαρμελάδα ροδάκινο αλλά δεν έχουμε φέρει ακόμα τέτοια καλούδια. Σαν καλοκαιριάσει, το Χειμώνα δεν τα ζητάει κανείς", απολογήθηκε η Ειρήνη που δεν ήξερε πως στην κοιλιά της άνθιζε και τρίτος σπόρος απ' τον άντρα της το Μάνθο ο οποίος εκείνη την ώρα ήτανε με τη ουκρανέζα τη γκόμενα, εκείνη την ξερακιανή 40άρα που κανάκευε το Θωμά τον Τσάτση. Την είχαν φέρει τα παιδιά του απ' την Αθήνα να προσέχει τον πατέρα τους μιας και κανείς δεν τον ήθελε στο σπίτι του γέρο άνθρωπο, ανήμπορο να σταθεί και να εξυπηρετηθεί. Και η γυναίκα τί να σου κάνει; Σ' ένα χωριό γερόντων, Χειμώνας βαρύς, τα ξυλιασμένα πόδια θέλουν κάτι παραπάνω απ' την αναμμένη θράκα για να ζεσταθούν. Άσε που της αγόραζε και τσιγάρα, γιατί η Ουκρανέζα κάπνιζε πολύ!
     Τον Πουλαντζά τον είδε να κατηφορίζει και η Μάρθα που μόλις είχε πιει δυο ντεπόν για να σταματήσει ο πόνος απ' το δάχτυλο που της έφαγε μπαμπέσικα ο κόκορας με το μαχαίρι. "Ναι, τον είδε και η Ευγενία, μου' φερε εκείνη την ώρα κάτι σουπίτσες που δε μπορούσα να καθαρίσω μόνη μου. Τις καθάρισε... δε βαριέσαι, άμα πέσεις στην ανάγκη του ξένου, τι τα θες. Αμ έτσι καθαρίζονται οι σουπιές; Θα μου πεις, που να ξέρει, γυναίκα του βουνού είναι, οι σουπιές θέλουνε τέχνη να φύγει το μελάνι, δεν είναι άντερα από προβατίνα... Τέλος πάντων, ας μη λέω τίποτα, να' ναι καλά η γυναίκα που βοήθησε". Η Μάρθα είναι ξενόφερτη στο χωριό.
     Ο τελευταίος που είδε τον Πουλαντζά πριν αυτός μπει στο κονάκι του ήταν ο Ζαχαρίας, συνταξιούχος της ΔΕΗ, γεροντοπαλίκαρο και νοικοκύρης. Πιστός στο γράμμα του νόμου, δεξιός από πάππου προς πάππου, άνθρωπος της εκκλησίας και της τάξης. Το κονάκι του Πουλαντζά συνόρευε με τον κήπο του Αχιλλέα - νοικοκύρης κι αυτός, εφοριακός, που από τότε που έφτιαξε - όπως έλεγε - "ένα χαμόσπιτο στην Πάρο για να κάνουν κανένα μπάνιο τα παιδιά", δεν πολυπατούσε στο χωριό. Ο κήπος όμως ήτανε γεμάτος από μηλιές. Πέφτανε τα μήλα σωρός και σαπίζανε και τα σκουλήκια αυξάνονταν και πληθύνονταν, κρίμα είναι σκέφτηκε ο Ζαχαρίας που εκείνο το πρωί πήδησε το φράχτη - ένας σάπιος καλαμιώνας ήτανε, μη νομίζεις τίποτε σπουδαίο - και μάζεψε δύο τσάντες μήλα.  Θα μου πεις, τι να τα κάνει μια ψυχή τόσα μήλα; Ε κρίμα είναι να τα φάει το χώμα.
     
     Ο Πουλαντζάς άνοιξε την πόρτα, τίναξε τα παπούτσια του απ' τα χώματα και μπήκε στο σπίτι. Δυο δωμάτια κι ο καμπινές τρία. Αριστερά η κουζινίτσα με τα χρειαζούμενα. Δεξιά, στη μέση του τοίχου το τζάκι, σβηστό τώρα - δεν το άναψε η ευλογημένη;  Στη μέση ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, απέναντι μια ντιβανοκασέλα, ένα ημερολόγιο τοίχου κρεμασμένο με φωτογραφίες από μια τοπική αντιπροσωπεία τρακτέρ και πιο δίπλα μια ασπρόμαυρη - καπνισμένη απ' τα χρόνια φωτογραφία - ενός νιόπαντρου ζευγαριού. Πιο δίπλα η πόρτα που πήγαινε στο υπνοδωμάτιο και αριστερά της ο καμπινές. Ξεφύσηξε ο Πουλαντζάς. Άκουσε το καζανάκι να τρέχει. Κάθισε στην καρέκλα να ξαποστάσει. Έκλεισε τα μάτια του για λίγο, ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς του σταθερό μέσα στο στήθος του, έναν αμυδρό ήχο, τα χρόνια είχανε εξασθενίσει και την ακοή κι εκείνη την αντλία που "μπάπα - μπούπα, μπάπα - μπούπα" - τι σου φτιάχνει ο Θεός, τι μαέστρος είναι!
     Άνοιξε τα μάτια σαν ένοιωσε δυο χέρια να τον αγκαλλιάζουν απ' το λαιμό κι ένα φιλί στην κορφή του κεφαλιού του - τα χέρια ήτανε παγωμένα, ανατρίχιασε για λίγο το γέρικο κορμί αλλά το ζέστανε αμέσως η τρυφεράδα και η φωνή της. "Γύρισες άντρα μου; Γύρισες ομορφιά μου;" Έπιασε τα χέρια της, τα' φερε στο στόμα και τα φίλησε απαλά ανταποδίδοντας τη γλύκα.
     Ήτανε ροζιασμένα χέρια, ήτανε πονεμένα χέρια αλλά ήταν τα χέρια που φιλούσε και κρατούσε 67 χρόνια τώρα. Δεκαπέντε ήτανε ο Πουλαντζάς σαν ερωτεύτηκε την κυρά Φροσύνη που εκείνη τη χρονιά έμπαινε στα δεκατρία. Κρατήσανε τον έρωτα κρυφό για λίγο, ίσα μέχρι να 'πιανε μια δουλειά, να μπορούσε να τη ζήσει. Η ευκαιρία ήρθε μ' ένα γράμμα, απ' το θείο του το Σίμο που ήτανε κάποια χρόνια στην Αμερική και είχε κουτσοβολευτεί. Τον προσκαλούσε να πάει, να κάνει προκοπή. Κοπήκανε τα γόνατα της Φρόσως σαν της ήρθε το μαντάτο. Βούρκωσε και πνίγηκε απ' τον πόνο του χαμού που τον είχε δεδομένο. Αμερική, άλλος κόσμος, μυθικός, που πας μωρέ Πουλαντζά, εσύ δεν ορκίστηκες να πεθάνουμε μαζί, που μ' αφήνεις; Την πήρε αγκαλιά, εκεί κάτω απ' το χαλασμένο γεφύρι που βρίσκονταν τα πρωινά ή νωρίς τ' απόγιομα, τη φίλησε, τα χέρια της, πάντα του άρεσε να της φιλάει τα χέρια λες και ήτανε δεσπότης, όχι, δεσποσύνη ήτανε, η δέσποινα της καρδιάς του, έκλαψε κι εκείνος σαν είδε το κακό που της προξένησε, το σκέφτηκε για μέρες και της το πέταξε. "Έλα μαζί μου!" Ακούστηκε τόσο καθάρια ετούτη η κουβέντα, σαν το νερό που έτρεχε απ' το βουνό σαν έλιωνε το χιόνι, εκεί ανάμεσα στα πουρνάρια και τα πεύκα, σαν το πουλί που σηκώθηκε απ' το κλαδί του και πήρε το δρόμο τον άγνωστο για την ξένη χώρα. "Ναι", του' πε μόνο.
     Και πήραν το δρόμο. Βρέθηκαν στην ξένη χώρα πιτσιρίκια, τι ξέρανε από κόσμο αυτά, κι όμως βρεθήκανε κυνηγημένα απ' την κατακραυγή του χωριού που ήταν σαν να την άκουγαν τις νύχτες όταν ξάπλωναν στο στρώμα που τους παραχώρησε ο θείος. Πρακτικός άνθρωπος εκείνος, η Αμερική τον είχε ποτίσει στα υγρά της, δεν έδωσε σημασία στο σκάνδαλο. Ένα πράμα μόνο του' πε μια μέρα, χωρίς να τους ακούει η Φρόσω. "Έτσι και τη γκαστρώσεις πριν την παντρευτείς, σε πήρε ο διάολος και σε σήκωσε. Βρες τρύπα να κρυφτείς!"
     Εξήντα εφτά χρόνια από τότε. Τα σκέφτεται τώρα ο Πουλαντζάς καθώς τη βλέπει να κουτσαίνει προς την κουζίνα, να σκύβει ασθμαίνοντας, να βγάζει το κατσαρόλι και να το γεμίζει νερό, ν' ανάβει το μάτι του γκαζιού με τον αναπτήρα "Κοτοπουλάγνος - Ψησταριά, αδελφοί Ντόκα, τηλ....", να βγάζει τη σακούλα με τον τραχανά απ' το ντουλάπι, θα βράσει το νερό, θα ρίξει δυο χούφτες να φάνε για μεσημέρι. Δεν αργεί ο τραχανάς να γίνει.
     Σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό η κυρά Φροσύνη. Παλεύει ο Πουλαντζάς, θυμάται αμέσως και ξαφνικά το δωμάτιο αλλάζει και δεν είναι πια το κονάκι του, δεν είναι το σήμερα, είναι χρόνια πριν, κάπου στο Ιστ Βίλατζ, είναι Χριστούγεννα, η αβγοκοφτή κοτόσουπα αχνίζει στο τραπέζι - η γαλοπούλα είναι για τους Αμερικάνους, εμείς είμαστε Έλληνες - τα λαμπάκια αναβοσβήνουν, η ζέστη του σπιτιού είναι ανυπόφορη και καλοδεχούμενη συνάμα και στο πικάπ παίζει αυτό το τραγούδι. "Μέρα και νύχτα είσαι η μοναδική, κάτω απ' το φεγγάρι και τον ήλιο.. είσαι η μοναδική... στη βουή του δρόμου ή στη μοναξιά του δωματίου, είσαι η μοναδική". Τούτο το τραγούδι σημάδεψε τη ζωή τους. Παίζει το πικάπ κι εκείνος την πλησιάζει, ξεκοκαλίζει το κοτόπουλο, την πιάνει απ' τη μέση και τη γυρίζει, ακούει το "αχ" της, το αχ του πανικού μη λερωθούνε, το αχ του πόσο σ' αγαπώ άντρα και στεφάνι μου, το αχ του δε κάναμε παιδιά να τρέχουνε γύρω, γύρω τώρα, ν' ανοίγουνε δώρα, να κουνάνε το δέντρο, να φωνάζουνε και να γελάνε, το αχ της πατρίδας που πονάμε, καλή ετούτη η χώρα και μας έθρεψε και ζούμε καλά αλλά να γυρίσουμε κάποτε, να ζήσουμε ξανά στον τόπο μας, να πεθάνουμε εκεί, το αχ όσων τραβήξαμε μαζί κι αντέξαμε και είμαστε μαζί, πόσα αχ έχει τούτη η ζωή... Αλλά είναι όμορφη πανάθεμά τη. 
      Σηκώνεται ο Πουλαντζάς και πάει κοντά της. Μόλις έριξε τον τραχανά κι ανακατεύει να μην της πιάσει. Τη πιάνει απ' τη μέση όπως παλιά και παίρνει τη σκυτάλη στη μελωδία μουρμουρίζοντας τα λόγια. Τη σφίγγει στα μπράτσα του, ναι, τούτα τα μπράτσα έχουν ακόμη δύναμη, τη γυρίζει, το αχ δε βγαίνει πια, όσα αχ ήτανε να γεννηθούν, το κάνανε στα χρόνια που περάσανε. Εκτός από ένα. "Αχ και να' μουν νέος... "
     Τον κοιτάζει στα μάτια και βουρκώνει. Με μια κίνηση γυρνάει και σβήνει το μάτι, στα κομμάτια ο τραχανάς, τρώνε και ψωμοτύρι άμα λάχει, τον πιάνει απ' το χέρι, το σφίγγει ετούτο το χέρι και τον σέρνει στο υπνοδωμάτιο. Αγκαλιά ξαπλώνουν και φιλιούνται τρυφερά, κάθε ραγάδα και ρυτίδα παίρνει το δικό της μερτικό απ' την αγάπη, κάθε τους χάδι ανασταίνει τόσες αναμνήσεις, κάθε μικρό μαράζι χάνεται για πάντα, κάθε αναστεναγμός είναι κοινός, κοινή ζωή, εμείς οι δυο είμαστε ένα. Ένα πράμα, ένα γέρικο κορμί, αρσενικό και θηλυκό μαζί, "πάμε στο γεφύρι;", "έχουμε χρόνια... που καιρός τώρα για τέτοια", "πάμε όπως παλιά, να, θα πούμε στο Θανάση να μας πάει με τ' αγροτικό, να του δώσουμε και κάτι", "θα σκοτωθούμε ομορφιά μου, τι λες; Δεν είναι για εμάς αυτά. Να θυμόμαστε μόνο μπορούμε...", "σ' αγαπώ όπως τη πρώτη μέρα που σε γνώρισα...", "θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ' αυτή τη μέρα", "σταμάτα τώρα, φίλα με όπως τότε...", "δεν είμαστε νέοι πια.... μη ζητάς πολλά", "είσαι ένας εσύ...πόσα ξέρεις!", "ήθελα να σου φέρω μαρμελάδα ροδάκινο που σ' αρέσει αλλά δε βρήκα." "Θες να με γλυκάνεις άντρα μου; Κι άλλο; Πόσο πια; Δε βαρέθηκες τόσα χρόνια;"
     Ένας αναστεναγμός. 
     "Θέλω να πεθάνω Φρόσω μου. Κουράστηκα πια..."
     Μπλέκει τα δάχτυλα στις άσπρες τρίχες του στέρνου του που ανεβοκατεβαίνει κουρασμένα και δε μιλάει. Βάζει το κεφάλι της στη φωλιά του λαιμού του και δε μιλάει. Νοιώθει το χέρι του στην πλάτη της να τη σφίγγει, την πονάει εκεί απ' τα χρόνια αλλά δε μιλάει. 
     "Περάσαμε καλά μαζί, έτσι δεν είναι ομορφιά μου;"
     "Ναι άντρα μου", του ψιθυρίζει. "Περάσαμε καλά μαζί".
     Για λίγο ακόμα δε μιλάνε. Τις ανάσες τους αφουγκράζονται μόνο.
     "Είναι να κανονίσουμε τίποτα πριν;"
     "Η σύνταξη θα' ρχεται σε σένα. Τα' χω κανονισμένα με τον ταχυδρόμο".
     "Τι θα πει αυτό; Ποιος σου' πε πως δε θα' ρθω μαζί σου;"
     Τη σφίγγει πιο πολύ στην αγκαλιά σα να θέλει να τη σκάσει. Την περίμενε τούτη την αντίδραση.
     "Εγώ κουράστηκα καλή μου. Όχι εσύ. Τούτο το μονοπάτι, θα το πάρω ολομόναχος".
     Τινάζεται σα να τη χτύπησε το ρεύμα.
     "Σε γελάσανε Πουλαντζά! Εγώ δε σ' αφήσα να πας στην Αμερική μονάχος και θα σ' αφήσω να πας να βρεις το Χάρο; Δε σφάξανε σου λέω!"
     Βάζουνε τα γέλια αυθόρμητα, πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, πνίγονται, βήχουν, χάνουν τις ανάσες τους, γελάνε και τα δάκρυα αναβλύζουν πλούσια κι ενώνονται, ένα κοινό ποτάμι που βρέχει τα ρούχα τους, πέφτουν ξεθεωμένοι το κρεβάτι και κοιτάνε το ταβάνι. 
    "Σ' ευχαριστώ". Της πιάνει το χέρι και το σφίγγει.
     "Εγώ σ' ευχαριστώ. Για όσα ζήσαμε μαζί."
     "Περάσαμε καλά μαζί, έτσι δεν είναι;"
     "Ναι άντρα μου. Πιο καλά, δε γινότανε", λέει και ανταποδίδει το σφίξιμο.

     Η Μάρθα κάνει το σταυρό της με το μπανταρισμένο χέρι. Δε λέει να περάσει ο πόνος. Αύριο θα κατέβει στην πόλη, θα πάει στο νοσοκομείο να το κοιτάξει.
     Η Ευγενία παράτησε το τούρκικο που έβλεπε στην τηλεόραση και βγήκε στη βίγλα της. Έκανε κι εκείνη το σταυρό της, ακούγοντας τη καμπάνα να χτυπάει πένθιμα. Δεν είδε κάτι ενδιαφέρον κι επέστρεψε στο σίριαλ.
     Ο Νάκος ακολούθησε την κηδεία. Είχε πιει δέκα καφέδες και είκοσι τσίπουρα με το συγχωρεμένο. Φίλος λογιζότανε.
     Η Ειρήνη τσακώνεται με το Μάνθο γιατί κάποιος της σφύριξε πως κανονίζει την Ουκρανέζα. "Την Παναγία σου..." βρίζει εκείνος. Το μωρό κλαίει στην κούνια, το πεντάχρονο τρώει μια φέτα ψωμί με λάδι και τυρί και παρακολουθεί απορημένο τη λιλιπούτεια πομπή να περνάει μπροστά του. 
     Ο Ζαχαρίας βρέθηκε στην εκκλησία να εκτελέσει χρέη ψάλτη για την ακολουθία. Ο κανονικός ψάλτης αρρώστησε και σαν σωστός νοικοκύρης τον αντικαθιστά.
     Ο Κόουλ Πόρτερ τραγουδάει ακόμα...


    

     
  
    

Σχόλια

  1. αισθάνθηκα την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω
    χωρίς την πρώτη ενότητα και την τελευταία

    είναι ό,τι πιο υπέροχο
    έχω διαβάσει από εσένα...

    η εκίμηση αυστηρά ιδιωτική,
    "πώς αλλιώς,

    αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
    με το δριμύ του μαύρου του θανάτου"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πανέμορφο !!! ώστε έχουν στον ήλιο μοίρα και οι βασανισμένες υπάρξεις, αλλά δε γίνεται να μην πεθαίνουν στο τέλος ; όχι να είναι επιστημονικής φαντασίας αλλά να τους παρακολουθήσουμε σε εκείνο το σημείο που απολαμβάνουν τη ζωή τους και όχι στο παραπέντε. να μας ανοίξει η πένα σας ένα παράθυρο και να ξεκλέψουμε μια ματιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...