Ξενοδοχείο Lutetia, του Πιέρ Ασουλίν

Δεν ξέρω που μπορώ να κατατάξω αυτό το βιβλίο του Ασουλίν που πραγματικά από ένα σημείο και μετά με συνεπήρε στις σελίδες του και δεν με άφηνε να το αφήσω. Χρονικό; Ημερολόγιο; Μυθιστόρημα; Ίσως είναι λίγο απ' όλα τελικά.

Το ξενοδοχείο Lutetia δεσπόζει ακόμα και σήμερα στη λεωφόρο Ρασπάιγ, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, σε αντίθεση με τα περισσότερο σπουδαία ξενοδοχεία του Παρισιού που βρίσκονται στη δεξιά. Ο Ασουλίν το χρησιμοποιεί για να στήσει την αφήγηση της ιστορίας τού κατεχόμενου απ' τους Ναζί Παρισιού, της κατεχόμενης Γαλλίας, δίνοντας τον λόγο του αφηγητή στον Εντουάρ Κιφέρ, τον υπεύθυνο ασφαλείας του ξενοδοχείου, ένα νουάρ χαρακτήρα εφάμιλλο με εκείνους που χρησιμοποιούσε ο Ζορζ Σιμενόν στα μυθιστορήματά του. Αποστασιοποιημένος απ' τα γεγονότα, φροντίζει απλώς να κάνει καλά τη δουλειά του ώσπου κάποια στιγμή τα ίδια τα γεγονότα θα τον αναγκάσουν να ομολογήσει πως: "Νομίζω πως ξέρω πλέον ως που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του..."

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις περιόδους: Πριν τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και την περίοδο της απελευθέρωσης. Κι ενώ το πρώτο κομμάτι σε κρατάει λίγο "απόμακρο" καθώς δεν λένε να τελειώσουν οι σελίδες που περιγράφουν μια κοινωνία που ζει κυριολεκτικά στον κόσμο της, πίνοντας σαμπάνια, δίνοντας πάρτυ και περνάει την ώρα της με ατέλειωτα κοσμικά κουτσομπολιά (ίσως το μοναδικό σημείο που ενδιαφέρει πραγματικά είναι η συνάντηση του Κιφέρ με τον Τζέιμς Τζόυς ο οποίος καταφτάνει ως επισκέπτης στο ξενοδοχείο), στη συνέχεια, όταν αρχίζουν να μαζεύονται απειλητικά τα σύννεφα του πολέμου, ειδικά μετά τη συμφωνία του Μονάχου, το σκηνικό αλλάζει ολοκληρωτικά. 


Η Lutetia σήμερα ανήκει σε ισραηλινό επενδυτικό lobby 
Ο φόβος γίνεται συνώνυμο μιας κοινωνίας - της Lutetia - η οποία αρνείτο πεισματικά να τον δει να έρχεται μιας και θα χαλούσε την αφρώδη ηρεμία της. Οι Γερμανοί ωστόσο εισέρχονται στο Παρίσι και η Lutetia επιτάσσεται προκειμένου να φιλοξενήσει το κλιμάκιο της Άμπβερ, της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Έτσι αρχίζει το δεύτερο μέρος του βιβλίου το οποίο δεν σταματάς να το διαβάζεις καθώς η καθημερινότητα με τους κατακτητές και η αφήγηση του Κιφέρ σχετικά μ' αυτήν, είναι καθηλωτική. 


Άποψη από μπαλκόνι του ξενοδοχείου
Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι πολλά, βασισμένα σε ιστορικές πηγές τις οποίες μελέτησε ο Ασουλίν και στις οποίες παραπέμπει σε σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου ο μεταφραστής, το βιβλίο βρίθει από ιστορικά πρόσωπα που βολτάρουν στις σελίδες του: Ντε Γκωλ, Πεταίν, Φον Κανάρις, αλλά και λιγότερο γνωστοί πολιτικοί, συγγραφείς, άνθρωποι της Τέχνης, επιστήμονες εκ των οποίων κάποιοι τάχθηκαν με τον κατακτητή και κάποιοι βρέθηκαν εναντίον του. 

Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα πολλά για την κυβέρνηση του Βισύ που διοικούσε τη Γαλλία κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά ούτε και για το γεγονός πως στη χώρα είχε αναπτυχθεί αρκετά γενναίο φιλοναζιστικό μέτωπο το οποίο έσπευσε να λάβει θέσεις στο νέο κράτος, καταδικάζοντας στην εξορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης ή στα δέκα βήματα του τουφεκισμού, χιλιάδες συμπατριώτες του Γάλλους. Ο Ασουλίν παραθέτει με ιστορική ακρίβεια τα πρόσωπα και τα γεγονότα που έπαιξαν ρόλο στα 4 χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Η μεγαλύτερη αλήθεια που αποκαλύπτεται περίτρανα σε πολλές σελίδες του βιβλίου είναι πως το μεγαλύτερο μέλημα των ανώτερων γερμανών αξιωματικών ήταν ένα: 

Το πλιάτσικο. 

Υπάρχουν σκηνές στο βιβλίο που μου έκαναν εντύπωση για την τραγικότητά τους: η προσπάθεια του υπεύθυνου κάβας του ξενοδοχείου να θάψει εκατοντάδες μπουκάλια φημισμένων γαλλικών κρασιών ώστε να μην τα βρουν οι Γερμανοί ή το σκηνικό όπου στην μεγάλη ταράτσα του ξενοδοχείου οι γερμανοί αξιωματικοί χορεύουν βαλς με τις ντάμες τους βλέποντας - λες και θαυμάζουν πυροτεχνήματα - τον βομβαρδισμό των προαστίων της πόλης απ΄τα συμμαχικά αεροπλάνα...

Η ζωή μετά, σαν οι Γερμανοί αποχωρούν άρον άρον: Μια κατεστραμμένη χώρα από έναν παράλογο πόλεμο. Η Lutetia επιτάσσεται για άλλη μια φορά και μετατρέπεται σε νοσοκομείο και χώρο φιλοξενίας εκείνων που στα χρόνια που προηγήθηκαν εκτοπίστηκαν απ' τις εστίες τους και κατέληξαν να δουλεύουν αναγκαστικά στη Γερμανία ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λέει ο Κιφέρ... 

"Πως μπορούσαμε να είμαστε προετοιμασμένοι αφού δεν μπορούσαμε να νιώσουμε την αδύναμη ανάσα των ανθρώπων που επέστρεφαν, να διακρίνουμε το τρέμουλο στη φωνή τους, να ανταλλάξουμε ένα βλέμμα μαζί τους - έστω κι αν αμέσως μετά χρειαζόταν να χαμηλώσουμε τα μάτια. Τους περιμέναμε λοιπόν χωρίς να φανταζόμαστε τί μας περίμενε..."


"Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους καθολικούς
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν καθολικός.
Μετά ήρθαν να πάρουν εμένα
και δεν απέμεινε πια κανείς για να πει οτιδήποτε."

λέει το χαρτάκι που βρίσκει στην θυρίδα του ο Κιφέρ, ποιηματάκι ιδιαίτερα γνωστό τα τελευταία χρόνια με την άνοδο των νεοναζιστών πανευρωπαϊκά, όπου στη Γαλλία το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν είναι πλέον ρυθμιστής των πραγμάτων την ώρα που στην Ελλάδα ένα 7 % των απόγονων των θυμάτων των Καλαβρύτων και του Διστόμου εκτελούν ξανά, χωρίς αιδώ, στα δέκα βήματα την Ιστορία.


ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ LUTETIA
του Πιέρ Ασουλίν
σελ. 429 - εκδ. Πόλις
μτφ. Σπύρος Παντελάκης

Σχόλια

  1. Πραγματικά, εξαιρετικό βιβλίο. Το διάβασα πριν από μερικά χρόνια και η ανάμνησή του με συνοδεύει ακόμα. ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όντως, απ' τα βιβλία που σου μένουν στη μνήμη. Καλό Πάσχα Anagnostria :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...