Νεύμα

Τον έρωτα τον βρήκε στις αρχές του Απρίλη. Μετά στα μέσα του Ιούνη. Τον ξαναπέτυχε στις διακοπές του Αυγούστου. Ο Σεπτέμβρης πέρασε άπραγος. Έφταιγε η βροχή που τον ξέπλυνε σαν τη σκόνη απ' τα πεζοδρόμια. Αρχές Οκτώβρη κάτι πήγε να γίνει μα αποδείχτηκε πως έρωτας δίχως καλό κρεβάτι μόνο έρωτας δεν είναι. Σε τούτον εδώ παραχώρησε και δεύτερη ευκαιρία και μια τρίτη, εκεί στα τέλη του μήνα τον άφησε ευνουχισμένο να μαζεύει τη σάρκα από τις λαγόνες του πού είχαν πέσει στο πάτωμα. Και μόλις είχε σφουγγαρίσει.
Ερχόταν κι έφευγε ο έρωτας σαν αποδημητικό πουλί που αλλάζει τόπο κάθε λίγο και λιγάκι. Ακανόνιστη αποδήμηση, ακανόνιστος ο έρωτας. Και κάθε βέλος που δεν έβρισκε στόχο ή την έπαιρνε λοξά, φούντωνε τη φλόγα μέσα της αντί να την ηρεμεί. Ποτέ δεν είπε φτάνει, ποτέ δεν έπιασε το βέλος να το βγάλει απ' το κορμί της. Περπατούσε στο δρόμο με τα βέλη να εξέχουν απ' τη σάρκα στάζοντας αίμα και πύον, άλλα μισοσπασμένα απ' τις στάσεις που έπαιρνε στο κρεβάτι κάθε ώρα και στιγμή που το κορμί διψούσε κι άλλα ανέγγιχτα λες και ξεφύτρωναν απ' την ψυχή της.
Σκοτοδίνη τής ήρθε μια μέρα και στάθηκε να ξαποστάσει. Ένας περαστικός σταμάτησε, την είδε ωχρή, έτοιμη να πέσει στο βρώμικο πεζοδρόμο και της πρόσφερε το χέρι του. Αμίλητα τον ακολούθησε σ' ένα διπλανό καφέ, κι εκείνος - άκου να δεις - της παράγγειλε υποβρύχιο σε παγωμένο νερό. Κόλλησε η γλώσσα της στη σάρκα του γλυκού κι έμεινε εκεί εγκλωβισμένη. Και τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα, τον άνδρα τον σωστό για τα δικά της μέτρα, εκείνον που ενδιαφέρθηκε μην πέσει και χτυπήσει.
Κάπνιζε αργά αυτός, καθισμένος σταυροπόδι. Η καμπαρντίνα κρεμόταν ακόμα στο κορμί του και το κασκόλ έμοιαζε με μάλλινο χάδι στο λαιμό του. Φρεσκοξυρισμένος και μυρωδάτος, με χωρίστρα παλαιομοδίτικη και βρεγμένα, κατάμαυρα μαλλιά, χτενισμένα στην εντέλεια. Κι ένα κομμάτι λάπις λάζουλι καρφιτσωμένο θαρρείς στο χέρι, να τονίζει το μελαχρινό του δέρματός του και τα κατάλευκα νύχια στα δάχτυλα.
Η γλύκα τη φυλάκισε. Η βανίλια και η γεύση των ματιών του. Βαθύ γαλάζιο, άρρωστο, απ' άλλο γαλαξία. Και κάπνιζε. Και δεν μιλούσε. Και ήταν η απαρχή ενός ακόμα θανάτου γι' αυτήν και το' ξερε. Και του' κανε το νεύμα.

Μα τούτος δω ήταν αλλιώς. Σαν βρέθηκαν στο σπίτι μόνοι, δεν την άγγιξε καν. Απέφυγε να πιει ακόμα και νερό. Χώθηκε στην καμπαρντίνα του και ζάρωσε στον καναπέ. Ούτε τσιγάρο δεν άναψε. Δεν μίλησε. Και κείνη σάλεψε. Της ήρθαν τα μέσα έξω. Λύσσαξε και δάγκωσε τα χείλη για το ανέφικτο που μαζεμένο καθόταν στο σαλόνι της. Όμως το' παιξε αδιάφορη αφήνοντας μόνο τα μάτια της να παίζουν.
Σηκώθηκε να φύγει. Και με τούτη εδώ την κίνηση, ξύπνησε τις πληγές της. Παραπατώντας τόν πλησίασε, βουρκωμένη ήταν και δεν το' κρυβε. Του ψέλλισε ένα "μείνε" μα εκείνος απάντησε με το χαμόγελο που αφήνεις μέσα από ένα τρένο που αφήνει ένα σταθμό και μια ζωή στην αποβάθρα. Έκλεισε την πόρτα κι έφυγε.
Κύλισε στο πάτωμα, γλιστρώντας με την πλάτη ακουμπισμένη πάνω της. Έπιανε το στήθος της και βαριανάσαινε. Τούτο το βέλος είχε χτυπήσει διάνα.

Μου τα' πε όλα αυτά, ένα βράδυ που τον περίμενε σ' εκείνο το καφέ. Στο τραπέζι πάντα εμπρός της, ένα ποτήρι βότκα σκέτη. Τη γέμιζε και ξαναγέμιζε πέντε μ' έξι φορές κάθε βράδυ. Και πιο δίπλα ανέγγιχτο ένα ποτήρι με βανίλια βυθισμένη στο νερό που περίμενε μια γλώσσα να κολλήσει. Και ήταν Νοέμβρης. Και πιο μετά ένα κομμάτι πλαστικό γκυ έπεσε στο ποτήρι και στόλισε τη βότκα. Και λίγο αργότερα χιόνισε σαν μέσιασε ο Γενάρης. Και τώρα ήταν Μάρτης.
- Αράχνιασε το μουνί μου, είπε ένα βράδυ ζαλισμένη. Η φωνή της βραχνή, σπηλαιώδης.
Την κοίταζα και δεν μιλούσα. Υπάρχει πόνος εκεί που θαρρείς πως πρέπει να γελάσεις. Τον αναγνωρίζεις άμα γονάτισες και συ κάποτε στη ζωή σου. Και οφείλεις να' σαι γενναίος για να τον παραδεχτείς. Εκεί λοιπόν σιωπάς. Στέκεσαι βουβός και μετράτε μαζί αναπνοές.
Δεν είχε ξαναφανεί. Ο άνδρας με την καμπαρντίνα, τα γαλάζια μάτια και το κομμάτι του λάπις λάζουλι στο χέρι είχε εξαφανιστεί. Είχε απομείνει μόνο ο κρατήρας που άφησε στην ψυχή αυτής της δυστυχισμένης. Ένας κρατήρας που κάπνιζε ακόμα.
Η μπαρ γούμαν που την ήξερε ήρθε και κάθισε πλάι της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη δεν κουνήθηκε, δεν άλλαξε εκατοστό απο τη στάση της.
- Υπάρχουν ώρες που το καινούργιο μοιάζει απίστευτα με παλιά διαδικασία, είπε μηχανικά.
Η μπαρ γούμαν σηκώθηκε για μια παραγγελία.
Λίγο μετά έφυγα κι εγώ. Δεν άντεχα να βλέπω τόση ανημπόρια. Είχα τη δική μου.

Στα μέσα του Ιούλη, τυχαία, έμαθα πως ερωτεύτηκε και πάλι.
- Είναι ωραίος ο τύπος, με μηχανή και σκουλαρίκι. Αλτέρνατιβ, είπε η μπαργούμαν γελώντας, μπορεί και ειρωνικά. - Εδώ τον γνώρισε. Κι εκείνη του' γνεψε.
- Τη δουλειά κάνει; ρώτησα χωρίς καν να ξέρω γιατί μ' ενδιέφερε.
- Καθαρίζει πληγές. Έτσι της είπε.

Βγήκα στο δρόμο. Αν και Ιούλης, είχε συννεφιάσει.




Σχόλια

  1. Εχεις αποκτήσει τρελή μανιέρα εσύ, το ξέρεις; :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΕΙΣ!! ΤΩΡΑ ΤΡΩΩ ΒΑΝΙΛΙΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ!!! :))
    (ναι είχα μια μικρή κρίση υπογλυκαιμίας)

    Είναι πολύ δυνατό το κείμενό σου... από κάθε άποψη πολύ καλό!
    Το΄χεις...! συνέχισε έτσι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Α, μα είναι η πιο δημιουργική δουλειά αυτή του να γιατρεύεις πληγές!

    Εξαιρετικό λατρεμένε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "Καθαρίζει πληγές". Τελικά και τι δεν λέει ο κόσμος προκειμένου να... πως να το πω τώρα που είμαι και καθώς πρέπει... προκειμένου να συνουσιαστεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πως κάνεις κι εσύ έτσι βρε Αθηνά?
      Καθαρίζει πληγές είπε ο άνθρωπος, δεν τις επουλώνει...!
      Αχχ Θεε μου... πόσο δίκιο έχεις...

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...