Μπιγκ Μπαμπλ

Την περίμενα όπως πάντα στο ίδιο σημείο. Απέναντι απ' το περίπτερο, κάτω από τους ψηλούς ευκαλύπτους που η μυρωδιά τους μου έφερνε βήχα. Καθισμένος στο αυτοκίνητο με τη Μέλοντι Γκαρντό στα ηχεία και με τον περιπτερά να με παρατηρεί μέσα απ' το παραθυράκι του, ακούνητος, ασάλευτος, με τα σάλια του να τρέχουν στο παντελόνι του. Έβαζα στοίχημα κάθε φορά πως μόλις εμφανιζόταν από την πύλη, η ματιά του θα καρφωνόταν πάνω της και το χέρι του θα πήγαινε κατευθείαν στο πουλί του. Ήταν όμορφη, ήταν προκλητική και ήταν δικιά μου.
Φάνηκε στις σκιές, με τ' αλαβάστρινα γυμνά της πόδια να ξεχωρίζουν στο σκοτάδι. Περπάτησε περήφανα ως το περίπτερο, έχοντας την τσάντα στον ώμο, τινάζοντας τα μακριά μαλλιά της, τόσο σίγουρη για τον αέρα που έσερνε μαζί της. Ένα αυτοκίνητο που περνούσε έκοψε ταχύτητα, σχεδόν σταμάτησε μπροστά της, αυτή δεν γύρισε καν να δει, το αυτοκίνητο κόρναρε, ακούστηκε ένα "μουνάρα μου", βραχνό και συνάμα αδύναμο ώστε να προκαλέσει κάποιο ενδιαφέρον. Τα "μουνάρα μου" τα είχε βαρεθεί. Γι' αυτό κι έβγαινε μαζί μου.
Πήρε μάλλον τσίχλες, προφυλακτικό δεν γούσταρε, δεν κάπνιζε, οπότε πήρε μάλλον τσίχλες, εκείνες τις μαλακές μπιγκ μπαμπλ, που όλη τους η γεύση χάνεται στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα μασήματος. "Είναι σαν το σπέρμα σου. Σαν το σπέρμα όλων των ανδρών. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τις γυναίκες που λένε πως το σιχαίνονται. Η γεύση δεν κρατάει πάνω από δέκα δευτερόλεπτα. Τόση ευαισθησία πια..."
"Μα το δικό μου λες πως είναι γλυκό", διαμαρτυρήθηκα. Χαμογέλασε. "Όχι μωρό μου. Δεν είναι. Γλυκό το κάνεις εσύ να είναι. Πως να στο πω. Η γεύση κατά βάση είναι μία. Αν είναι γλυκό, είναι επειδή στα μάτια μου είσαι εσύ γλυκός". Το είπε και μου έσκασε ένα φιλί.
Ο διάλογος έσβησε από το μυαλό μου την ώρα που την παρατηρούσα να διασχίζει το δρόμο και να έρχεται προς το αυτοκίνητο.  Δεν βιαζόταν, δεν αργούσε. Αυτή η γυναίκα ήταν γεννημένη να περπατάει. Αυτή η γυναίκα περπατούσε και στην ανυπαρξία της. Έφτασε μπροστά μου, έσκασε ένα χαμόγελο μασώντας την τσίχλα. Κανονικά αυτή η εικόνα θα με ξενέρωνε. Οι γυναίκες του παρελθόντος μου θα κουνούσαν το κεφάλι τους αποδοκιμαστικά αν μας έβλεπαν αυτή την ώρα. Στοιχηματίζω το πορτοφόλι μου πως μετά οι μισές θα δάγκωναν τα νύχια τους με λύσσα και οι άλλες μισές θα αναρωτιόντουσαν τι δεν πήγε καλά μεταξύ μας. Και όπως είπα, κανονικά αυτή η εικόνα του θηλυκού που μασάει τόσο απροκάλυπτα την τσίχλα θα με ξενέρωνε. Τώρα όμως καύλωνε το μυαλό μου.
Μπήκε στο αυτοκίνητο με μια μυρωδάτη καλησπέρα - φράουλα και άρωμα - και αμέσως αναζήτησε τη γλώσσα μου. Έβαλα μπροστά και σαν γύρισα το κεφάλι μου για να ελέγξω το δρόμο είδα τον περιπτερά να έχει κρεμαστεί σχεδόν ολόκληρος έξω απ' το περίπτερο. Μου άρεσε αυτή η εικόνα. Μου άρεσε η νύχτα. Ο κόσμος. Μου άρεσε η γυναίκα που είχα δίπλα μου αν και δεν ήξερα που στο διάολο πήγαινα με εκείνη.

Τσακίσαμε κάτι μπύρες σ' ένα ανοιχτό μπαρ στο κέντρο. Εγώ δηλαδή. Οι άντρες την έγδυναν με τα μάτια αλλά εκείνη αδιαφορούσε για τις καύλες που αναδύονταν γύρω της και που ήταν έτοιμες να τη γδύσουν στη μέση του δρόμου. Λικνιζόταν με κάποιο τραγούδι του Τζο Κόκερ, σταματούσε, ρουφούσε με μικρές γουλιές το μοχίτο της και επέστρεφε στο χορό της. Και οι άλλοι κοιτούσαν. Και με ζήλευαν. Και αυτό μ' έφτιαχνε απίστευτα. Dance, baby, dance ήθελα να φωνάξω μα η φωνή δεν έβγαινε. Την έπνιγε η συγκίνηση της γνώσης πως για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάτι που ήθελε όλος ο κόσμος ήταν απλά δικό μου. Και κανείς δεν μπορούσε να μου το πάρει. Οι άνδρες έπαψαν να την κοιτούν και καρφώθηκαν σε μένα. Το γέλιο μου το άκουγα μόνο εγώ εκείνη την ώρα. Τους κοίταζα στα μάτια και τους μετέδιδα το μήνυμα, "πάρτε τ' αρχίδια μου. Είναι δικιά μου. Κοιτάξτε, ζηλέψτε και βγάλτε το σκασμό. Είστε ένα μάτσο μαλάκες όλοι σας. Μαλάκες! Παίξτε τον απόψε σαν πάτε σπίτι σας. Γαμήστε τις γκόμενές σας με κλειστά μάτια και φανταστείτε πως γαμάτε εκείνη που δεν θα σας καθόταν ποτέ...Γιατί είστε μαλάκες. Είστε σαν σκατά. Είστε..."
Έπεσα σχεδόν απ' το σκαμπό. Κάποιος μ' έσπρωξε, ανέβηκα ψηλά με τη φαντασίωση κι έπεσα απότομα, δεν ξέρω. Το μωρό σταμάτησε το χορό του και ήρθε δίπλα του. Βλέμμα ανήσυχο. "Είσαι καλά μωρό μου; Καλά είμαι. Μήπως θες να φύγουμε; Ναι, πάμε σπίτι."
Το ένα χέρι μου ήταν στο τιμόνι και το άλλο γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια της. Τα άνοιξε υπάκουα. Της άρεσε αυτό το παιχνίδι. Ήμουν σίγουρος πως δεν φορούσε εσώρουχο. Έπεσα μέσα. Δεν έβαλα στοίχημα. Με ποιον; Κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει γι' αυτή τη γκόμενα. Κανείς δεν ξέρει τι είναι ικανή να κάνει, που να φτάσει, κανείς δεν έχει αρχίδια τόσο μεγάλα να τ' απιθώσει μπροστά της και να τα παίξει. Θα τα χάσει. Τους ευνουχίζει. Όλους. Το ξέρω. Όχι επειδή είναι μουνάρα, όχι. Είναι επειδή δε νοιάζεται για το εφήμερο, δε νοιάζεται για το τι έχεις να της πεις, εκτός και αν έχεις κάτι πραγματικά καλό να της πεις. Ζει για το συγχρονισμό. Ζει χαοτικά. Ζει για τη στιγμή. Είναι βαμπίρ. Ρουφάει στιγμές και τις χωνεύει. Σαν το φίδι. Μια στιγμή της για δέκα ζωές σου. Είναι εφτά γάτες σε μία. Τα μάτια της τώρα σαν την χαϊδεύω βαθιά, λαμπυρίζουν στο σκοτάδι.
Κλαίει. Τελείωσε και κλαίει. Κάθε φορά που τελειώνει κλαίει. Κι αυτό με συγκλονίζει. Και το ξέρει. Γι' αυτό με λατρεύει. Επειδή τρέμω στα δάκρυά της. Επειδή κάνω τη χαρά της να στάζει στο χέρι μου και τη γεύομαι ως το τελευταίο της ίχνος. Επειδή ξέρω πότε να της μιλήσω και πότε να την αφήσω στη σιωπή της. Επειδή σέβομαι την παραίτησή της. Επειδή χαίρομαι όταν θυμώνει. Επειδή σηκώνω το χέρι και την κάνω να πάψει. Επειδή είμαι ό,τι ζητούσε σε αυτό τον κόσμο.
Φτάνουμε σπίτι. Αγκαλιά ανοίγουμε την πόρτα. Κυλιόμαστε αμέσως στο πάτωμα. Φιλιόμαστε κι ο κόσμος θολώνει. Κάθε φορά σαν την πρώτη φορά. Χέρια και πόδια, φίδια που τυλίγονται αγριεμένα. Και τα ρούχα είναι το πετσί μας που τ' αλλάζουμε. Κομμάτια να γίνει, στη γη να λιώσει. Μένουν μόνο τα κορμιά να αναδεύονται και να μεγαλώνουν τις σκιές στον τοίχο. Στο διάολο ο κόσμος σας λέω. Στο διάολο!

"Κύριε καθηγητά, τις σημειώσεις... Τι; Τις σημειώσεις. Είπατε πως θα μας τις δίνατε σήμερα. Ε, δεν ξέρω, δεν είναι έτοιμες. Αύριο. Μάλλον αύριο. Κύριε καθηγητά είστε καλά; Έχετε χλομιάσει. Όχι, καλά είμαι. Ευχαριστώ".
Αναπνέω τώρα. Είμαι καλύτερα. Έφυγε. Είμαι καλύτερα. Σπρώχνω τις ρόδες και νοιώθω τα χέρια μου να τρέμουν. Θα αντέξω. Το ξέρω. Κάθε φορά αντέχω. Η φόρα του καροτσιού μου, μου ανοίγει την πόρτα. Άδειος ο διάδρομος. Σπρώχνω ως το τέλος του. Αντέχω. Θα αντέξω. Αναπνέω. Είμαι καλύτερα. Έφτασα.
Έφτασε και ο επιστάτης της Σχολής. Μου χαμογελά. Αδιαφορώ. Σπρώχνει το καρότσι μου. Θα με βοηθήσει να μπω στο αυτοκίνητο.



Σχόλια

  1. Έκπληξη. Δυνατό.
    Μ' άρεσε η ανατροπή στο τέλος. Αυτή ήταν που, κατά τη γνώμη μου, έδωσε βάρος στο κείμενο.
    Εύγε Μαιτρ ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μου άρεσε πάρα πολύ ο τίτλος της ιστορίας
    τον βρίσκω εξαιρετικά ευφυή
    τον τρόπο που συνδέει τα επίπεδα της ιστορίας...

    κατά τα άλλα η ανάρτηση με βρίσκει σε φάση
    που έχω απολέσει με μεγάλη ικανοποίηση
    και ανακούφιση μπορώ να πω
    κάθε πίστη μου στα φαινόμενα :)

    τίποτα δεν είναι αδύνατον, αταίριαστο,
    μη φυσιολογικό, ανέφικτο..
    αν αυτό πιστευουμε για αυτό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Απαντήσεις
    1. Ε όχι. Εγώ σ' ευχαριστώ λιακάδα. Μην ανιστρέψουμε και τους ρόλους τώρα. Εγώ σ' ευχαριστώ που με διαβάζεις.

      Διαγραφή
  4. Ίσως περιμένετε κάποιο σχόλιο και από εμένα, αλλά επιτρέψτε μου να σιωπήσω σε αυτή την ιστορία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ...οι γυναίκες που κλαίνε με τον οργασμό, τολμώ να πω πως είναι από τις λίγες, που κατάφεραν να υπερπηδήσουν το εγώ τους και ν΄αφεθούν στην ηδονή της στιγμής εντελώς "γυμνές"...στην ψυχή...
    Αξιέραστη η σκοπιά σας....εύγε :)
    Νεράϊδα (Σκέτο)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...