Η μεγάλη μέρα του Αντίνοου Χρυσολωρά

     Στις 9 και 17 ακριβώς ο Αντίνοος Χρυσολωράς ήταν έτοιμος να βγει απ' το διαμέρισμά του, να κατηφορίσει το μικρό δρομάκι μέχρι τη στάση του λεωφορείου που θα τον κατέβαζε στο κέντρο. Στις 8 και 34 που είχε βγει στο μπαλκόνι αντίκρισε μια μέρα συννεφιασμένη, σκέφτηκε πως ίσως ήταν αναγκαίο να πάρει και την ομπρέλα του στην περίπτωση που τα σύννεφα γίνονταν πιο πυκνά και κατέληγαν σε βροχή. Επέστρεψε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, αποτελείωσε τον καφέ του - μαύρος δίχως μόριο ζάχαρης - και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για τον καλλωπισμό του. Ξυρίστηκε, βούρτσισε τα δόντια του, χτενίστηκε πετυχαίνοντας ακριβώς τη γραμμή της χωρίστρας στα μαλλιά του, σάλιωσε και διόρθωσε τη φορά των φρυδιών του ενώ όλη αυτή την ώρα μουρμούριζε μια θριαμβευτική μελωδία.
 
     Το εμβατήριο Ραντέτσκυ.

     Διάλεξε ένα σκούρο μπλε κοστούμι - μάλλινο παντελόνι και σακκάκι - ξεκρέμασε την καπαρντίνα του απ' την ντουλάπα, έριξε μια διερευνητική ματιά προς αναζήτηση κάποιας τρίχας ή χνουδιού κι αφού η επιθεώρηση έληξε, ντύθηκε ικανοποιημένος. Τα μαύρα σκαρπίνια του γυάλιζαν στο ημίφως της θλιμμένης μέρας που έμενε κλειδωμένη απ' έξω. Ο κ. Αντίνοος Χρυσολωράς αντιλαμβανόταν τις μέρες που περνούσαν στο πλαίσιο του παραθύρου του. Οι μέρες ήταν πάντα παραλληλόγραμμες και ξεχώριζαν ανάλογα με τον τονισμό του φωτός που εξέπεμπαν.
     Έβαλε τα παπούτσια του και άφησε το είδωλό του να αποκαλυφθεί στον ολόσωμο καθρέφτη του χωλ. Τίποτε εξεζητημένο, τίποτε περιττό. Ακρίβεια. Ίσως ένα τσακ... μια διόρθωση στον κόμπο της γραβάτας ο οποίος φαίνεται υπερβολικά σφιχτός. Μια χαρά τώρα. Όλα στην εντέλεια. Έβαλε στο στόμα μια τσίχλα μέντας για να ενισχύσει τη δροσιά της αναπνοής του, πήρε το καπέλο του απ' την κρεμάστρα, την ομπρέλα απ' την ομπρελοθήκη - τα σύννεφα πύκνωναν - βεβαιώθηκε πως είχε δύο εισιτήρια στο πορτοφόλι του και άρχισε να ξεκλειδώνει τις κλειδαριές ασφαλίας που κρατούσαν το προσωπικό του σύμπαν μακριά απ' το εξώτερο σύμπαν.

     Τράβηξε και τον επιπρόσθετο σύρτη.

     Μπροστά του στεκόταν ένα πλάσμα σε άθλια κατάσταση. Κοντό, χοντρό, με ανακατωμένα πυρόξανθα μαλλιά, πρησμένα μάτια - ο ποιητής τι θα έλεγε εδώ; πως θα περιέγραφε τα μάτια του δύσμοιρου αυτού πλάσματος;

"Το αίμα πλημμύρισε τ' ασπράδι γύρω απ' τις κόρες σου. Κόκκινες πλατείες τα μάτια σου ανάξιε πατέρα. Γιατί δεν προστάτεψες τις κόρες σου ως όφειλες να κάνεις;"

     Η έμπνευση χάθηκε όπως ακριβώς ήρθε. Σαν αστραπή. Η ώρα ήταν 9 και 20, ο Αντίνοος Χρυσολωράς αυτή την ώρα έπρεπε να εξέρχεται απ' την είσοδο της πολυκατοικίας ωστόσο βρισκόταν ακόμα στην εξώπορτα του διαμερίσματος - μέσα! - μ' ένα άγνωστο σε αυτόν πλάσμα - έξω!
     Το κοντρόχοντρο, πυρόξανθο πλάσμα έμπηξε τα κλάματα. Το στόμα του σχημάτισε ένα γκροτέσκο άνοιγμα, σαν εκείνα των μικρών παιδιών που τους λες "έλα μια κουταλίτσα για τη μαμά... έλα μία για το μπαμπά", μόνο που αυτό το στόμα δε χρειαζόταν τέτοιου είδους παραινέσεις, το σώμα αποδείκνυε πως το στόμα άνοιγε συχνά, ίσως περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Σάλια άρχισαν να κυλάνε και να υγραίνουν μια ήδη λεκιασμένη μπλούζα, ένα fruit of the loom άλλης εποχής, ξεβαμμένης τόσο, όσο και το ύφασμα.
     Ο Αντίνοος Χρυσολωράς είχε απορροφηθεί τόσο πολύ απ' την εικόνα που συνάντησε ακριβώς έξω απ' την πόρτα του διαμερίματός του που δεν μπόρεσε ν' αντιδράσει - κατά συνέπεια και να ξεφύγει - όταν το πλάσμα με μια ζηλευτή επιδέξια κίνηση - περισσότερο αυθόρμητη και λιγότερο προμελετημένη - έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε σφιχτά κι έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή που τράνταξε το σύμπαν του συθέμελα.
     "Αααααααααα. Πήραν τη μαμά μουυυυυυ!"
     Ένας αιφνιδιασμός δυσφορίας κατέκλυσε απ' την κορφή ως τα νύχια τον Αντίνοο Χρυσολωρά. Τα ύστερα του κόσμου! Ποια δυσνόητη και προφανώς ανώμαλη ταλάντωση του σύμπαντος τον είχε οδηγήσει σ' αυτή την εξαιρετικά δυσάρεστη θέση; Ένοιωσε τον κόμπο της γραβάτας του πιο σφιχτό ξανά, ήταν το μήλο του Αδάμ που λειτουργούσε πυρετωδώς ως αντλία, κατεβάζοντας το σάλιο του όλο και πιο γρήγορα, έως που το στόμα του στέγνωσε εντελώς. Δε θα μπορούσε βέβαια να πει το ίδιο και για το στήθος του ή καλύτερα για το πουκάμισο και τη γραβάτα του που είχαν μουσκέψει απ' τα δάκρυα του πλάσματος που εξακολουθούσε να τον κρατά σφιχτά, πνίγοντας δάκρυα και οδυρμό στο μεγάλο λιβάδι των βαμβακερών ινών στο οποίο είχε ξαποστάσει τη λύπη του.
 
     Η έμπνευση ξανάρθε.

"Τι βογγάς; Τι οδύρεσαι ; Ποιο σύννεφο σ' απίθωσε μπροστά μου; Πόσο γουρουνίσια σκούζεις! Στη λάσπη σου γοργά κυλίσου τώρα! Στα λιβάδια τρέχουν μόνο οι όμορφες κοπέλες!"

     Το πλάσμα τον έσπρωξε και μπήκε στο διαμέρισμα. Ο Αντίνοος Χρυσολωράς ένοιωσε την πλάτη του να κολλάει στον ολόσωμο καθρέφτη, το βάρος να τον εγκαταλείπει και την πυρόξανθη μορφή να χάνεται από μπρος του. Άκουσε τα βήματά του, μικρά, πεταχτά πάνω στο ξύλινο δάπεδο, τις σανίδες να τρίζουν απ' το άγνωστο βάρος κι αμέσως μετά το νερό της βρύσης να τρέχει. Ξαναβρίσκοντας την κυριαρχία του ο Αντίνοος Χρυσολωράς συνήλθε απ' το απρόσμενο και ακολουθώντας τον ήχο είδε το πλάσμα να πίνει νερό με τη χούφτα απ' τη βρύση του νεροχύτη.

     Ξεδίψασε κι άφησε ένα γενναιόδωρο ρέψιμο!

     Ένας μεγάλος λεκές νερού είχε σχηματιστεί στη μπλούζα του. Το πλάσμα έμενε εκεί, ακίνητο, σε μια καμπουριασμένη στάση με τα χέρια κάτω παραλυμένα, το βλέμμα να κοιτάζει το δάπεδο, σάλια και νερό να κυλάνε σε νέες ποσότητες και ίσα ν' ανασαίνει. Αν αυτό το πλάσμα δούλευε με μπαταρία, τότε μάλλον τελείωναν τα ψωμιά της. Αν δούλευε με ρεύμα, ήθελε επειγόντως φόρτιση. Το πλάσμα κατέρρευσε. Εκεί, στη μέση της κουζίνας, έπεσε σαν ένας σάκκος με κόκαλα, ένα ζυμάρι τεραστίων διαστάσεων που περίμενε τον πλάστη του για ν' απλωθεί, να αποκτήσει μορφή και νόημα. Ο Αντίνοος Χρυσολωράς αμύνθηκε μπροστά σε αυτή την αλόγιστη επίθεση κοιτάζοντας το ρολόι του. 9 και 28. Είχε βγει εκτός του προγράμματός του κατά έντεκα ολόκληρα λεπτά.

"Μα τι να' ναι ο χρόνος; 
Αυτό που νομίζεις μή αυτό που ζεις; 
Κατασκευασμά σου είναι π' απομένει σαν εσύ θα φύγεις. 
Να μετράει, το εκκρεμές στο πατρικό σαλόνι, 
πέρα, δώθε, πέρα, δώθε. 
Ο πατέρας σου τ' αγόρασε, ο πατέρας σου πέθανε, 
πέρα, δώθε, πέρα, δώθε, 
η μητέρα σου το ξεσκόνιζε, η μητέρα σου πέθανε, 
πέρα, δώθε, πέρα, δώθε.
Εσύ το πούλησες, ο χρόνος μετράει,
πέρα, δώθε, πέρα, δώθε..."

     - Κύριε Χρυσολωρά;

     Η Αντιγόνη Καλπάκη ήταν διαχειρίστρια στην πολυκατοικία τα τελευταία επτά χρόνια. Συμβολαιογράφος, με μητέρα συμβολιογράφο, πατέρα συμβολαιογράφο, σύζυγο συμβολαιογράφο. Όλοι τους συνέτασσαν πράξεις με χερουβείμ και βελζεβούληδες πλέον, ανάλογα με τις πράξεις του ο καθένας. Αυτό συνήθιζε να λέει η Αντιγόνη Καλπάκη η οποία ήταν σίγουρη πλέον πως η ζωή δεν της είχε φερθεί με το γάντι. Έμενε στο ρετιρέ και μάζευε τα ενοίκια από άλλα τρία διαμερίσματα και δύο καταστήματα σε απόσταση ενός χιλιομέτρου απ' το σαλόνι του Αντίνοου Χρυσολωρά, στο οποίο κάθονταν τώρα πίνοντας τσάι με άρωμα πορτοκαλιού και κανέλλας, ρίχνοντας παράλληλα συνωμοτικές ματιές προς το πλάσμα που είχαν σηκώσει και κουβαλήσει στον καναπέ - ο καναπές έτριξε απ' το βάρος αλλά αυτό ήταν η λιγότερη λεπτομέρεια σ' ένα σύμπαν που παλλόταν ανεξέλεγκτα εδώ και κάποια ώρα. Το πλάσμα κοιμόταν, ναι κοιμόταν, είχε πέσει σ' ένα λήθαργο που μύριζε ξαφνικά ξυνισμένο γάλα και κράκερ. Λαχάνιασαν απ' την προσπάθεια, το πλάσμα δεν τους βοήθησε καθόλου με την κοιμισμένη συμπεριφορά του, επηρέαζε πλέον τις ζωές δύο ανθρώπων που ήταν άγνωστοι και οι οποίοι είχαν τις δουλειές τους αυτή τη συννεφιασμένη μέρα, δουλειές που αναβάλλονταν κάθε λεπτό που περνούσε, με συνέπειες άγνωστες πάνω στις ζωές άλλων ανθρώπων που εξαρτόνταν απ' αυτές. Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Αντίνοος Χρυσολωράς σαν ετοίμαζε το τσάι το οποίο συνόδευσε με κουλουράκια κανέλας και πορτοκαλιού.
     "Φοβάμαι πως σήμερα συνέβη κάτι δυσάρεστο στην πολυκατοικία", άρχισε την κουβέντα η Αντιγόνη Καλπάκη αφού δοκίμασε δυο γουλιές απ' το τσάι της, μόρφασε ελαφρά, η κανέλα ή το πορτοκάλι δεν ήταν του γούστου της και ζήτησε ευγενικά ν' ανάψει ένα τσιγάρο. Ο Χρυσολωράς που ποτέ δεν είχε βάλει τσιγάρο στο στόμα του αιφνιδιάστηκε, η Αντιγόνη πήρε το θάρρος και με την αμήχανη σιωπή του άναψε ένα άφιλτρο Gauloise. Σύντομα, ασημόγκριζα σύννεφα αιωρούνταν στο σαλόνι και η μυρωδιά του γάλακτος και του κράκερ απέκτησε μια γλυκύτερη αίσθηση. Το πλάσμα γύρισε πλευρό, η fruit of the loom τραβήχτηκε ψηλά, η λευκή, άτριχη κοιλιά ξεχείλισε απ' τα ρούχα σαν τη ζύμη του κέικ που περιμένει να την αλείψεις με κρόκο αυγού πριν τη βάλεις στο φούρνο, ο Χρυσολωράς χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του σε σημείο ανεπίτρεπτο για τα δικά του δεδομένα. "Καλύτερα να τη βγάλω", σκέφτηκε.
     "Γνωρίζατε την Ειρήνη Καπάνταη που έμενε ακριβώς κάτω από εσάς;" Δεν πρόλαβε να λύσει τη γραβάτα, το χέρι έμεινε μετέωρο, εκείνη συνέχισε απτόητη. "Δυστυχώς πέθανε. Μας άφησε κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχε αδύναμη καρδιά χρόνια τώρα, ίσως γνωρίζετε, ίσως έχετε ακούσει, δεν έχουμε απομείνει πολλοί οι Έλληνες στο κτίριο. Τα διαμερίσματα του πρώτου είναι ανοίκιαστα, στο δεύτερο έμενε η κυρία Καπάνταη κι ένα ζευγάρι αλλοδαπών, από την Λευκορωσία νομίζω ή κάπου εκεί, είναι τόσο απέραντες οι χώρες τους όσο αχανείς κι οι στέπες τους. Το μοναδικό πράγμα που θαυμάζω σ' αυτούς είναι η καλλιέργειά τους. Έχετε διαβάσει ρομαντική λογοτεχνία από Ρώσους δημιουργούς; Το λέω γιατί ξέρω πως είστε ένας ποιητής, ω ναι, το γνωρίζω, δε χρειάζετε να εκπλήσσεστε, τόσα χρόνια εδώ πια, γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλον περισσότερο απ' όσο φαντάζομαστε". Με την καύτρα του τσιγάρου που τελείωσε άναψε αμέσως το επόμενο, φύσηξε βιαστικά τον καπνό ενδεχομένως για να μη διακοπεί ο ειρμός της, "ω Χριστέ μου, τόση ώρα αφήνω τις στάχτες στο πιατάκι του τσαγιού, τι απρόσεχτη! Έχετε ένα σταχτοδοχείο φαντάζομαι;" Σταχτοδοχείο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, κακώς σηκώθηκε να ψάξει ή προσποιήθηκε έτσι ο Αντίνοος Χρυσολωράς, συνειδητοποιώντας πως το πρόγραμμά του και το κυριότερο, το μικρό του σύμπαν, είχε παραβιαστεί ανεπανόρθωτα αυτή τη μέρα. Ας κάπνιζε λοιπόν κι αυτό το τσιγάρο και ας έφευγε, παίρνοντας και το πλάσμα μαζί της. Το πλάσμα που συνέχιζε τον αρειμάνιο ύπνο του δίχως να ενοχλείται απ' τις ομιλίες ή απ' τη βαριά μυρωδιά του καπνού.
     Επέστρεψε άπραγος. Της έκανε νόημα πως μπορούσε να τινάζει τη στάχτη της στο πιατάκι, "ω, μα είστε σίγουρος;", "παρακαλώ, δεν είναι θέμα. Πείτε μου για την κυρία που πέθανε και ποια σχέση έχει με μένα".
     Κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ με το χέρι να καπνίζει ήρεμα, σαν τον καπνό που αφήνει η καμινάδα ενός εξοχικού ανάμεσα στα δέντρα. "Ο Σεραφείμ είναι ο μονάκριβος γιος της. Θλιβερή ιστορία πράγματι. Έχει ένα δεδομένο πρόβλημα αντίληψης - δε γνωρίζω ακριβώς, καταλαβαίνετε - σε τέτοια θέματα οφείλουμε να είμαστε διακριτικοί. Τον τελευταίο καιρό είχαμε έρθει πιο κοντά, αυτό οφείλεται στη γνωριμία μας, σ' ένα συμβόλαιο που μου είχε ζητήσει να συντάξω παλαιότερα η μακαρίτισα. Ξέρετε κι εγώ δεν έχω πολλές έγνοιες στο μυαλό μου πια. Γνώριζα το πρόβλημα υγείας και τής στάθηκα όσο μπορούσα. Μ' εμπιστευόταν πολύ. Μου είχε δώσει και κλειδί του σπιτιού της, το φαντάζεστε; Μου το έδωσε την Τρίτη και σήμερα είναι Πέμπτη! Διαισθανόταν το τέλος να' ρχεται η καημένη. Μήπως έχετε λίγο ουίσκι;"
     Ουίσκι δεν υπήρχε, το αλκοόλ αντικαταστάθηκε από μια δόση λικέρ κουμκουάτ, δώρο στο Χρυσολωρά από έναν φίλο του που είχε επισκεφτεί την Κέρκυρα πριν χρόνια. "Σκέτη ζάχαρη είναι, απαίσιο", αποδοκίμασε το ηδύποτο η Αντιγόνη Καλπάκη. "Συμπαθάτε με", συμπλήρωσε αμέσως με μια δόση απολογίας. Άναψε τρίτο τσιγάρο αφήνοντας το προηγούμενο να σιγοκαίει ακόμα στο πιατάκι, σχηματίζοντας μια κηλίδα νικοτίνης στη λευκή πορσελάνη. "Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα που χρησιμοποίησα το κλειδί αγαπητέ κύριε Χρυσολωρά. Μπήκα στο διαμέρισμα και τη βρήκα νεκρή στο κρεβάτι της. Ο Σεραφείμ καθόταν στο πλάι και της κρατούσε το χέρι. Το κατάλαβα αμέσως πως ήταν νεκρή. Έχω δει αρκετούς νεκρούς στη ζωή μου για να τους ξεχωρίζω απ' τους ζωντανούς πιστέψτε με". Τα μάτια της έλαμψαν θέλοντας να πιστοποιήσουν την αλήθεια των όσων έλεγε, ωστόσο ο συνομιλητής της δεν είχε καμία διάθεση να την αμφισβητίσει. Το μυαλό του ξανάγινε λατομείο που οι λέξεις έσκαβαν το δρόμο προς την επιφάνεια.

"Να τη λοιπόν, κείτεται νεκρή, κουφάρι που σαπίζει
που' ν τα νιάτα σου;
που' ν η ομορφιά σου;
που' ν ο κόσμος στο χέρι σου
σαν τον έστιβες σαν ζουμερό λεμόνι;
παν τα νιάτα σου,
πάει η ομορφιά σου,
σ΄ έστιψε και σε για τα καλά ο χρόνος".

     Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

      "Γνωρίζετε τον κύριο Βύρωνα Ασπιώτη; Είναι χρόνια φίλος και οικογενειακός μας γιατρός. Πιστοποίησε το θάνατο της μακαρίτισας. Του τηλεφώνησα αμέσως μόλις διαπίστωσα το μοιραίο". Η Αντιγόνη Καλπάκη έκανε τις συστάσεις, ο Ασπιώτης κάθισε δίπλα της και προτίμησε καφέ αντί για τσάι. Είχε συντάξει και υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου από ανακοπή, είχε καλέσει το γραφείο κηδειών και ήταν παρών όταν η παγωμένη Ειρήνη Καπάνταη κρύφτηκε απ' τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με το κλείσιμο ενός φερμουάρ. Αυτό το μακρόσυρτο "ζιιιιιιιπ" ήταν που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Σεραφείμ ο οποίος έως εκείνη την ώρα παρακολουθούσε αμέτοχος τα γεγονότα. "Εκεί ξέσπασε το καημένο", είπε με συμπόνοια η Αντιγόνη Καλπάκη ρίχνοντας μια τρυφερή ίσως ματιά στο πλάσμα που κοιμόταν. "Είναι ψυχολογικό Αντιγόνη", βεβαίωσε με κάθε επισημότητα ο Βύρων Ασπιώτης φυσώντας τον καφέ του. "Εσείς κύριε, γνωρίζατε τη νεκρή;", ρώτησε με μια γενναία δόση περιέργειας, απευθυνόμενος στο Χρυσολωρά. "Όχι, δεν τη γνώριζα και ειλικρινά ομολογώ πως... ομολογώ πως είναι περίεργο όλο αυτό που συμβαίνει. Θέλω να πω, δε τη γνώριζα, δεν είχα καμία επαφή μαζί της και όμως αυτή τη στιγμή βρίσκεστε στο σαλόνι μου, μαζί με το προβληματικό παιδί της και συζητάτε γι' αυτήν. Κι εγώ είμαι υποχρεωμένος ν' ακούσω θλιβερά πράγματα για ένα άτομο που δε γνώρισα ποτέ μου και που ειλικρινά δεν ξέρω για ποιο λόγο συνεχίζω να το κάνω...."
     "Κύριε Χρυσολωρά!", μια δόση έκπληξης απ' την Αντιγόνη Καλπάκη. Ίσως και με μια εσάνς αποδοκιμασίας για την έλλειψη σεβασμού προς τη νεκρή.
     "Είναι ψυχολογικό Αντιγόνη. Λογικό είναι", την καθησύχασε ο γιατρός, πιάνοντας το χέρι της. "Ο κύριος Χρυσολωράς βρίσκεται σε κατάσταση σοκ".
     Ήταν 10 και 27 πρώτα λεπτά. Ο Αντίνοος Χρυσολωράς τους άφησε για λίγο ζητώντας συγγνώμη, έπρεπε να τηλεφωνήσει κάπου, ίσως έπρεπε ν' αναβάλλει τελικά ένα ραντεβού, ίσως όχι, μάλλον δε μπορούσε να το αναβάλλει, έπρεπε να πάρουν το πλάσμα και να φύγουν και να του αδειάσουν τη γωνιά. Τα σκεφτόταν όλα αυτά αλλά τελικά το μόνο που ξεστόμισε ήταν, "με συγχωρείτε, πρέπει να τηλεφωνήσω κάπου".
     Ο Αντίνοος Χρυσολωράς επρόκειτο να βραβευτεί για το σύνολο του ποητικού του έργου απ' το φιλολογικό σύλλογο "Ταϋγετος". Με καταγωγή απ' τα περίχωρα της Μεγαλόπολης, οι απόγονοι της γης που τον γέννησε θέλησαν να τιμήσουν τον πνευματικό συμπατριώτη τους. Η βράβευση θα γινόταν στο πολιτιστικό καφενείο "Φοξ Τροτ 14" στην οδό Μαυρομιχάλη. Σήμερα ήταν η μέρα της πρόβας. Ο Χρυσολωράς είχε ζητήσει να δει το χώρο και να τον "ακροαστεί". Να λάβει τις δονήσεις του και να αφομοιώσει την ενέργειά του. Ήταν η μοναδική φορά που τον βράβευε κάποιος και ήθελε να βιώσει τη νέα πραγματικότητα κάθε λεπτό πριν, κατά τη διάρκεια και μετά. Η ποίηση είναι βιωματική. Η βράβευση ήταν κάτι παροδικό ως γεγονός, ωστόσο το συναίσθημα που θ' αναδυόταν απ' αυτήν! Αυτό ήταν κάτι μοναδικό. Τα μοναδικά πράγματα πρέπει να τα υποδεχόμαστε όπως τους αρμόζει, με την κατάλληλη προετοιμασία!
     Ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση μιλώντας στο τηλέφωνο, μήπως θα μπορούσε να πάει λίγο πιο μετά; Σίγουρα δε δημιουργούσε πρόβλημα; Μα ναι, όχι, δεν υπάρχει άγχος, απλώς να δούμε λίγο το χώρο. Μικρόφωνο υπάρχει; Α ναι, σας έχω ρωτήσει ήδη, συγγνώμη. Ναι, προέκυψε δυστυχώς κάτι έκτακτο, μα ναι αφού μπορείτε κι εσείς αργότερα δεν υπάρχει θέμα, au revoir!

"Πέρα, δώθε, πέρα, δώθε,
ο χρόνος ζαλισμένος, ο χρόνος στο κουτί του
πέρα, δώθε, πέρα, δώθε,
ζιιιιπ, ακούγεται το ζιιιιιιπ,
ο χρόνος είναι που κουμπώνεται, 
τον ακούς να κουμπώνεται;
ζιιιιπ και πάλι ζιιιιιιπ
άνοιξε, κλείσε, πέρα, δώθε, πέρα, δώθε
το κουφάρι στο κουτί του..."

     Επέστρεψε στο σαλόνι και βρήκε το ζευγάρι να φιλιέται με πάθος! Ήταν η στιγμή που το πλάσμα ξύπνησε, έπαιξε τα μάτια του προσπαθώντας να συνηθίσει το φως και τον άγνωστο χώρο, η στιγμή που αναζήτησε γνώριμες μυρωδιές και εικόνες, η στιγμή της συνειδητοποίησης πως το όνειρο που νόμιζε πως έβλεπε δεν ήταν τελικά όνειρο, η στιγμή που το ζευγάρι τραβήχτηκε ο ένας απ' την αγκαλιά του άλλου διαισθανόμενοι πως είχαν θεατές στη μικρή τους περίπτυξη. Το πλάσμα πετάχτηκε με μια πρωτόγνωρη σβελτάδα απ' τον καναπέ, πισωπάτησε τρομαγμένο κι έπεσε με την πλάτη πάνω στον Αντίνοο Χρυσολωρά που εκείνη την ώρα είχε μείνει στήλη άλατος ερχόμενος απ' το χολ. Το πλάσμα γύρισε ξαφνιασμένο, οι κόκκινες πλατείες είχαν ξεπλυθεί πια, ήταν λευκές και καθαρές, το πυρόξανθο μαλλί φάνταζε παράταιρο μπροστά στη μουντάδα της μέρας και στο γκρίζο νέφος του καπνού που στεκόταν άγρυπνος φρουρός στο σαλόνι, τα χείλη τρεμόπαιξαν για λίγο, το πλάσμα φώναξε:
     "Αυτοί σκότωσαν τη μαμά μου!"

(Συνεχίζεται...)

    
 
          

Σχόλια

  1. Τέλειο!
    απολαυστικό σε κάθε γραμμή του
    αλλά το τέλος -το σημείο της παύσης σωστότερα,
    ήταν τόσο απρόσμενο και σε αντίθεση με το σκηνικό που είχα δημιουργήσει...
    το οποίο σκηνικό ήταν τέτοιο και τόσο ζωντανό που σε συνδυασμό και με τη μουσική είχα την αίσθηση της ρομαντικής λογοτεχνίας των Ρώσων που αναφέρει η συμβολαιογράφος...
    και λοιπόν ήταν σαν να της άκουσα την τελευταία πρόταση... Μπράβο!
    τώρα έχω έντονα την απορία αν θα υπάρξουν περισσότερες συνέχειες από μία...
    νομίζω άνετα θα μπορούσαν!!!
    και εύχομαι φυσικά :) να μην αργήσουν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. έχει μείνει κι άλλη ιστορία με το "συνεχιζεται", αλλά δεν συνεχίστηκε (ακόμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...