2015: Απολογισμός (Τα καλύτερα 5 βιβλία της χρονιάς)

Απ’ τα χέρια μου αυτή τη χρονιά πέρασαν καμιά 40αριά βιβλία. Δύο-τρία με απογοήτευσαν πλήρως. Κάποια άλλα, 5-6, δεν ήταν ο καιρός τους να τα πιάσω απ’ ότι φάνηκε και πήγαν στο ράφι, περιμένοντας μια νέα ευκαιρία στο μέλλον. Εκείνα που διάβασα, παρουσιάστηκαν εδώ, στο Rays Stories. Απ’ αυτά λοιπόν θα ξεχωρίσω τα πέντε κορυφαία της χρονιάς κατ’ εμέ. Όταν λέω της χρονιάς, αναφέρομαι στην αναγνωστική μου χρονιά και όχι ειδικά σε βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2015. Άλλωστε, οι νέες εκδόσεις καλύπτουν πάντα ένα ποσοστό 10-15% των βιβλίων που διαβάζω.

Αποχαιρετούμε αναγνωστικά το 2015 και καλωσορίζουμε το 2016. Να είμαστε καλά, να διαβάζουμε.

Αντίστροφη μέτρηση λοιπόν….

Στο νούμερο 5, το «Κατά Μόνας», του Αργεντινού Αντρές Νέουμαν, εκδ. Opera.
Γιατί; Πρώτα απ’ όλα γιατί ασχολείται με την ασθένεια και το θάνατο. Λίγοι συγγραφείς το κάνουν και ο Νέουμαν το έκανε καλά. Ο σκελετός του βιβλίου βασίζεται στις αφηγήσεις τριών ανθρώπων που αποτελούν μια οικογένεια: Ο πατέρας, ο Μάριο, πεθαίνει και το γνωρίζει. Οι μονόλογοί του γράφονται σε κασέτες ώστε να τις βρει και να τις ακούσει κάποια στιγμή ο μικρός γιος του. Η μητέρα, η Έλενα - ίσως το πιο τραγικό πρόσωπο της τριάδας - καταφεύγει στη λογοτεχνία, στα λόγια σπουδαίων συγγραφέων προκειμένου να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει και παράλληλα στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα απ' όπου αναζητά τη σεξουαλική τιμωρία, το πάθος, τη λύσσα, τη ζωή την ίδια απέναντι στο απαρέγκλιτο του θανάτου. Ο 10χρονος γιος, ο Λίτο, συμπεριφέρεται όπως όλα τα 10χρονα αγόρια του κόσμου. Με περιέργεια για το άγνωστο, με λατρεία στα παγωτά και στην κόκα κόλα, όντας ευτυχισμένος που ο πατέρας του τον κάλεσε να ταξιδέψουν μαζί με τη νταλίκα τους την επόμενη φορά, χωρίς να γνωρίζει πως θα είναι η τελευταία κοινή εμπειρία που θα μοιραστεί μ' εκείνον.
Μέσα απ' τις αφηγήσεις ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας τριών θεάσεων του κόσμου, όπου δύο εξ αυτών είναι κάτοχοι της Αλήθειας κι ο ένας ευτυχισμένος στην άγνοια και αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Οι μέρες περνούν, το ταξίδι με τη νταλίκα συνεχίζεται, και ο κάθε ήρωας ξεχωριστά μένει μόνος με τις σκέψεις του, τα μυστικά του, που εξομολογείται σε μας.



Στο νούμερο 4, το «Τότε που Ζούσαμε», του Ασημάκη Πανσέληνου, εκδ. Μεταίχμιο.
Γιατί; Έτυχε να το διαβάσω το καλοκαίρι, εν μέσω πολιτικής αναταραχής. Απ' τις σελίδες του Πανσέληνου περνάει και ολόκληρη η λογοτεχνική αφρόκρεμα της Ελλάδας, η περίφημη γενιά του '30, αλλά και οι άνθρωποι που έδωσαν την μεγάλη μάχη για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας έναντι της καθαρεύουσας, πολλά ανέκδοτα περιστατικά, πολλές τοποθετήσεις οι οποίες αφορούν σε ανθρώπους ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Γληνός, ο Σβώλος, τοποθετήσεις οι οποίες πάνε την ιστορία τους ακόμα πιο πέρα τουλάχιστον για όσους εμμένουν στην ακαδημαϊκή παρουσίαση των πραγμάτων.
Ο Πανσέληνος γράφει και για την Αριστερά της εποχής, αλλά και για τη δικτατορία του Μεταξά. Γράφει για τις γερμανικές θηριωδίες συσχετίζοντας εξαίσια την επέλαση των ναζί με τον στόμφο στις νότες του Βάγκνερ. Γράφει για την ελληνική Αντίσταση, για τα παιδιά που πέφτουν νεκρά απ' την πείνα στους δρόμους της Αθήνας, γράφει για τους ήρωες που τελικά δεν ήξεραν και οι ίδιοι τι ήταν. Ήταν αυτό που ήταν. Έτσι απλά. Χωρίς φανφάρες και προετοιμασία. Άνθρωποι που εξελίχθηκαν και διαμόρφωσαν στάση μέσα στην εποχή τους. Άνθρωποι που έγιναν ένα με τα γεγονότα και αναγκαστικά κάποια στιγμή διάλεξαν πλευρά. Ο Πανσέληνος γράφει για το Μεγαλείο του Ανθρώπου. Αυτό μέτρησε για μένα εκείνες τις ώρες. Τις ώρες που οι Αριθμοί στέκονταν αμείλικτα πάνω απ' τους Ανθρώπους. 

Στο νούμερο 3, το «Έθιμα Ταφής», της Χάνα Κεντ, εκδ. Ίκαρος.
Γιατί; Για πρωτόλειο ήταν εξαιρετικό. Το θέμα, η εποχή, η χώρα που διαδραματίζεται η ιστορία ήταν παράγοντες που με «τράβηξαν» στο βιβλίο. Και η Κεντ, δεν με απογοήτευσε. Είναι τόσα, αυτά που θίγονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου που πραγματικά θα μπορούσα να γράφω σελίδες επί σελίδων για το πόνημα της Κεντ, για την πετυχημένη προσπάθειά της ν' αναδείξει τα όρια ανάμεσα στο νόμιμο και στο ηθικό, ανάμεσα στην εξιλέωση και στην ενοχή, ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές των ανθρώπων. Ανάμεσα στην αλήθεια των άλλων για εμάς και στην αλήθεια τη δική μας για τον εαυτό μας. Ποιοι πραγματικά είμαστε και ποιοι νομίζουν οι άλλοι πως είμαστε. 
 
Στο νούμερο 2, το «Τα Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ», του Ντέιβιντ Μίτσελ, εκδ. Τόπος.
Γιατί; Επειδή ήταν χορταστικό, μεθυστικό, επειδή δεν το άφηνα απ’ τα χέρια μου, με γραφή που παρασύρει τον αναγνώστη, επειδή ήταν ατμοσφαιρικό, επειδή ήταν ένα ΠΛΟΥΣΙΟ βιβλίο. Στα έδινε όλα! Ένα έπος για την Ιαπωνία του 18ου αιώνα.

Και, τέλος, στο νούμερο 1, το «Ρετροσπεκτίβα», του Αβραάμ Γεοσούα, εκδ. Πόλις.
Γιατί; Επειδή είναι μια από εκείνες τις φορές που η τελευταία σελίδα ενός βιβλίου συνοδεύεται από έναν εσωτερικό λυγμό, από ένα συναίσθημα ολοκλήρωσης και δέους συνάμα, από εκείνες τις φορές που ο αναγνώστης υποκλίνεται σ' έναν σπουδαίο συγγραφέα αλλά και στη Λογοτεχνία την ίδια.
Ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που στηρίζεται πάνω σε λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες, γεμάτο από αλληγορίες και συμβολισμούς το οποίο σαν σύνολο έρχεται και καθηλώνει τον αναγνώστη, κόβοντάς του την ανάσα έως την τελευταία σελίδα.
Στο προφανές της υπόθεσης έχουμε να κάνουμε μ' έναν 70χρονο φτασμένο σκηνοθέτη, τον Γιαίρ Μόζες ο οποίος φτάνει στην Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας προκειμένου να παραβρεθεί σε μια ρετροσπεκτίβα προς τιμήν του, μια ρετροσπεκτίβα που περιλαμβάνει τις πρώτες ταινίες του, εκείνες που ήταν άρτιες καλλιτεχνικά αλλά αποτυχημένες εμπορικά. Τον συνοδεύει η επί χρόνια μούσα του, η Ρουθ, μια γυναίκα στην δύση της καριέρας της και με κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας να την απασχολεί, όπως υπονοείται μέσα απ' τους διαλόγους.
Απών απ' τις τριήμερες εκδηλώσεις είναι ο Σαούλ Τριγκάνο, το έτερον δημιουργικό ήμισυ του Μόζες, ο δαιμόνιος σεναριογράφος του σ' εκείνες τις πρώτες τολμηρές - απ' την άποψη των συμβολισμών και της αλληγορίας - ταινίες. Οι δύο άνδρες έχουν να μιλήσουν για τριάντα χρόνια, τους χώρισαν η έντονη διαφωνία στην τελική σκηνή της τελευταίας τους ταινίας αλλά και η καρδιά της Ρουθ. 
Η τελική σκηνή - η αιτία της διαφωνίας τους - ήταν εμπνευσμένη από έναν πίνακα ο οποίος βασίζεται σε μια ιστορία της αρχαίας Ρώμης κι έκτοτε - ανάμεσα στα χρόνια - υπήρξαν πολλές παραλλαγές του από διάφορους καλλιτέχνες. Πρόκειται για τον πίνακα Caritas Romana ή αλλιώς "Ρωμαϊκή Ευσπλαχνία" όπου απεικονίζεται μια κόρη να θηλάζει τον φυλακισμένο και εξαντλημένο πατέρα της ώστε να μην πεθάνει απ' την πείνα. 
Κατά μια...διαβολική σύμπτωση, αντίγραφο αυτού του πίνακα βρίσκεται κρεμασμένο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που φιλοξενεί τον Μόζες κατά την 3ημερη επίσκεψή του στην Ισπανία, γεγονός που δεν τον αφήνει αδιάφορο καθώς ο πίνακας τον καθηλώνει αμέσως. Κάπως έτσι ανάβει η σπίθα ώστε η ιστορία να ξετυλιχτεί σαν βεντάλια, ν' απλωθεί σε διάφορα επίπεδα και να θίξει θέματα ουσιώδη, θεμελιακά, διαχρονικά που αφορούν στην ανθρώπινη ύπαρξη και ψυχολογία.
Πώς μπορεί ένα έργο Τέχνης ν' αποτελέσει το έναυσμα ώστε ένας καλλιτέχνης να κάνει μια αναδρομή στη ζωή του; Στις επιλογές του; Στο παρελθόν του; Και πως μπορεί ο καλλιτέχνης που δεν παύει να είναι και άνθρωπος με αδυναμίες και προτερήματα να διακρίνει τα ομολογουμένως δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και στον καλλιτέχνη; Στο ένα του μισό και στο άλλο του μισό; Ανάμεσα στην ίδια την Τέχνη και την ίδια τη Ζωή; Πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο; Την καλύτερη απάντηση ίσως την δίνει ο ίδιος ο Μόζες όταν παραδέχεται ότι δεν έκανε ποτέ του ψυχοθεραπεία ώστε όλοι αυτοί οι δαίμονες που κουβαλούσε μέσα του να μην εξορκιστούν ποτέ στο ντιβάνι ενός ειδικού αλλά να βρουν τρόπο και δρόμο έκφρασης μέσα απ' την Τέχνη. Αυτή είναι ίσως η καλύτερη απόδειξη της υπέρβασης των ορίων ανάμεσα στο δίπολο Τέχνη - Ζωή. 
Δεμένες είναι. Συνυπάρχουν απ' τη Φύση τους. Ευτυχισμένος ο καλλιτέχνης που θα θέσει τα όρια συνύπαρξής τους. Γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι τόσο εκρηκτικός αυτός ο συνδυασμός τους που μπορεί να παρασύρει τον δημιουργό στην άβυσσο. Άνετα. Τα παραδείγματα, ουκ ολίγα.
Είναι η δύση της ζωής λοιπόν, το φθινόπωρο της ύπαρξης, η γνώση του θνητού τέλους που αναγκάζει τον κάθε άνθρωπο ν' αναμετρηθεί με το παρελθόν του. "Μπορεί ν' αλλάξει κανείς το παρελθόν;" αναρωτιέται ο Μόζες μιλώντας στην Ρουθ καθώς έχουν επιστρέψει πια στο Ισραήλ. Το παρελθόν δεν αλλάζει, απλώς μπορεί να εξομαλυνθεί μόνο, να γλυκάνει λίγο, του απαντά εκείνη. Και το τέλος; 
"Το τέλος είναι πάντοτε ένας συμβιβασμός ανάμεσα σ' αυτό που υπήρξε και αυτό που ουδέποτε θα υπάρξει πλέον"...
...λέει ο Μόζες σε μιαν γηραιά Ισπανίδα ηθοποιό η οποία αν και γοητευμένη απ' τις ταινίες του τον κατακρίνει για ένα τέλος "κενού νοήματος" και "ρηχό", στην τελευταία ταινία της ρετροσπεκτίβας. Πρόκειται για την τελική σκηνή της ταινίας με τον Τριγκάνο την οποία ο Μόζες άλλαξε, οδηγώντας τη σχέση τους στην ρήξη.
Η δύση της ζωής όμως φέρνει και την ανάγκη για εξιλέωση. Ίσως και για συγχώρεση. Ίσως και για την ανάγκη να εξομαλυνθεί το παρελθόν αφού δεν μπορεί πια ν' αλλάξει. Ίσως πρόκειται για την ίδια εξιλέωση που αναζητά ο Γεοσούα ως δημιουργός στο φθινόπωρο της ζωής του κι εκφράζεται μέσα απ' τον ήρωά του. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η αντίληψη πως η ανάγκη αυτή μέσα από ένα ψυχολογικό πρίσμα μπορεί να διαθλαστεί σε διαφορετικές ανάγκες που στην ουσία είναι μία: Η ανάγκη της τοποθέτησης των πραγμάτων μιας ζωής σε μια σωστή, ανεκτή σειρά. 
Με λίγα λόγια το κλείσιμο όλων των ανοιχτών λογαριασμών. Η αναμέτρηση με το εγώ και το υπερεγώ. Η πολυπόθητη λύτρωση.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...