Μέχρι το Φάρο (Μαρία)
Μεγάλωσα με την τελευταία γενιά ανδρών που υπολόγιζαν στην πουτάνα για να γίνουν αρσενικά. Τα θυμάμαι τώρα και χαμογελάω όχι γιατί χαίρομαι για το συγκεκριμένο γεγονός, απλά γιατί η μνήμη μου γεύεται και άλλα από εκείνες τις εποχές. Το να πας σε πουτάνα, συνοδεία του πατέρα σου ήταν κάτι σαν την τελετή της περιτομής των Εβραίων ή σαν την πρώτη φορά που θα πας να κοινωνήσεις στην Εκκλησία. Οι γονείς το ξέρουν και το επικροτούν - η μητέρα σιωπηλά βέβαια - ο πατέρας σχεδόν θα σε έπαιρνε από το χέρι όταν ερχόταν εκείνη η ώρα, θα σε πήγαινε, θα κανόνιζε, θα περίμενε στη σιωπή του πενταλέπτου - δεν έπαιρνε και περισσότερο να χύσεις πρώτη φορά με γυναίκα - και θα έφευγε μαζί σου μετά, ανασαίνοντας βαθιά που κατάφερε να εκπληρώσει και αυτό στη ζωή του ως σωστός πατέρας και γονιός.
Θα γυρνούσατε στο σπίτι, εκεί που η μητέρα θα ήταν αδιάφορη αλλά με μάτια που καίνε μιας και ο γιος τα κατάφερε, θα τρώγατε ψητό της κατσαρόλας ειδικά για την περίσταση - κανείς δεν θα τόνιζε την παράταιρη παρουσία ενός Κυριακάτικου φαγητού σε άλλη μέρα, απλά έτυχε - αλλά ήταν σίγουρο πως δεν θα ξανατύχαινε ποτέ. Και η ζωή θα συνεχιζόταν με άλλες προκλήσεις.
Την πουτάνα του χωριού μου τη λέγανε Μαρία. Θα μπορούσαν να τη λένε Μαγδαληνή, καθώς το Μαρία είναι μια ευθεία προσβολή στη μάνα του Χριστού, ωστόσο τώρα που τα θυμάμαι αυτά φαντάζομαι πως υπάρχουν πολλές ανάλογες Μαρίες στον κόσμο και όμως, ο πλανήτης εξακολουθεί να γυρίζει και οι μετεωρίτες δεν μας έχουν κάψει ακόμα.
Δεν ξέρω πόσοι πέρασαν ανάμεσα από τα μπούτια της Μαρίας, πόσοι έγιναν άντρες σε αυτά ή πόσοι λησμονούσαν τα μπούτια της δικής τους γυναίκας εκεί. Τώρα που το ξανασκέφτομαι η Μαρία θα μπορούσε να είναι το ιδανικό μοντέλο για πίνακα του Λούσιαν Φρόιντ, τα κρεατά της κρέμονταν από παντού, τα βυζιά της ήταν θεόρατα, μυθικά βουνά στα μάτια ενός 14χρονου που ήμουν εγώ τότε. Αναρωτιόμουν αν στα βυζιά της είχε καρφιτσωμένα αστέρια σαν εκείνα στις φωτογραφίες των τολμηρών περιοδικών που συντρόφεψαν όλους τους εφηβικούς αυνανισμούς μας, εκεί που όλα τα επίμαχα σημεία στο γυναικείο κορμί ήταν καλυμμένα με αστέρια.
Σε κάθε περίπτωση εγώ τη Μαρία τη φοβόμουν. Άλλαζα δρόμο σαν την έβλεπα. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν ξέρω να σας πω. Ίσως ήταν το έντονο βάψιμό της ακόμα και σαν πήγαινε στο μπακάλη ή στο φούρνο να πάρει ψωμί. Μα πάλι, μπορεί να ήταν εκείνο το φτηνό άρωμα, το τόσο έντονο που τεμάχιζε το καθαρό οξυγόνο του χωριού σε φέτες και στο πρόσφερε μυρωμένο σε σημείο αναγούλας.
Οι περισσότεροι, όταν είχαν λεφτά, έβαζαν ρεφενέ βενζίνη, έπαιρναν ένα αμάξι και ταξίδευαν παρέα με τη Λίτσα Διαμάντη ή τη Ρίτα Σακελλαρίου λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στην εθνική οδό, στη μικρή πόλη που είχε το δικό της δρόμο με τις πουτάνες απλωμένες σαν σεντόνια που περιμένουν να στεγνώσουν στον ήλιο. Σκούπιζαν την καύλα τους με τα σεντόνια και γύριζαν πίσω.
Ένα απόγευμα, ο Κώστας και ο Αντώνης, παιδιά της πόρτας πλάι στη δική μου, φίλοι από πιτσιρίκια, ήρθαν χαρούμενοι στην αλάνα, εκεί που περιμέναμε να μαζευτούμε να παίξουμε μπάλα. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτεροι από μένα και το χνούδι στο μουστάκι τους έτρεμε από έξαψη. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω και αφού μας όρκισαν με τρόπους που μόνο τα παιδιά ξέρουν, μας εξομολογήθηκαν πως λίγο πριν είχαν πάει με τη Μαρία.
Σιωπή. Φόβος. Δέος. Δειλά χαμόγελα.
- Πως ήτανε ρε;
Η παρέα άρχισε να πηγαίνει δειλά, δειλά, δυο, τρεις, ποτέ περισσότεροι, στο σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Το σπίτι με την παστρική αυλή, τα γεράνια, τις γαρδένιες και τους φίκους. Και μια μπουκαμβίλια θεόρατη να πέφτει σαν ένδυμα γιορτινό από τα κεραμίδια στο χώμα. Διαλέγονταν οι ώρες που οι πατεράδες ήταν στις δουλειές και οι μανάδες στο σπίτι, στο μαγείρεμα ή στο πλύσιμο. Βοηθούσε και η τοποθεσία που δεν έβγαζε μάτι. Αν έκανες μάλιστα ένα μεγάλο κύκλο έφτανες στο σπίτι της Μαρίας όχι από το χωριό αλλά από το δάσος και ήσουν σίγουρος πως δεν θα σ' έβλεπε κανείς.
Το Χειμώνα που ακολούθησε τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα. Νύχτωνε από νωρίς, τα παραθυρόφυλλα έκλειναν στο πρώτο σούρουπο, η ομίχλη κατέβαινε αρχοντικά από το δάσος και κάλυπτε τις στέγες, οι άνθρωποι γίνονταν κινούμενες σκιές σε έναν απολιθωμένο κόσμο. Τότε ήταν που ήρθε η σειρά μου. Ήμουν ο μόνος που δεν είχε πάει στη Μαρία και το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό από την παρέα των περίπου δέκα τσογλαναραίων που μοιραζόταν τα πάντα στον κύκλο της. Κώστας και Θωμάς, βγήκαν μετά από κλήρωση ως οι συνοδοί μου. Εγώ δεν είχα βγάλει μιλιά τότε, θυμάμαι πως κατουριόμουν, πως ήθελα να φύγω, να εξαφανιστώ, να χαθώ από το χωριό και τους άγραφους νόμους του. Θυμάμαι πως το, κατά τα άλλα πρόθυμο να σηκωθεί, πουλί μου στη θέα μιας γυμνής σε φωτογραφία, μαράζωνε και μόνο στην ιδέα πως θα έβλεπε μια γυμνή γυναίκα, με σάρκα και μάλιστα μπόλικη.
Στις παρέες των παιδιών όμως, αυτά κανονίζονται και ξεπερνιούνται από τους άλλους για λογαριασμό σου. Και όσο και αν η αίθηση του κατουριέμαι δεν έφευγε, όσο και αν μυρμήγκιαζε η μέση μου, όσο και αν με γαργαλούσε η πλάτη μου λες και περπατούσαν πάνω της ψαλίδες, το ανέβαλα όσο μπορούσα - πότε με διάβασμα, πότε με ένα κρυολόγημα, πότε με δουλειές που έπρεπε να κάνω για το σπίτι - έως ότου μου έγινε η ερώτηση από την παρέα.
- Ρε, μπας και είσαι πούστης;
Αυτά, τα παιδιά τα λένε χύμα. Δεν μασάνε. Εκτός και αν το συζητάνε πίσω από την πλάτη σου. Μα μ' εμάς δεν γινόταν έτσι. Ό,τι θρεφόταν ως σκέψη, γεννιόταν με λέξεις. Η ερώτηση αποτέλεσε και την αποδοχή της ήττας μου. Κανονίστηκε για Πέμπτη απομεσήμερο.
Φτάσαμε από το δάσος πίσω από το σπίτι. Θυμάμαι τον πανικό μου, γλίστρησα στις πευκοβελόνες και έπεσα στο βρεγμένο, μυρωδάτο χώμα. Έβρεχε απ' το πρωί μα εδώ και κάμποση ώρα είχε σταματήσει και μόνο τα σύννεφα μας κοιτούσαν και γελούσαν μαζί μας. Τι αξία θα είχαν μπροστά στα μάτια μιας γυναίκας τρεις βρεγμένοι εραστές; Η υγρασία και η συννεφιά κρατούσαν τα γειτονικά σπίτια σφαλισμένα και μόνο η μυρωδιά απ' το μαγκάλι ή από τα ξύλα στο τζάκι υποδήλωναν την ανθρώπινη παρουσία στο χωριό μιας ατέρμονης σιωπής.
Οι δυο τους με είχαν ανάμεσα, με μπροστάρη των Κώστα που είχε έρθει ήδη αρκετές φορές και γνώριζε τα κατατόπια. Χτύπησε την πόρτα, κοιτάζοντας εμένα, εγώ απέφυγα το βλέμμα του κοιτάζοντας πίσω μου, ο Θωμάς χαμογελούσε και έτριβε τον καβάλο του με λύσσα. Η πόρτα άνοιξε και με χτύπησε σαν ρεύμα το φτηνό άρωμα που αναδυόταν από το εσωτερικό. Τότε ήταν που τρομοκρατήθηκα πραγματικά. Αν με αγκάλιαζε θα μύριζα, θα το κουβαλούσα μαζί μου, θα γύριζα σπίτι, θα το μύριζε και η μάνα μου, ίσως ο πατέρας μου και τότε;
- Άντε καλόπαιδα. Θα μπείτε ή όχι;
Η Μαρία φαινόταν στην πόρτα, τυλιγμένη με ένα μακρύ σάλι που τόνιζε ακόμα πιο πολύ το λευκό της δέρμα και την τεράστια χαράδρα στα στήθη της. Βαμμένη με κραγιόν, φορώντας νυχτικιά από κάτω και μ' ένα Καρέλια στο στόμα, από εκείνα μου μύριζαν σαν πορδή σκύλου, το πρώτο Καρέλια που έβλεπα με κόκκινο φίλτρο.
Και τότε έγιναν όλα πολύ ξαφνικά.
Ένα πιτσιρίκι βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, κάνοντας αστραπιαίους ελιγμούς ανάμεσά μας και χάθηκε στο δρόμο. Ήταν η ώρα που τη σιωπή του Χειμώνα την έσπασε μια βαριά φωνή που ακούστηκε από πίσω μας, "Τι κάνεις μωρή καριόλα; Πάλι γαμιέσαι;"
Ο Γιάννης ήταν ο άνδρας της Μαρίας. Ήταν ο φαροφύλακας στην αρχαία, στα δικά μας μάτια, ψηλή, πέτρινη κατασκευή στην άκρη του κόσμου μας, εκεί που τη στεριά την κατάπινε η θάλασσα. Περπατούσε σπάνια ανάμεσά μας, συνήθως χανόταν για μέρες στο φάρο ή όπου αλλού, στο φάρο μαντεύαμε γιατί πάντα τις νύχτες φώτιζε το στερέωμα, είτε είχε συννεφιά είτε το φως του μάταια προσπαθούσε να συναγωνιστεί τη λαμπρότητα του ουράνιου θόλου. Κανείς δεν ήξερε πως παντρεύτηκαν, η ιστορία τους ήταν άγνωστη στον κόσμο, ο Γιάννης με τα χρόνια πήρε τη φήμη του απόκοσμου, του σαλεμένου, εκείνου που δεν ήθελε καμία επαφή με κάνενα. Ούτε καν με τα τρία παιδιά που είχε κάνει με τη Μαρία και ένα εκ των οποίων είχε μόλις αποδράσει σαν φυλακισμένο ζώο.
Η φωνή του Γιάννη και η αγριωπή του όψη γέμισαν την αυλή και θυμάμαι σαν σε όνειρο τον Κώστα να φεύγει απ' την αντίθετη κατεύθυνση, να πηδάει το μικρό φράχτη και να τρέχει προς τα δέντρα και το Θωμά να έχει μείνει μαρμαρωμένος να κοιτάζει το νεοφερμένο έχοντας ακόμα το χέρι του στον καβάλο του. Αυτό με έσωσε. Αν και ήμουν πιο κοντά στο Γιάννη, το βλέμμα του καρφώθηκε εκεί, στο ξένο νεανικό πέος που έμοιαζε με κατάρτι βυθισμένου πλοίου που εξείχε απ' το νερό. Γιατί η ματιά του Θωμά βυθισμένη ήταν πλέον και στο πρόσωπο του Γιάννη αντίκριζε τα τέρατα της θάλασσας που τριγυρίζουν τη λεία τους πριν τη φάνε.
Ούτε θυμάμαι πως έφυγα, χτυπώντας μάλιστα με το πόδι μου εκείνο του απατημένου άνδρα, γλιστρώντας στη λάσπη της αυλής, ρίχνοντας κάτω μια γλάστρα με λουλούδια, μα να, βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω λες και με κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης.
Έφτασα σπίτι και έμεινα κλεισμένος στο δωμάτιό μου για ώρες. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή την εξώπορτα να χτυπάει και το βλοσυρό πρόσωπο του Γιάννη να ζητάει εξηγήσεις από τη μάνα μου. Ήμουν σίγουρος πως ήξερε ποιανού ήμουν και πωε από ώρα σε ώρα θα βρισκόταν στο κατόπι μου.
Ο Γιάννης δεν φάνηκε ποτέ. Πέρασαν οι μέρες και το θέμα ξεχάστηκε. Το επόμενο καλοκαίρι έφυγαν απ' το χωριό.
Σήμερα που τα θυμάμαι αυτά, σκέφτομαι πως κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Τότε, σαν άκουγα τα βράδυα τον άνεμο να λυσσομανάει πάνω από τη στέγη μας, φανταζόμουν το Γιάννη να σέρνει τη Μαρία από τα μαλλιά πάνω στο φάρο, να την ανεβάζει στη σκάλα του και μετά με μια κίνηση να την πετάει από την κορυφή του, αφήνοντας τα κύμματα να σβήσουν τη ντροπή του. Ίσως και έτσι να έγιναν τα πράγματα, δεδομένου, όπως έμαθα αργότερα, πως η Μαρία ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα για τις υπηρεσίες της.
Ποτέ...
Θα γυρνούσατε στο σπίτι, εκεί που η μητέρα θα ήταν αδιάφορη αλλά με μάτια που καίνε μιας και ο γιος τα κατάφερε, θα τρώγατε ψητό της κατσαρόλας ειδικά για την περίσταση - κανείς δεν θα τόνιζε την παράταιρη παρουσία ενός Κυριακάτικου φαγητού σε άλλη μέρα, απλά έτυχε - αλλά ήταν σίγουρο πως δεν θα ξανατύχαινε ποτέ. Και η ζωή θα συνεχιζόταν με άλλες προκλήσεις.
Την πουτάνα του χωριού μου τη λέγανε Μαρία. Θα μπορούσαν να τη λένε Μαγδαληνή, καθώς το Μαρία είναι μια ευθεία προσβολή στη μάνα του Χριστού, ωστόσο τώρα που τα θυμάμαι αυτά φαντάζομαι πως υπάρχουν πολλές ανάλογες Μαρίες στον κόσμο και όμως, ο πλανήτης εξακολουθεί να γυρίζει και οι μετεωρίτες δεν μας έχουν κάψει ακόμα.
Δεν ξέρω πόσοι πέρασαν ανάμεσα από τα μπούτια της Μαρίας, πόσοι έγιναν άντρες σε αυτά ή πόσοι λησμονούσαν τα μπούτια της δικής τους γυναίκας εκεί. Τώρα που το ξανασκέφτομαι η Μαρία θα μπορούσε να είναι το ιδανικό μοντέλο για πίνακα του Λούσιαν Φρόιντ, τα κρεατά της κρέμονταν από παντού, τα βυζιά της ήταν θεόρατα, μυθικά βουνά στα μάτια ενός 14χρονου που ήμουν εγώ τότε. Αναρωτιόμουν αν στα βυζιά της είχε καρφιτσωμένα αστέρια σαν εκείνα στις φωτογραφίες των τολμηρών περιοδικών που συντρόφεψαν όλους τους εφηβικούς αυνανισμούς μας, εκεί που όλα τα επίμαχα σημεία στο γυναικείο κορμί ήταν καλυμμένα με αστέρια.
Σε κάθε περίπτωση εγώ τη Μαρία τη φοβόμουν. Άλλαζα δρόμο σαν την έβλεπα. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν ξέρω να σας πω. Ίσως ήταν το έντονο βάψιμό της ακόμα και σαν πήγαινε στο μπακάλη ή στο φούρνο να πάρει ψωμί. Μα πάλι, μπορεί να ήταν εκείνο το φτηνό άρωμα, το τόσο έντονο που τεμάχιζε το καθαρό οξυγόνο του χωριού σε φέτες και στο πρόσφερε μυρωμένο σε σημείο αναγούλας.
Οι περισσότεροι, όταν είχαν λεφτά, έβαζαν ρεφενέ βενζίνη, έπαιρναν ένα αμάξι και ταξίδευαν παρέα με τη Λίτσα Διαμάντη ή τη Ρίτα Σακελλαρίου λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στην εθνική οδό, στη μικρή πόλη που είχε το δικό της δρόμο με τις πουτάνες απλωμένες σαν σεντόνια που περιμένουν να στεγνώσουν στον ήλιο. Σκούπιζαν την καύλα τους με τα σεντόνια και γύριζαν πίσω.
Ένα απόγευμα, ο Κώστας και ο Αντώνης, παιδιά της πόρτας πλάι στη δική μου, φίλοι από πιτσιρίκια, ήρθαν χαρούμενοι στην αλάνα, εκεί που περιμέναμε να μαζευτούμε να παίξουμε μπάλα. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτεροι από μένα και το χνούδι στο μουστάκι τους έτρεμε από έξαψη. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω και αφού μας όρκισαν με τρόπους που μόνο τα παιδιά ξέρουν, μας εξομολογήθηκαν πως λίγο πριν είχαν πάει με τη Μαρία.
Σιωπή. Φόβος. Δέος. Δειλά χαμόγελα.
- Πως ήτανε ρε;
Η παρέα άρχισε να πηγαίνει δειλά, δειλά, δυο, τρεις, ποτέ περισσότεροι, στο σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Το σπίτι με την παστρική αυλή, τα γεράνια, τις γαρδένιες και τους φίκους. Και μια μπουκαμβίλια θεόρατη να πέφτει σαν ένδυμα γιορτινό από τα κεραμίδια στο χώμα. Διαλέγονταν οι ώρες που οι πατεράδες ήταν στις δουλειές και οι μανάδες στο σπίτι, στο μαγείρεμα ή στο πλύσιμο. Βοηθούσε και η τοποθεσία που δεν έβγαζε μάτι. Αν έκανες μάλιστα ένα μεγάλο κύκλο έφτανες στο σπίτι της Μαρίας όχι από το χωριό αλλά από το δάσος και ήσουν σίγουρος πως δεν θα σ' έβλεπε κανείς.
Το Χειμώνα που ακολούθησε τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα. Νύχτωνε από νωρίς, τα παραθυρόφυλλα έκλειναν στο πρώτο σούρουπο, η ομίχλη κατέβαινε αρχοντικά από το δάσος και κάλυπτε τις στέγες, οι άνθρωποι γίνονταν κινούμενες σκιές σε έναν απολιθωμένο κόσμο. Τότε ήταν που ήρθε η σειρά μου. Ήμουν ο μόνος που δεν είχε πάει στη Μαρία και το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό από την παρέα των περίπου δέκα τσογλαναραίων που μοιραζόταν τα πάντα στον κύκλο της. Κώστας και Θωμάς, βγήκαν μετά από κλήρωση ως οι συνοδοί μου. Εγώ δεν είχα βγάλει μιλιά τότε, θυμάμαι πως κατουριόμουν, πως ήθελα να φύγω, να εξαφανιστώ, να χαθώ από το χωριό και τους άγραφους νόμους του. Θυμάμαι πως το, κατά τα άλλα πρόθυμο να σηκωθεί, πουλί μου στη θέα μιας γυμνής σε φωτογραφία, μαράζωνε και μόνο στην ιδέα πως θα έβλεπε μια γυμνή γυναίκα, με σάρκα και μάλιστα μπόλικη.
Στις παρέες των παιδιών όμως, αυτά κανονίζονται και ξεπερνιούνται από τους άλλους για λογαριασμό σου. Και όσο και αν η αίθηση του κατουριέμαι δεν έφευγε, όσο και αν μυρμήγκιαζε η μέση μου, όσο και αν με γαργαλούσε η πλάτη μου λες και περπατούσαν πάνω της ψαλίδες, το ανέβαλα όσο μπορούσα - πότε με διάβασμα, πότε με ένα κρυολόγημα, πότε με δουλειές που έπρεπε να κάνω για το σπίτι - έως ότου μου έγινε η ερώτηση από την παρέα.
- Ρε, μπας και είσαι πούστης;
Αυτά, τα παιδιά τα λένε χύμα. Δεν μασάνε. Εκτός και αν το συζητάνε πίσω από την πλάτη σου. Μα μ' εμάς δεν γινόταν έτσι. Ό,τι θρεφόταν ως σκέψη, γεννιόταν με λέξεις. Η ερώτηση αποτέλεσε και την αποδοχή της ήττας μου. Κανονίστηκε για Πέμπτη απομεσήμερο.
Φτάσαμε από το δάσος πίσω από το σπίτι. Θυμάμαι τον πανικό μου, γλίστρησα στις πευκοβελόνες και έπεσα στο βρεγμένο, μυρωδάτο χώμα. Έβρεχε απ' το πρωί μα εδώ και κάμποση ώρα είχε σταματήσει και μόνο τα σύννεφα μας κοιτούσαν και γελούσαν μαζί μας. Τι αξία θα είχαν μπροστά στα μάτια μιας γυναίκας τρεις βρεγμένοι εραστές; Η υγρασία και η συννεφιά κρατούσαν τα γειτονικά σπίτια σφαλισμένα και μόνο η μυρωδιά απ' το μαγκάλι ή από τα ξύλα στο τζάκι υποδήλωναν την ανθρώπινη παρουσία στο χωριό μιας ατέρμονης σιωπής.
Οι δυο τους με είχαν ανάμεσα, με μπροστάρη των Κώστα που είχε έρθει ήδη αρκετές φορές και γνώριζε τα κατατόπια. Χτύπησε την πόρτα, κοιτάζοντας εμένα, εγώ απέφυγα το βλέμμα του κοιτάζοντας πίσω μου, ο Θωμάς χαμογελούσε και έτριβε τον καβάλο του με λύσσα. Η πόρτα άνοιξε και με χτύπησε σαν ρεύμα το φτηνό άρωμα που αναδυόταν από το εσωτερικό. Τότε ήταν που τρομοκρατήθηκα πραγματικά. Αν με αγκάλιαζε θα μύριζα, θα το κουβαλούσα μαζί μου, θα γύριζα σπίτι, θα το μύριζε και η μάνα μου, ίσως ο πατέρας μου και τότε;
- Άντε καλόπαιδα. Θα μπείτε ή όχι;
Η Μαρία φαινόταν στην πόρτα, τυλιγμένη με ένα μακρύ σάλι που τόνιζε ακόμα πιο πολύ το λευκό της δέρμα και την τεράστια χαράδρα στα στήθη της. Βαμμένη με κραγιόν, φορώντας νυχτικιά από κάτω και μ' ένα Καρέλια στο στόμα, από εκείνα μου μύριζαν σαν πορδή σκύλου, το πρώτο Καρέλια που έβλεπα με κόκκινο φίλτρο.
Και τότε έγιναν όλα πολύ ξαφνικά.
Ένα πιτσιρίκι βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, κάνοντας αστραπιαίους ελιγμούς ανάμεσά μας και χάθηκε στο δρόμο. Ήταν η ώρα που τη σιωπή του Χειμώνα την έσπασε μια βαριά φωνή που ακούστηκε από πίσω μας, "Τι κάνεις μωρή καριόλα; Πάλι γαμιέσαι;"
Ο Γιάννης ήταν ο άνδρας της Μαρίας. Ήταν ο φαροφύλακας στην αρχαία, στα δικά μας μάτια, ψηλή, πέτρινη κατασκευή στην άκρη του κόσμου μας, εκεί που τη στεριά την κατάπινε η θάλασσα. Περπατούσε σπάνια ανάμεσά μας, συνήθως χανόταν για μέρες στο φάρο ή όπου αλλού, στο φάρο μαντεύαμε γιατί πάντα τις νύχτες φώτιζε το στερέωμα, είτε είχε συννεφιά είτε το φως του μάταια προσπαθούσε να συναγωνιστεί τη λαμπρότητα του ουράνιου θόλου. Κανείς δεν ήξερε πως παντρεύτηκαν, η ιστορία τους ήταν άγνωστη στον κόσμο, ο Γιάννης με τα χρόνια πήρε τη φήμη του απόκοσμου, του σαλεμένου, εκείνου που δεν ήθελε καμία επαφή με κάνενα. Ούτε καν με τα τρία παιδιά που είχε κάνει με τη Μαρία και ένα εκ των οποίων είχε μόλις αποδράσει σαν φυλακισμένο ζώο.
Η φωνή του Γιάννη και η αγριωπή του όψη γέμισαν την αυλή και θυμάμαι σαν σε όνειρο τον Κώστα να φεύγει απ' την αντίθετη κατεύθυνση, να πηδάει το μικρό φράχτη και να τρέχει προς τα δέντρα και το Θωμά να έχει μείνει μαρμαρωμένος να κοιτάζει το νεοφερμένο έχοντας ακόμα το χέρι του στον καβάλο του. Αυτό με έσωσε. Αν και ήμουν πιο κοντά στο Γιάννη, το βλέμμα του καρφώθηκε εκεί, στο ξένο νεανικό πέος που έμοιαζε με κατάρτι βυθισμένου πλοίου που εξείχε απ' το νερό. Γιατί η ματιά του Θωμά βυθισμένη ήταν πλέον και στο πρόσωπο του Γιάννη αντίκριζε τα τέρατα της θάλασσας που τριγυρίζουν τη λεία τους πριν τη φάνε.
Ούτε θυμάμαι πως έφυγα, χτυπώντας μάλιστα με το πόδι μου εκείνο του απατημένου άνδρα, γλιστρώντας στη λάσπη της αυλής, ρίχνοντας κάτω μια γλάστρα με λουλούδια, μα να, βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω λες και με κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης.
Έφτασα σπίτι και έμεινα κλεισμένος στο δωμάτιό μου για ώρες. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή την εξώπορτα να χτυπάει και το βλοσυρό πρόσωπο του Γιάννη να ζητάει εξηγήσεις από τη μάνα μου. Ήμουν σίγουρος πως ήξερε ποιανού ήμουν και πωε από ώρα σε ώρα θα βρισκόταν στο κατόπι μου.
Ο Γιάννης δεν φάνηκε ποτέ. Πέρασαν οι μέρες και το θέμα ξεχάστηκε. Το επόμενο καλοκαίρι έφυγαν απ' το χωριό.
Σήμερα που τα θυμάμαι αυτά, σκέφτομαι πως κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Τότε, σαν άκουγα τα βράδυα τον άνεμο να λυσσομανάει πάνω από τη στέγη μας, φανταζόμουν το Γιάννη να σέρνει τη Μαρία από τα μαλλιά πάνω στο φάρο, να την ανεβάζει στη σκάλα του και μετά με μια κίνηση να την πετάει από την κορυφή του, αφήνοντας τα κύμματα να σβήσουν τη ντροπή του. Ίσως και έτσι να έγιναν τα πράγματα, δεδομένου, όπως έμαθα αργότερα, πως η Μαρία ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα για τις υπηρεσίες της.
Ποτέ...
η Μαρία ίσως ήταν απλώς ένα ερωτικό πλάσμα
ΑπάντησηΔιαγραφήμε μια διψασμένη ψυχή στο βάθος του κορμιού της
στο πολύ βάθος αν κρίνω από την φωτογραφία
αλλά δεν είναι εκεί η ουσία
η ουσία είναι οτι τη γλίτωσες από ό,τι λες!
δεν έχω πιο ανεύθυνο φέρσιμο για ένα γονιό
να θαρρεί πως έχει την εξουσία
να καθορίσει το σεξουαλικό υπόβαθρο του γιού του
για το υπόλοιπο της ζωής του
παρεμβαίνοντας στην πιο τρυφερή ηλικία
προσφέροντάς του μία κενή εμπειρία
και καταστρέφοντας την μαγεία της πρώτης γεύσης...
έρωτας στο πιάτο δεν είναι έρωτας
και δυστυχώς πολλές γενιές μεγάλωσαν με αυτή τη νοοτροπία
ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την ίδια τη δομή της κοινωνίας μας
και του θεμέλιου λίθου της, του γάμου και της οικογένειας,
δεκαετίες και δεκαετίες τώρα...
μερικές γλαφυρές περιγραφές διακορπισμένες στο κείμενο
μας έφεραν την θαλπωρή του Χειμώνα μέσα στο κατακαλόκαιρο :)
πολύ ωραίο Ρείμόντ μου,
καλό απόγευμα και φιλιά!
Συμφωνώ με την flash.... δεν υπάρχει πιο ανεύθυνο φέρσιμο για ένα γονιό...ωστόσο τα χρόνια περνάνε, οι γενιές αλλάζουν και το ίδιο κάνουν και οι πρακτικές. Μπορεί τα νεαρά αγοράκια να μην οδηγούνται, μέσω ενός παραδοσιακού πατέρα, σε τέτοιες εμπειρίες, αλλά με άλλους τρόπους. Πιο δόλιους και πιο ντροπιαστικούς από αυτόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρέσει να σκέφτομαι την πορεία των ιστοριών σου, από τις πρώτες πρώτες, μέχρι αυτές τις πιο απρόβλεπτες και ασυνήθιστες περιγραφές....
Καλό απόγευμα και από εμένα
Eπειδή με καλύψανε οι προλαλήσαντες ως γυναίκα εγώ θα ήθελα να εστιάσω στην γυναικεία και όχι στην αντρική πλευρα αν μου επιτρέπετε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεωρώ τουλάχιστον άδικο οι ερωτικές γυναίκες να θεωρούνται π******ς ενω αντίθετα ο ερωτισμός στον άντρα είναι κάτι που τον εξυψώνει στα μάτια όλων.
Αυτό μόνο...
Καλό βράδυ...
Μην με παρεξηγήσεις αγαπητή, αλλά το περίμενα αυτό από εσένα :) . Συμφωνώ απόλυτα με αυτή την άποψη. Αλλά δεν νομίζω και για έναν άντρα να είναι τόσο εξυψωτικό ο έρωτας επί πληρωμή, ειδικά όταν γίνεται κατάντια.
ΔιαγραφήΜάλλον αυτό που τις κάνει να χαρακτηρίζονται έτσι, δυστυχώς, ακόμα και όταν το κάνουν από προσωπική επιθυμία και όχι ως ''δουλειά'' είναι τα κοινωνικά πρότυπα. Ο άντρας ανέκαθεν ήταν σεξουαλικά πιο κινητικός από την γυναίκα. Οπότε φαίνεται λογικό να χαρακτηρίζεται έτσι μια γυναίκα που επιδιώκει τον ερωτισμό.
Καληνύχχχτα :) (τα 3 χ του ερωτισμού :D )
...xxμμμ... από μένα εε?
ΔιαγραφήΓιατί τι έχω εγώ δηλαδή? :-p
ΤΑΜΠΕΛΕΣ και ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ είναι ότι πιο πολύ μισώ...
O άντρας δεν ηταν ανέκαθεν πιο σεξουαλικός... ετσι φαινόταν γιατί λόγω ηθικοπλασιών οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να το δείχνουν... για δεκαετίες ολόκληρες για να μην πω αιώνες είχε δημιουργηθεί αυτή η λανθασμένη εικονα λόγω κοινωνικής κατακραυγής...
Αλλωστε νέες επιστημονικές έρευνες όπως διάβαζα κάπου πρόσφατα δείξανε ότι οι γυναίκες σκέφτονται περισσότερο το σεξ στη διάρκεια της μέρας από ότι οι άντρες... (όχι ότι αυτό αποκλείεται να το καταρρίψει μια επόμενη ερευνα... :)
Υ.Γ Eπειδή αναφέρθηκες σ'αυτό εδώ δεν αναφέρεται ΠΟΥΘΕΝΑ ο έρωτας επί πληρωμή... ;)
Δεν βάζω ταμπέλες αγαπητή. Αντιθέτως. Απλά όπως σε γνωρίζω από αυτά που γράφεις περίμενα ένα τέτοιο σχόλιο... Και δεν είναι ταμπέλα ούτε στερεότυπο. Θα μου άρεσε να υπήρχαν περισσότερες γυναίκες που ασχολούνται με το θέμα του σεξ πέρα από τους τοίχους του μυαλού τους.
ΔιαγραφήΑπό την άλλη έτσι θέλουν τα κοινωνικά πρότυπα.
Όσο για τον έρωτα επί πληρωμή, το ανέφερα γιατί αυτή την εντύπωση μου έδωσε η συγκεκριμένη κυρία. Ειδικά όταν τα αγοράκια πήγαιναν για να γίνουν ''άνδρες'' και ειδικά εφόσον ήταν παντρεμένη.
Θα μου πεις αφού αυτό κάνουν και οι άνδρες, είναι παντρεμένοι και δεν περιορίζονται πάντα μόνο σε ένα αντικείμενο πόθου. Αλλά πάλι εδώ είναι η ανεκτικότητα των άλλων ως προς αυτό το θέμα σχετικά με τα δύο φύλα.
:) Σωστός...
ΔιαγραφήΑααααα, το έχει ως φαίνεται η ημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι στο βλογ μου έχω δημοσιεύσει μια ιστορία με μία ιερόδουλη, του συνεργάτη μου mitsopd! Μόνο που η δική σας δεν πληρωνόταν, άρα δεν την συγκαταλέγω στις ιερόδουλες. Ενώ η δική μας ήταν. Τελειωμένη!
Καλό σαββατοκύριακο!
Ευχαριστώ για τις σκέψεις και τα σχόλιά σας. Καλή εβδομάδα να έχουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή