Έρημος
Βγήκε από το νοσοκομείο κρατώντας ένα μικρό ταξιδιωτικό σάκο. Τα άπλυτα 4 ημερών στοιβάζονταν μέσα τσαλακωμένα και γεμάτα δηλητήριο ενώ ο ίδιος έκοβε την ανάσα του συνέχεια για να μη μυρίζει πάνω του τη φαρμακίλα και το αντισηπτικό. Βγήκε με δική του ευθύνη όπως του είπαν, υπογράφοντας το σχετικό χαρτί εξόδου που αποκαθιστούσε το άγχος στο πρόσωπο ενός κουρασμένου επιμελητή βήτα. Μια τυπική υπογραφή που δικαίωνε το προσωπικό απέναντι σε οποιαδήποτε ευθύνη στην περίπτωση που εκείνος βγαίνοντας, ταβλιαζόταν σαν κομμένο ξύλο στο αφιονισμένο προαύλιο.
Περπατούσε με μικρά βήματα στον τεράστιο διάδρομο, ακολουθώντας έναν τεράστιο αγωγό πάνω από το κεφάλι του που χανόταν στη γωνία του κτιρίου κάπου 100 μέτρα πιο κάτω. Επικρατούσε μια σχετική ηρεμία και η ατμόσφαιρα εισέπνεε ζέστη και κλιματιστικό και εξέπνεε δροσιά και ντετόλ. Του ήρθε αναγούλα. Δεν είχε αγγίξει καν το μεσημεριανό φαγητό, κολοκυθάκια βραστά με χόρτα που θύμιζαν σόλα, ένα μπιφτέκι που είχε σχεδόν διαλυθεί στο αλουμινένιο δίσκο και που ο κιμάς επέπλεε στο λάδι σχηματίζοντας το φανταστικό κόσμο μιας ναυμαχίας όπου αντίπαλοι ήταν τα μικρά κομματάκια του κρέατος και οι ψιλοκομμένες πατάτες. Τα βύθισε όλα με μια κίνηση στα σκουπίδια στερώντας κάθε ευκαιρία σε νικητές και ηττημένους.
Βγήκε στο προαύλιο και την αναγούλα τη διαδέχθηκε το τείχος της ζέστης το οποίο έπρεπε να σκαρφαλώσει τώρα ή να γκρεμίσει με κάποιο τρόπο, με στόχο να φτάσει σε μια συστάδα δένδρων πιο κάτω που του έγνεφαν με ένα δροσερό βλέμμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να περπατάει προς τα εκεί, όντας αδιάφορος σε κάτι τσιγγάνους που φώναζαν στο πλάι, έναν τραυματιοφορέα που μιλούσε στο κινητό με κάποια Καίτη και τους φύλακες της πύλης με τα γυαλιά και το ύφος του Τομ Κρουζ στο Τοπ Γκαν. Πασέ.
- Η πίεσή σας είναι 18 με 12. Θα πρότεινα να μείνετε άλλο ένα βράδυ εδώ να την ελέγξουμε, να δούμε πως θα πάει.
- Είναι αποτέλεσμα της θεραπείας;
- Όχι. Πρέπει να μου πείτε όμως. Έχετε πίεση; Είστε υπερτασικός; Σας έχει ξανασυμβεί αυτό;
- Δεν ξέρω. Δε νομίζω. Πως είναι;
- Πως είναι να έχετε πίεση 18 μεγάλη και 12 μικρή;
- Ναι.
- Η συμπτωματολογία είναι συνήθως βαρύ κεφάλι, ζαλάδα, τσούξιμο και ερεθισμός στα μάτια και...
- Δεν νομίζω να τα είχα ποτέ. Και αν ναι περνούσαν με ένα Παναντόλ.
- Μου φαίνεται πως το παίρνετε αψήφιστα και δεν κάνει.
- Θα ήθελα να φύγω. Τώρα.
- Καλώς. Θα πρέπει να υπογράψετε όμως πριν πως φεύγετε με δική σας ευθύνη. Θα μπορούσα να σας δώσω κι ένα χάπι...
Οι τελευταίες λέξεις του διαλόγου χάθηκαν μαζί με τον καπνό που έβγαλε από τα πνευμόνια του καθώς δροσιζόταν κάτω από τα δέντρα. Το τσιγάρο δίχως καφέ έπειτα από 4 μέρες ήταν σκέτο δηλητήριο. Το είχε ανάγκη όμως. Έφτυσε στο χώμα και βγήκε από το νοσοκομείο.
Περπάτησε δύο χιλιόμετρα μέσα στη ζέστη. Δεν πήρε κανέναν τηλέφωνο, εξάλλου λίγοι έως ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που θα ανταποκρίνονταν πια σε δικό του κάλεσμα. Μετά θυμήθηκε πως δεν είχε τηλέφωνο. Ασυναίσθητα το χέρι πήγε στην τσέπη του και γράπωσε την υλική περιουσία του σε αυτόν τον κόσμο. 2 ευρώ. Περπάτησε, σε αντίθεση με τα δάκρυά του που έμοιαζαν έτοιμα να τρέξουν μυριάδες και να δροσίσουν την άσφαλτο της πόλης που έκαιγε. Τα έπνιξε και τα κατάπιε. Η δηλητηριώδης γεύση που είχε στο στόμα έγινε τώρα πιο αλμυρή, κατάπινε ξανά και ξανά, και ήταν σαν να γευόταν θαλασσινό νερό σε μια παραλία, σε μια θάλασσα του Αυγούστου.
Για μια στιγμή ζαλίστηκε, παραπάτησε αλλά δεν σταμάτησε. Θυμήθηκε πως κάπου είχε διαβάσει πως το περπάτημα βοηθάει στο να πέσει η πίεση. Ή βοηθούσε σε κάτι άλλο; Δεν είχε νόημα πια, συνέχισε να περπατάει, προσπερνώντας ανθρώπους που ξεφυσούσαν από τη ζέστη, μουσκεμένα πουκάμισα και μπλουζάκια, δυσωδία ιδρώτα και άρωμα μαζί και η φαρμακίλα πάνω απ' όλα.
Το τελευταίο χιλιόμετρο το περπάτησε παράλληλα με τον άλλο του εαυτό στο απέναντι πεζοδρόμιο. Παθολογικό παραλλήρημα ή όχι, έβλεπε τον εαυτό του, ντυμένο όμορφα με την τσάντα της δουλειάς στον ώμο να περπατάει νωχελικά μιλώντας στο κινητό, να γελάει δυνατά, να σταματάει, να γελάει ξανά και να περπατάει πάλι. Τον είδε να σταματά σε ένα περίπτερο, να βγάζει από την τσέπη του ένα πορτοφόλι, να αγοράζει τσιγάρα και ένα μικρό μπουκάλι ισοτονικού ποτού, να το ανοίγει και να πίνει διψασμένα, την ώρα που ο ίδιος έφτυνε το τελευταίο σάλιο του στο οδόστρωμα. Τον είδε να συνεχίζει σφυρίζοντας, απτόητο από τη ζέστη, να περπατά με κέφι, να σηκώνει το κινητό ξανά και μια ξαφνική ριπή ανέμου να φέρνει στα αυτιά του τη φράση "... σας περιμένουμε. Θα είναι όλοι εκεί. Θα περάσουμε εξαιρετικά".
Ένα τρόλει μπήκε ανάμεσά τους για δύο, τρία δευτερόλεπτα. Σαν χάθηκε από το βλέμμα του, είχε χαθεί κι εκείνος.
Στη γωνία του σπιτιού του, πέταξε το σάκο μέσα σ' ένα κάδο σκουπιδιών. Πήγε στο περίπτερο και αγόρασε ένα μπουκάλι νερό. Του έμεινε ένα ολόκληρο ευρώ. Το άνοιξε και άρχισε να πίνει με κλειστά μάτια την ώρα που η πόλη γκρεμιζόταν γύρω του, τα κτίρια έδιναν τη θέση τους σε αμμόλοφους, τα αυτοκίνητα γίνονταν ζούδια της ερήμου που χώνονταν στο χώμα, οι άνθρωποι εξαυλώνονταν και επέστρεφαν στο δημιουργό τους ως καθαρή ενέργεια μα εκείνον δεν τον ένοιαζε γιατί έπινε νερό, έπινε ζωή, βίωνε την ατέλειωτη ευχαρίστηση του να ξεδιψάς σαν το στόμα και το μυαλό σου έχουν στεγνώσει, ένοιωθε το παγωμένο νερό να του ξαναδίνει ζωή και δύναμη. Άνοιξε τα μάτια, τυφλώθηκε από τον ήλιο και έμεινε μόνος.
Έρημος.
Περπατούσε με μικρά βήματα στον τεράστιο διάδρομο, ακολουθώντας έναν τεράστιο αγωγό πάνω από το κεφάλι του που χανόταν στη γωνία του κτιρίου κάπου 100 μέτρα πιο κάτω. Επικρατούσε μια σχετική ηρεμία και η ατμόσφαιρα εισέπνεε ζέστη και κλιματιστικό και εξέπνεε δροσιά και ντετόλ. Του ήρθε αναγούλα. Δεν είχε αγγίξει καν το μεσημεριανό φαγητό, κολοκυθάκια βραστά με χόρτα που θύμιζαν σόλα, ένα μπιφτέκι που είχε σχεδόν διαλυθεί στο αλουμινένιο δίσκο και που ο κιμάς επέπλεε στο λάδι σχηματίζοντας το φανταστικό κόσμο μιας ναυμαχίας όπου αντίπαλοι ήταν τα μικρά κομματάκια του κρέατος και οι ψιλοκομμένες πατάτες. Τα βύθισε όλα με μια κίνηση στα σκουπίδια στερώντας κάθε ευκαιρία σε νικητές και ηττημένους.
Βγήκε στο προαύλιο και την αναγούλα τη διαδέχθηκε το τείχος της ζέστης το οποίο έπρεπε να σκαρφαλώσει τώρα ή να γκρεμίσει με κάποιο τρόπο, με στόχο να φτάσει σε μια συστάδα δένδρων πιο κάτω που του έγνεφαν με ένα δροσερό βλέμμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να περπατάει προς τα εκεί, όντας αδιάφορος σε κάτι τσιγγάνους που φώναζαν στο πλάι, έναν τραυματιοφορέα που μιλούσε στο κινητό με κάποια Καίτη και τους φύλακες της πύλης με τα γυαλιά και το ύφος του Τομ Κρουζ στο Τοπ Γκαν. Πασέ.
- Η πίεσή σας είναι 18 με 12. Θα πρότεινα να μείνετε άλλο ένα βράδυ εδώ να την ελέγξουμε, να δούμε πως θα πάει.
- Είναι αποτέλεσμα της θεραπείας;
- Όχι. Πρέπει να μου πείτε όμως. Έχετε πίεση; Είστε υπερτασικός; Σας έχει ξανασυμβεί αυτό;
- Δεν ξέρω. Δε νομίζω. Πως είναι;
- Πως είναι να έχετε πίεση 18 μεγάλη και 12 μικρή;
- Ναι.
- Η συμπτωματολογία είναι συνήθως βαρύ κεφάλι, ζαλάδα, τσούξιμο και ερεθισμός στα μάτια και...
- Δεν νομίζω να τα είχα ποτέ. Και αν ναι περνούσαν με ένα Παναντόλ.
- Μου φαίνεται πως το παίρνετε αψήφιστα και δεν κάνει.
- Θα ήθελα να φύγω. Τώρα.
- Καλώς. Θα πρέπει να υπογράψετε όμως πριν πως φεύγετε με δική σας ευθύνη. Θα μπορούσα να σας δώσω κι ένα χάπι...
Οι τελευταίες λέξεις του διαλόγου χάθηκαν μαζί με τον καπνό που έβγαλε από τα πνευμόνια του καθώς δροσιζόταν κάτω από τα δέντρα. Το τσιγάρο δίχως καφέ έπειτα από 4 μέρες ήταν σκέτο δηλητήριο. Το είχε ανάγκη όμως. Έφτυσε στο χώμα και βγήκε από το νοσοκομείο.
Περπάτησε δύο χιλιόμετρα μέσα στη ζέστη. Δεν πήρε κανέναν τηλέφωνο, εξάλλου λίγοι έως ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που θα ανταποκρίνονταν πια σε δικό του κάλεσμα. Μετά θυμήθηκε πως δεν είχε τηλέφωνο. Ασυναίσθητα το χέρι πήγε στην τσέπη του και γράπωσε την υλική περιουσία του σε αυτόν τον κόσμο. 2 ευρώ. Περπάτησε, σε αντίθεση με τα δάκρυά του που έμοιαζαν έτοιμα να τρέξουν μυριάδες και να δροσίσουν την άσφαλτο της πόλης που έκαιγε. Τα έπνιξε και τα κατάπιε. Η δηλητηριώδης γεύση που είχε στο στόμα έγινε τώρα πιο αλμυρή, κατάπινε ξανά και ξανά, και ήταν σαν να γευόταν θαλασσινό νερό σε μια παραλία, σε μια θάλασσα του Αυγούστου.
Για μια στιγμή ζαλίστηκε, παραπάτησε αλλά δεν σταμάτησε. Θυμήθηκε πως κάπου είχε διαβάσει πως το περπάτημα βοηθάει στο να πέσει η πίεση. Ή βοηθούσε σε κάτι άλλο; Δεν είχε νόημα πια, συνέχισε να περπατάει, προσπερνώντας ανθρώπους που ξεφυσούσαν από τη ζέστη, μουσκεμένα πουκάμισα και μπλουζάκια, δυσωδία ιδρώτα και άρωμα μαζί και η φαρμακίλα πάνω απ' όλα.
Το τελευταίο χιλιόμετρο το περπάτησε παράλληλα με τον άλλο του εαυτό στο απέναντι πεζοδρόμιο. Παθολογικό παραλλήρημα ή όχι, έβλεπε τον εαυτό του, ντυμένο όμορφα με την τσάντα της δουλειάς στον ώμο να περπατάει νωχελικά μιλώντας στο κινητό, να γελάει δυνατά, να σταματάει, να γελάει ξανά και να περπατάει πάλι. Τον είδε να σταματά σε ένα περίπτερο, να βγάζει από την τσέπη του ένα πορτοφόλι, να αγοράζει τσιγάρα και ένα μικρό μπουκάλι ισοτονικού ποτού, να το ανοίγει και να πίνει διψασμένα, την ώρα που ο ίδιος έφτυνε το τελευταίο σάλιο του στο οδόστρωμα. Τον είδε να συνεχίζει σφυρίζοντας, απτόητο από τη ζέστη, να περπατά με κέφι, να σηκώνει το κινητό ξανά και μια ξαφνική ριπή ανέμου να φέρνει στα αυτιά του τη φράση "... σας περιμένουμε. Θα είναι όλοι εκεί. Θα περάσουμε εξαιρετικά".
Ένα τρόλει μπήκε ανάμεσά τους για δύο, τρία δευτερόλεπτα. Σαν χάθηκε από το βλέμμα του, είχε χαθεί κι εκείνος.
Στη γωνία του σπιτιού του, πέταξε το σάκο μέσα σ' ένα κάδο σκουπιδιών. Πήγε στο περίπτερο και αγόρασε ένα μπουκάλι νερό. Του έμεινε ένα ολόκληρο ευρώ. Το άνοιξε και άρχισε να πίνει με κλειστά μάτια την ώρα που η πόλη γκρεμιζόταν γύρω του, τα κτίρια έδιναν τη θέση τους σε αμμόλοφους, τα αυτοκίνητα γίνονταν ζούδια της ερήμου που χώνονταν στο χώμα, οι άνθρωποι εξαυλώνονταν και επέστρεφαν στο δημιουργό τους ως καθαρή ενέργεια μα εκείνον δεν τον ένοιαζε γιατί έπινε νερό, έπινε ζωή, βίωνε την ατέλειωτη ευχαρίστηση του να ξεδιψάς σαν το στόμα και το μυαλό σου έχουν στεγνώσει, ένοιωθε το παγωμένο νερό να του ξαναδίνει ζωή και δύναμη. Άνοιξε τα μάτια, τυφλώθηκε από τον ήλιο και έμεινε μόνος.
Έρημος.
Εξαιρετικό...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο εύθραυστη είναι τελικά η ζωή μας...
Πόσο εύκολα καταρρέουν όλα... και ξάφνου: EΡΗΜΟΣ...........
Καλό σου βράδι!
Σε ευχαριστώ Λιακάδα! Καλώς ήλθες σε είχα χάσει... :)
ΔιαγραφήΕυχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή(κλαίω βλέπεις..)
με εξαίρεση τη νοσηλεία σε νοσοκομείο
τη δική μου εννοείται..
που είναι κάτι που ακόμα δεν έχω βιώσει,
όλο το άλλο είναι καθάριο βιωμένο συναίσθημα
και η συγκίνηση τέτοιες στιγμές είναι ανείπωτη
το καταλαβαίνεις..
Λατρεύω τον ρεαλισμό τέτοιου είδους-
θέλω την ομορφιά είτε να ξεχύνεται από παντού, από κάθε πόρο
είτε από παντού να λείπει.. και να λαχταριέται για τούτο...
ό,τι διαλέγεται με την ομορφιά της ανθρώπινής μας φύσης
μονάχα αυτό αξίζει.
Ευχαριστώ Ρεϊμόντ μου :)
καλό ξημέρωμα!
Flash... δεν ξέρω τι να πω.
ΔιαγραφήΚοκκινίζω. Σε ευχαριστώ.
Δεν έχω λόγια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω συγκινηθεί και δεν είναι και του χαρακτήρα μου...
Αθηνά... Είστε πιο ευσυγκίνητη απ' ότι δείχνετε και πιο ευαίσθητη απ' ότι μας κάνετε να πιστεύουμε. Τις καλημέρες μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή