Μετέωρος χρόνος

Έδεσε τη ζώνη της και κάθισε πιο αναπαυτικά στο κάθισμα. Ο διπλανός της είχε εξαφανιστεί πίσω από τις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας. Το άρωμά που φορούσε μύριζε απαίσια και την ενόχλησε. Γύρισε στην άλλη μεριά, στο διάδρομο, εκεί που ένα ζευγάρι χαριεντιζόταν με την άνεση που του έδινε η άγνοια του χρόνου. Ξεροκατάπιε.
"Cabin crew ready to take off..." Η καρδιά της σφίχτηκε για λίγο. Μόλις είχε χτυπήσει ο προσωπικός της συναγερμός. Ήταν η ατάκα που πάντα σιχαινόταν να ακούει σαν έμπαινε στο αεροπλάνο. Ήταν λες και εκείνη την ώρα η αγωνία της αιώρησης έπαιρνε θέση δίπλα της, στον ώμο της και της ψιθύριζε στο αυτί, "και τώρα είσαι δικιά μου γλυκιά μου".
Η τροχοδρόμηση σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια. Θα κρατούσε μόνο λίγο, τόσο λίγο, το ήξερε. Ενα φσσσσ, ένα πέταγμα ήταν, σε λίγο θα έπινε μεταλλικό νερό στα 25.000 πόδια και θα μετρούσε ξανά τις ανάσες της.
Δεν κατάλαβε πότε κόλλησε η πλάτη της στο κάθισμα. Πότε οι κινητήρες άρχισαν να βρυχώνται σαν άγρια θηρία και να ξερνάνε κηροζίνη. Πίεσε τα μάτια της να κλείσουν ερμητικά, να μην περνάει ούτε η παραμικρή ικμάδα φωτός ανάμεσά τους. Και ξεροκατάπινε συνέχεια. "Ανέβα επιτέλους μαλακισμένο", είπε από μέσα της.
Και εκείνο αργά, αρχοντικά, ανέβηκε.
Άνοιξε τα μάτια της την ώρα που ακούστηκε η ηλεκτρονική ειδοποίηση που επέτρεπε στους επιβάτες να λύσουν τις ζώνες τους. Τα είχε κλείσει τόσο καλά που το πρώτο φως την ενόχλησε. Τα ανοιγόκλεισε για λίγο και τόλμησε να κοιτάξει απ' το παράθυρο, όσο της επέτρεπαν οι οικονομικές σελίδες. Απέραντες εκτάσεις από βαμβάκι δεξιά και αριστερά. Βαμβάκι ανόθευτο, πρώτης ποιότητας, τόσο ελκυστικό, στρώματα από βαμβάκι που θα μπορούσες να κυλιέσαι πάνω τους για αιώνες. Χαμογέλασε. Αυτό της άρεσε. Δεν θα άντεχε τη βροχή σήμερα, ούτε τη μουντάδα.
Οι αεροσυνοδοί άρχισαν να σερβίρουν καφέδες, γλυκά και αναψυκτικά.
Ήθελε νερό. Μα πάνω απ' όλα ήθελε να τον δει. Να δροσιστεί απ' τα χείλη του και ταυτόχρονα να την κάψει με αυτά. Να νοιώσει το χέρι του να σφίγγει τη μέση της και να κολλάει το κορμί της πάνω του. Να την κάνει ό,τι θέλει. Κτήμα του. Όπως κάθε φορά. Να μην της μιλά καν. Να μην της επιτρέπει να ανασαίνει. Να τον μυρίζει μόνο.
- Παρακαλώ, τι θα πάρετε;
- Νερό, ευχαριστώ.
Πήρε το ποτήρι και κατέβασε δυο γουλιές. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί από τον κλιματισμό. Το νεαρό ζευγάρι δίπλα φιλιόταν απαλά. Τρυφερά.
Ήθελε φιλί. Όχι τρυφερό. Βίαιο. Να της δαγκώσει τα χείλη και να τα ματώσει. Να γαντζωθεί από τις τρίχες του στέρνου του για ν' αντέξει τον πόνο. Να τον πονέσει όσο την πονάει. Με κλειστά μάτια. Σαν κλείνεις τα μάτια αντέχεις κάθε πόνο. Και τα ρούχα σου πέφτουν στο πάτωμα πιο εύκολα. Και οι δεύτερες σκέψεις γίνονται στάχτη και σκόνη περασμένης ζωής, παρατημένης σε κάποιο συρτάρι με αχρησιμοποίητα προφυλακτικά και σελίδες ημερολογίου.
Ένα χρόνο πριν έκανε για πρώτο φορά αυτό το ταξίδι. Δειλά, διστακτικά πήρε το σιχαμένο αεροπλάνο και προσγειώθηκε στο εξεταστικό του βλέμμα. Την πήρε απ' το χέρι και της έδειξε την πόλη με τρόπο απέριττο και ουσιώδη. Το ούζο είχε άλλη γεύση μαζί του. Ο χυμός και η σάρκα του μυδιού έδεναν αλλιώτικα στο στόμα της. Το σούρουπο έπεφτε στην πόλη και δεν ήταν πια κάτι το ξένο, κάτι εχθρικό αλλά το σκηνικό μιας παράστασης με πρωταγωνίστρια την ίδια. Στο ρόλο της ζωής της. Μόνο το χάδι του ήταν ξένο. Ήταν αφόρητα ζεστό κι εκείνη είχε συνηθίσει να κυλιέται σε παγωμένες στέπες.
Τον γεύτηκε ολόκληρο. Και κάπου εκεί άρχισε να μετράει το χρόνο η ζωή της.

Το ρολόι σταμάτησε. Έτσι ξαφνικά. Ένα πρωινό το βρήκε σταματημένο με τους δείκτες του ακίνητους, σαν τις κεραίες ενός νεκρού εντόμου. Βγήκε στον κήπο και περπάτησε με τις ώρες, έκανε το γύρο του σπιτιού. Το κινητό άρπαξε φωτιά στα χέρια της κι έβγαλε σπίθες σαν το διέλυσε στον τοίχο. Έμεινε δίχως ρούχα πλάι στον κισσό, τα πέταξε ένα, ένα παρομοιάζοντας τον τρόπο του να τα βγάζει. Τα έκαψε την ίδια μέρα. Ήρθε η πυροσβεστική. Έφυγε με συστάσεις. Μπήκε στο σπίτι και άδειασε μπουκάλια στο στομάχι της. Τα έβγαλε. Έβαζε κι έβγαζε. Αφρός στο πάτωμα. Σάλια και αλκοόλ που γλιστρούσαν και την έριξαν στις σανίδες. Μα ο πόνος δεν ήταν ο ίδιος. Και ας είχε κλειστά τα μάτια.
Το πως σώθηκε ούτε και η ίδια ξέρει. Και τώρα, ακριβώς στο χρόνο, ξανακάνει το ταξίδι. "Τώρα, στο γύρισμα της παλίρροιας", θυμήθηκε τις λέξεις του συγγραφέα. Στο αεροδρόμιο. Εκεί που την περίμενε κάθε φορά.
Η πόλη ήταν θαμμένη κάτω απ' τα σύννεφα. "Και τώρα θα γίνω νεκροθάφτης", ψιθύρισε στην αγωνία της αιώρησης που είχε γίνει φίλη της σε αυτό το ταξίδι. Ή μάλλον, ακίνδυνη εχθρός της. Δεν την άγγιζε, αδυνατούσε να της επιβληθεί. Απλά την παρατηρούσε. "Θα γίνω νεκροθάφτης και θα ξεθάψω τη ζωή μου..."
- Είπατε κάτι; Οι οικονομικές σελίδες κουνήθηκαν.
- Όχι, όχι....
Εκλεισαν ξανά.
"Cabin crew prepare for landing..."
Εδώ είμαστε!

Τα φρένα των τροχών ούρλιαξαν και κάηκαν ταυτόχρονα. Καπνοί στο οδόστρωμα. Έλυσε τη ζώνη της πρώτη απ' όλους. Το σκάφος τροχοδρόμησε και σταμάτησε. Βγήκαν αργά χαμογελώντας στις αεροσυνοδούς. Ανακούφιση.
Βγήκε στο χώρο υποδοχής των αφίξεων. Δεκάδες άγνωστα πρόσωπα της χαμογελούσαν. Έτσι νόμιζε. Χαμογελούσαν σε άλλους αλλά έπαιρναν ξώφαλτσα και την ίδια. Χάρηκε. Ηταν κάτι. Δεκάδες άγνωστα πρόσωπα ήταν εκεί. Εκείνος όχι. "Στο γύρισμα της παλίρροιας είναι αλλού, βρέχει άλλα χείλη". Πρώτη φορά ήταν που το σκέφτηκε. Και πρώτη φορά το είπε δυνατά. Μια κυρία, μιας κάποιας ηλικίας που έτυχε να περνάει από δίπλα της, σχόλιασε... "Μα πως σας ήρθε ότι βρέχει; Μια χαρά είναι ο καιρός".

Κάποια ώρα μετά, έτσι και αλλιώς ο χρόνος ήταν μετέωρος τώρα, βρέθηκε στο κάθισμά της. Ήταν κουρασμένη, μονότονα κουρασμένη, τελειωτικά κουρασμένη, και τα επιρρήματα τελείωναν ήδη. Αναστέναξε. Κοίταξε μπροστά.
"Cabin crew ready to take off..."

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...