Η Κίτρινη Βροχή, του Χούλιο Γιαμαθάρες

Αυτό το βιβλίο είναι σπαραγμός.

Έτσι απλά, δίχως πολλές κουβέντες. Είναι από εκείνα τα βιβλία που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά σου και την κατακτούν. Από τα βιβλία που θα θυμάσαι πάντα. Μέσα σε 165 σελίδες τούτος ο γραφιάς που τον διάβασα για πρώτη φορά κάνει φύλλο και φτερό την ανθρώπινη ύπαρξη χρησιμοποιώντας έναν λόγο ποιητικό που ώρες, ώρες σ' ανατριχιάζει.

Ένας μονόλογος είναι όλο το βιβλίο. Ο μονόλογος ενός κατοίκου σ' ένα ορεινό χωριό της Ισπανίας, στα σύνορα με τη Γαλλία, στη σκιά των Πυρηναίων. Ο εμφύλιος έχει τελειώσει, είναι τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του '50 και των αρχών του '60 κι ένας προν έναν οι κάτοικοι αφήνουν το χωριό αναζητώντας την τύχη τους αλλού.
Ο Αντρές Σόσα είναι ο τελευταίος που μένει εκεί πάνω, πλάι στο ποτάμι, τις βελανιδιές και τις φουντουκιές, ανάμεσα στα μονοπάτια των λαθρέμπορων και στις σκιές των σπιτιών που ερημωμένα πια περιμένουν τον δικό τους θάνατο. Εκείνος και η γυναίκα του. Εκείνος, η γυναίκα του και η σκύλα τους.


"...Αφότου έμεινα τελείως μόνος μου στο Αϊνιέλιε, ξεχασμένος απ' όλους, καταδικασμένος να ροκανίζω τη μνήμη μου και τα κόκαλά μου σαν τρελό σκυλί που ο κόσμος φοβάται να πλησιάσει, κανείς δεν τόλμησε να γυρίσει εδώ. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια. Δέκα ατελείωτα χρόνια απόλυτης μοναξιάς.
Και μολονότι, αραιά και που, συνεχίζουν να βλέπουν το χωριό από μακριά - όταν ανεβαίνουν στο βουνό για καυσόξυλα ή το καλοκαίρι με τα κοπάδια - από τόση απόσταση, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις απαίσιες δαγκωματιές που έχει καταφέρει η λησμονιά σ' αυτό το θλιβερό, άταφο πτώμα..."


Ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με το χρόνο. Το χρόνο που περνάει και τον οδηγεί στο τέλος του. Το γνωρίζει καλά, εξάλλου έχει δει τόσα πράγματα να τελειώνουν στη ζωή του. Το παιδί του που χάθηκε στον Εμφύλιο, το άλλο που έφυγε στην αναζήτηση μιας άλλης ζωής, τη μικρή του κόρη που πέθανε νωρίς, τους γείτονές του που μάζεψαν τα υπάρχοντά τους σε φοράδες και κάρα και κατέβηκαν στα πεδινά. Είναι βαρύ το τίμημα για εκείνον που μένει πάντα τελευταίος. Αναγκάζεται να παρατηρεί και να βιώνει μόνος τον κύκλο της ζωής, τη γέννηση και το θάνατο των εποχών με μόνη συντροφιά εκείνη την κίτρινη βροχή απ' τα φύλλα όταν πέφτουν και καλύπτουν κάθε σοκάκι, σκεπή και παραθύρι. 
Έχει μια μοναστική ιδιότητα αυτή η ύπαρξη που στέκεται μόνη της για χρόνια σ' ένα χωριό φάντασμα που πνέει τα λοίσθια. Είναι εκείνος ο επιθανάτιος ρόγχος που ακούγεται βαρύς και απειλητικός αλλά που στ' αυτιά του ήρωα ακούγεται σαν επίκληση για βοήθεια, "σώσε με, μην μ' αφήσεις να πεθάνω...". Γι' αυτό και για ένα διάστημα τον παρατηρούμε να φροντίζει τα ερημωμένα σπίτια, να κάνει δουλειές σ' αυτά, να προσπαθεί να διατηρήσει τη μνήμη ολοζώντανη. Αλλά ο χρόνος...

"Ο χρόνος τελικά απαλείφει τις πληγές. Ο χρόνος είναι μια υπομονετική, κίτρινη βροχή που σβήνει σιγά, σιγά ακόμα και τις πιο άγριες φωτιές. Αλλά υπάρχουν εστίες που καίνε υπογείως, ρωγμές της μνήμης τόσο βαθειές και τόσο ξερές που, ίσως, ούτε καν ο κατακλυσμός του θανάτου να μην είναι αρκετός να τις σβήσει. Ο καθένας μας προσπαθεί να συνηθίσει να ζει μαζί τους, σωρεύει σιωπές και σκουριά πάνω στις αναμνήσεις, και, όταν πιστεύει ότι έχει ξεχάσει πια τα πάντα, αρκεί ένα απλό γράμμα, μια φωτογραφία, για να γίνει χίλια κομμάτια η κρούστα πάγου της λησμονιάς."

Αν μου έκρυβαν τ' όνομα του συγγραφέα θα στοιχημάτιζα πως τούτο το βιβλίο το έχει γράψει άνθρωπος της Μεσογείου. Αν μη τι άλλο, ας σκεφτούμε μόνο αυτό. Πόσα ελληνικά χωριά δεν ερήμωσαν την ίδια περίοδο για την οποία μιλά ο συγγραφέας; Είναι τόσες πολλές οι κοινές εικόνες και οι παραδόσεις (το θανατοπούλι που κράζει στη νύχτα και οι άνθρωποι σταυροκοπιούνται γιατί ξέρουν πως κάποιος θα πεθάνει), το όραμα της νεκρής μάνας που επισκέπτεται συχνά, πυκνά το σπίτι, το δέσιμο του ανθρώπου του χωριού με τη Φύση και τα ζωντανά, εκείνο το μοναδικό συναίσθημα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπό σου όταν γνωρίζεις πως βρίσκεστε αντιμέτωποι με την ίδια μοίρα και πως πρέπει να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον αν θέλετε να επιβιώσετε.

Πράγματα τόσο σπουδαία και τόσο ξεχασμένα σήμερα. 

Η "Κίτρινη Βροχή" ξέπλυνε αυτόν τον Παλαιό Κόσμο στον οποίο όμως οδηγούμαστε ξανά με μαθηματική ακρίβεια. 

Η γραφή του Γιαμαθάρες που θεωρείται ως ένας απ' τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης "γενιάς του '80" της Ισπανίας είναι ένα ποίημα. Λυρισμός, εικόνες, συναίσθημα... ναι ρε γαμώτο, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, εκείνο το σπάνιο πράγμα για το οποίο κατηγορούν τον κόσμο κάποιοι σύγχρονοι γραφιάδες στα άρθρα τους σε in έντυπα, νεοφιλελεύθερου αέρα, ζητώντας μας ν' αλλάξουμε. Άνθρωποι ξινισμένοι ολημερίς και ολονυχτίς που κουνούν το δάχτυλο στον Έλληνα για το προνόμιό του ακόμα να συναισθάνεται. 
Όχι λοιπόν, δεν θ΄αλλάξουμε.
Οι περισσότεροι έχουμε κάτι από Αντρές Σόσα μέσα μας. Κι έτσι θα παραμείνουμε.
Κι αν είναι να χαθεί ο κόσμος μας, θα χαθούμε μαζί του. 

Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
του Χούλιο Γιαμαθάρες
σελ. 165 - εκδ. Σέλας
μετφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

*Η μετάφραση είναι ΜΟΝΑΔΙΚΗ. Ο Κων/νος Παλαιολόγος είναι διδάκτορας της ισπανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας.

** Μόλις τελείωσα το βιβλίο, αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό η ταινία ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα, "Πάρβας, Άγονη Γραμμή". Είναι η ιστορία μιας οικογένειας δύο γερόντων στη Χώρα της Αμοργού που η κάμερα μένει μαζί τους και παρακολουθεί τη ζωή τους καθώς οι εποχές αλλάζουν. Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα. Αν την βρείτε κάπου, δείτε την οπωσδήποτε... Είπαμε, αυτή εδώ η θάλασσα, η Mare Nostrum είναι η κοινή μήτρα της Έμπνευσης όλων μας...


  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...