Made Of China

Καθάριζε τις πορσελάνες. Με πανί βουτηγμένο ελαφρά στο νερό άγγιζε τις κούπες του τσαγιού στα χείλη, περνούσε μετά τα πιατάκια περιμετρικά με ιδιαίτερη σπουδή πάνω στις ιστορίες που απεικόνιζε η μπροσούρα τους. Κούπες και πιατάκια στο χρώμα του χιονιού και μπροσούρες σ΄εκείνο του συννεφιασμένου ουρανού λίγο πριν χιονίσει. Καθάριζε και παράλληλα σιγομουρμούριζε ένα σκοπό που μόλις είχε συνθέσει. Ο σκοπός τήν οδηγούσε, άλλαζε νότες μόνος του, ένα μουρμουρητό μελένιο και μελωδικό, αδιάφορο ίσως σε ξένα αυτιά μα τόσο καθησυχαστικό στα δικά της.
Παρατήρησε το πιατάκι στο χέρι της. Το γύρισε, το έπαιξε στα δάχτυλά της και παρατήρησε τη μικροσκοπική γραφή στο κέντρο του, made in China. Χαμογέλασε. Στις μέρες της αυτή η επιγραφή υποδήλωνε την προέλευση ενός όχι και τόσο ποιοτικού προϊόντος. Στις μέρες που γράφτηκαν αυτές οι λέξεις αποτελούσαν πολύτιμη σφραγίδα σ' ένα σπάνιο προϊόν.
- Ειρήνη... Που είσαι; Νερό!
Αγνόησε τη φωνή.
- Ειρήνη... Νερό σου λέω!
Άρχισε να μουρμουρίζει πιο δυνατά τώρα, καλύπτοντας με τη μελωδία τη φωνή που ακουγόταν στο βάθος.Έπιασε το σερβίτσιο του τσαγιού απ' την αρχή. Τα έτριβε πιο δυνατά, τα έφερνε στο στόμα, άφηνε μια γερή ανάσα πάνω τους και με το βρεγμένο πανί...
Σταμάτησε. Στον καναπέ απέναντί της, καθόταν η ζωή της τεμαχισμένη. Μια ασημένια κορνίζα στεκόταν στη μια γωνία. Ένα μικρό πακέτο ταχυδρομικών φακέλλων τυλιγμένο σε σπάγγο ακουμπούσε στην πλάτη της μεσαίας θέσης του καναπέ. Και στην άλλη γωνία μια σακούλα σούπερ μάρκετ γεμάτη με κουτιά από φάρμακα.
Η Ειρήνη σηκώθηκε από τη ροτόντα της τραπεζαρίας και με αργά βήματα πήγε στο μπάνιο. Άναψε το φως και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.  Έμεινε ακίνητη. Σιωπηλά άρχισε να μετράει τις γκρίζες τρίχες στο κεφάλι της. Το είδωλό της κουνούσε άηχα τα χείλη του, χείλη που είχαν αρχίσει να στενεύουν επικίνδυνα στις άκρες, χείλη σουφρωμένα, απότιστα, χείλη που τα φιλούσε μόνο ο χρόνος.
Άξαφνα σήκωσε το χέρι της και άγγιξε το είδωλό της. Άρχισε να χαϊδεύει δειλά το πρόσωπο που αμέσως άρχισε να μαλακώνει και να χαμογελά απαλά. Το χάϊδεψε κι άλλο, πήγε στα μαλλιά, έσκυψε πάνω στο νιπτήρα για να φτάνει καλύτερα τον καθρέφτη και οι κινήσεις πλαισίωναν όλο το πρόσωπο τώρα και με το άλλο χέρι στα τυφλά έψαξε λίγο χαρτί και άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι απ' το είδωλο, δάκρυα από κατακόκκινα μάτια, τι τα έπιασε άραγε, ποιο χημικό καθαρισμού τα ερέθισε και άρχισαν να κλαίνε έτσι στα ξαφνικά και δεν σταματάνε τα ευλογημένα, μα σταματήστε τα θερμποπαρακαλεί και χαϊδεύει το πρόσωπο, το παρηγορεί μπας και σταματήσουν αλλά αυτό είναι ανήκουστο, να κλαίει βουβά και να χαμογελάει δειλά ταυτόχρονα, αυτό είναι μια αντίθεση, μια κορυφαία αντίθεση, μια μοναδική συγκίνηση και αυτή δεν....


...είναι για τέτοια.
Η φωνή της μητέρας στα χρόνια που πέρασαν. Η Ειρήνη δεν είναι για τέτοια. Η Ειρήνη δεν είναι για έρωτες που θα την πάρουν μακριά απ' το σπίτι της. Η μητέρα δεν το επιτρέπει. Ο πατέρας δεν το επιτρέπει επειδή η μητέρα δεν το επιτρέπει. Ώσπου έπαψε να του επιτρέπει ν' αναπνέει.
Και ο χρόνος κύλησε στο μικρό δυάρι που βλέπει στο πάρκο.
Η Ειρήνη είναι μια πορσελάνη. Εύθραυστη και πολύτιμη να στολίζει το ράφι στον παλιό μπουφέ. Μπορείς να απολαύσεις ένα τσάι μαζί της και έπειτα να την αφήσεις στο τραπεζάκι του σαλονιού ώσπου να βρεθούν χέρια να την πλύνουν. Τα ίδια χέρια που θα τη σκουπίσουν και θα τη τοποθετήσουν ξανά στο ράφι, πάνω, πάνω και στο κέντρο για να φαίνεται, να είναι έτοιμη να υποδεχθεί άλλα χέρια και άλλα χείλη. Υπάρχουν φορές που φοβάται μη σπάσει. Μη σπάσει πάνω σε χέρια ζεστά, φιλόξενα και τα τραυματίσει. Πιο πολύ τη νοιάζει μην πληγώσει τα χείλη τους. Να μη στάξει το αίμα τους μέσα της. Αυτό το τρέμει η Ειρήνη. 
- Ειρήνη... που είσαι; Νερό!
Αγνόησε τη φωνή.
- Ειρήνη... νερό σου λέω!
Υπάρχουν φορές που η Ειρήνη θέλει να σπάσει και να καταλήξει στα σκουπίδια. Είναι στιγμές που το εύχεται όσο τίποτα στον κόσμο. Να θρυμματιστεί έτσι ξαφνικά την ώρα που στέκεται ακίνητη πάνω στο ράφι, χωρίς λόγο και αιτία, να είναι το θύμα ενός περίεργου καπρίτσιου της φυσικής που θ' αναγκάσει τα μόριά της ν' αυτοκτονήσουν ένα προς ένα και όλα μαζί ταυτόχρονα και να γίνουν σκόνη πάνω στο ράφι του μπουφέ. Σκόνη χιονάτη και μωβ. Και να ρθει κάποιος να τη φυσήξει ή να τη σκουπίσει. 
Οι εποχές κυλάνε στο μικρό δυάρι μαζί με τις εναλλαγές του φωτός.

Μετά το μπάνιο, πάει στην κουζίνα, γεμίζει ένα ποτήρι νερό και σέρνει τα βήματά της στην κρεβατοκάμαρα. Πλησιάζει το κρεβάτι και το προσφέρει με ηρεμία.
- Το νερό σου.
- Δεν ακούς;
- Το νερό σου.
- Φωνάζω τόση ώρα.
- Το νερό σου.
- Το ήθελα πριν. Δεν άκουγες;
- Το νερό σου.
- Μόνο αυτό θα λες;
- ΠΙΕΣ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΣΚΑΣΕ!
Ένα χέρι παίρνει το ποτήρι σιωπηλά και το φέρνει στο στόμα. Δυο, τρεις γουλιές και το επιστρέφει.
- Θέλεις τίποτε άλλο μητέρα; Έχω δουλειά μέσα.
- Τι δουλειά;
- Καθαρίζω.
- Τον αδελφό σου θέλω. Που είναι;
- Τώρα; Τον θέλεις τώρα;
- Ναι. Έχει καιρό να με δει.
Επιστρέφει στο σαλόνι, στον καναπέ. παίρνει την κορνίζα, τα γράμματα και τη σακούλα με τα φάρμακα. Στην κρεβατοκάμαρα ξανά.
- Έλα μητέρα. Ήρθε.
- Μίλα μου καλέ μου.
Η Ειρήνη ξετυλίγει το σπάγγο, παίρνει στην τύχη ένα φάκελο, τον ανοίγει και αρχίζει να διαβάζει. Η φωνή της είναι στρωμένη, χωρίς εξάρσεις και χρωματισμούς, είναι μια απλή ανάγνωση λέξεων που φιγουράρουν μέσα απ' τις σελίδες. Ακούει το γουργουρητό της ευχαρίστησης της μητέρας σαν ακούει τα λόγια του γιου της να της εκφράζει την αγάπη του.
- Καλέ μου, δεν μου φτάνουν τα λόγια. Να σε αγγίξω λίγο... παιδί μου.
Η Ειρήνη μηχανικά και δίχως να σταματήσει να διαβάζει φέρνει την κορνίζα στα χέρια της μητέρας που τη γραπώνει σαν αντιλαμβάνεται το αντικείμενο στο χέρι της. Ένα σφιχτό αγκάλλιασμα στο στήθος κι αμέσως ακολουθεί μετά ένα νανούρισμα ξεχασμένο, λόγια δίχως νόημα καθώς μπερδεύονται μεταξύ τους,  η συγκίνηση είναι έκδηλη και μεγάλη, τα άδεια μάτια της βουρκώνουν, η μητέρα πάει καιρός που δεν βλέπει πια, να αισθάνεται μόνο μπορεί. Και σφίγγει, σφίγγει, σφίγγει και φωνάζει...
- Μίλα μου γιε μου... Μίλα μου!
Η Ειρήνη ανοίγει τη σακούλα με τα φάρμακα γνωρίζοντας καλά την πορεία των πραγμάτων. Ψάχνει για λίγο ανάμεσα στα δεκάδες κουτιά και βρίσκει ένα σπρέι Sidicort. Ένα σπρέι αναπνοών. Το ανοίγει την ώρα που η μητέρα παθαίνει άλλη μια κρίση άσθματος. Το γουργουρητό ικανοποίησης έχει αντικατασταθεί από ρόγχο αγωνίας. Της το βάζει στο στόμα και πιέζει το έμβολο. Η μητέρα εισπνέει. Ηρεμεί. Αφήνει την κορνίζα να πέσει απ' την αγκαλιά της και κλείνει τα μάτια. Η Ειρήνη τα μαζεύει όλα από την αρχή, κορνίζα, γράμματα και φάρμακα την ώρα που η μητέρα της πιάνει σφιχτά το χέρι.
- Λεωνίδα! Παιδί μου. Πρέπει να παντρέψουμε την αδελφή σου. Μην το ξεχνάς. Φρόντισε σε παρακαλώ! Εσύ είσαι μικρός ακόμα, έχεις καιρό. Η αδελφή σου όμως δεν έχει άλλα περιθώρια. Παιδί μου... πρέπει να κάνουμε κάτι.
- Θα κάνουμε μητέρα. Θα το φροντίσω.
- Ευχαριστώ παιδί μου. Είσαι ένας άξιος γιος. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα. Δυστυχώς η Ειρήνη είναι πολύ ευαίσθητη και το ξέρεις. Φοβάμαι πως θα μείνει μόνη. Εμείς είμαστε εδώ γι' αυτήν. Εμείς τη φροντίζουμε.
- Μείνε ήσυχη μητέρα.

Καθάριζε τις πορσελάνες. Με πανί βουτηγμένο ελαφρά στο νερό άγγιζε τις κούπες του τσαγιού στα χείλη, περνούσε μετά τα πιατάκια περιμετρικά με ιδιαίτερη σπουδή πάνω στις ιστορίες που απεικόνιζε η μπροσούρα τους. Κούπες και πιατάκια στο χρώμα του χιονιού και μπροσούρες σ΄εκείνο του συννεφιασμένου ουρανού λίγο πριν χιονίσει. Καθάριζε και παράλληλα σιγομουρμούριζε ένα σκοπό που μόλις είχε συνθέσει. Ο σκοπός τήν οδηγούσε, άλλαζε νότες μόνος του, ένα μουρμουρητό μελένιο και μελωδικό, αδιάφορο ίσως σε ξένα αυτιά μα τόσο καθησυχαστικό στα δικά της.
Παρατήρησε το πιατάκι στο χέρι της. Το γύρισε, το έπαιξε στα δάχτυλά της και παρατήρησε τη μικροσκοπική γραφή στο κέντρο του, made of China. Χαμογέλασε. Στις μέρες της αυτή η επιγραφή υποδήλωνε την προέλευση ενός όχι και τόσο ποιοτικού προϊόντος. Στις μέρες που γράφτηκαν αυτές οι λέξεις αποτελούσαν πολύτιμη σφραγίδα σ' ένα σπάνιο προϊόν.
- Ειρήνη... Που είσαι; Νερό!
Αγνόησε τη φωνή.
- Ειρήνη... Νερό σου λέω!




Σχόλια

  1. Πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια δυστυχισμένη ζωή όταν είναι έτσι καλογραμμένη?
    Αυτή η γεύση μιζέριας που ένιωσα όσο διάβαζα το κείμενο δε λέει να μ'αφήσει...
    Υπέροχο πραγματικά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ορισμένα πολύτιμα είδη πορσελάνης όσο εύθραυστα κι αν φαίνονται αντέχουν στην σκληρή μεταχείριση μόνο που....
    τις καταδίκασε η λέξη '' πολύτιμη '' και δεν θα δουν ποτέ το φως της μέρας.

    Ταιριαστή στο κείμενο η μουσική επιλογή!

    Καλό Σαββατοκύριακο σας εύχομαι Ρειμόντ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ αγαπητή. Καιρό είχατε να βρεθείτε απ' τα μέρη μας. Χαιρομαι ιδιαίτερα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...