Ρεβεγιόν

Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Έτσι στα ξαφνικά έμεινε γυμνή απ' τα λαμπρά φώτα της και κανείς δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί.
Τα πιτσιρίκια που χάζευαν το δέντρο άρχισαν να διαμαρτύρονται, κάποια είχαν βουρκώσει ήδη, άλλα τραβούσαν τη μαμά απ' το χέρι και ρωτούσαν "γιατί", οι νεότεροι το πήραν πιο ψύχραιμα κι έκαναν πλάκα, οι σοβαροί κύριοι και κυρίες ενοχλήθηκαν απ' αυτή την απρογραμμάτιστη διακοπή του ρεβεγιόν που θα είχε ως αποτέλεσμα η πάπια, το γεμιστό χοιρινό και όλα τα καλά του εορταστικού τραπεζιού να φαγωθούν κρύα, οι γεροντότεροι - πάντα μέσα στην υπερβολή - έκαναν το σταυρό τους και φοβήθηκαν πως κάτι κακό θα συνέβαινε αυτή τη νύχτα.
Τα τηλέφωνα της εταιρείας ηλεκτρισμού κουδούνιζαν συνέχεια μεταφέροντας τον εκνευρισμό χιλιάδων πολιτών που ήθελαν να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού συντροφιά με καλούς φίλους δίπλα στο αναμμένο τζάκι, συντροφιά εκλεκτών εδεσμάτων και ποτών. Μα και αυτοί οι έρμοι οι υπάλληλοι δεν είχαν ιδέα για την προέλευση της ζημιάς. Μάταια αναζητούσαν στους πίνακες ελέγχου μια ένδειξη, ένα κόκκινο λαμπάκι που θ' αναβόσβηνε όχι σε εορταστικό ρυθμό αλλά ως σήμα κινδύνου. Μάταια.
Αυτό είχε ως συνέπεια το φως να μην έρχεται και η πόλη να παραμένει σκοτεινή και παγωμένη. Το στιγμιαίο εκνευρισμό το συνόδευε πλέον η ανησυχία. Υπολογιστές και τηλεοράσεις είχαν νεκρώσει και δεν υπήρχε ενημέρωση για την έκταση και το κυριότερο, την αποκατάσταση της ζημιάς. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν εορταστικά τραγουδάκια με καμπανούλες που για ένα περίεργο λόγο αυτή την ώρα ακούγονταν εκνευριστικές και όσοι δέησαν να μεταδώσουν κάτι ενημερωτικό, δεν περιελάμβανε νεότερα για τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση.
Δειλά, δειλά ξεπρόβαλαν οι κάτοικοι στις πόρτες και στα μπαλκόνια, κρατώντας άλλοι κεριά και άλλοι φακούς ή αναμμένους αναπτήρες που έκαιγαν τα δάχτυλά τους. Κάποιοι ονειροπόλοι βρήκαν καταφύγιο στον ασυννέφιαστο ουρανό. Τυλίχτηκαν καλά με κουβέρτες και βγήκαν σε μπαλκόνια και πλατείες, γελώντας σιγανά και συζητώντας όπως είχαν καιρό να κάνουν. Τα πρόσωπα στο χάσιμο του φεγγαριού φαίνονται πιο ειλικρινή άμα τα προσέξεις. Άλλοι πάλι έμειναν κλεισμένοι στο σπίτι ανάβοντας όσα περισσότερα κεριά είχαν, προκειμένου να μη χαθεί η ατμόσφαιρα της θαλπωρής και ελπίζοντας πως το τέλος αυτής της θλιβερής περιπέτειας θα ήταν κοντά και πως σε λίγο όλα αυτά δεν θα αποτελούσαν παρά μια δυσάρεστη ανάμνηση.
Μια ιερή μυσταγωγία άρχισε να εξελίσσεται στους δρόμους και στις πλατείες. Άνθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώνονταν από παντού κρατώντας το δικό του φως ο καθένας λες και ήταν Πάσχα και όχι Χριστούγεννα. Οι ψίθυροι στη νύχτα έγιναν φωνές, οι δρόμοι μετατράπηκαν σ' ένα πολύβουο μελίσσι που συζητούσε έντονα· είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους οι πρώτες έριδες αναφορικά με την προέλευση της ζημιάς και τι έπρεπε να γίνει. Μοιραία, μέσα στο σκοτάδι, ο κόσμος ανακατεύτηκε, γνωστοί με αγνώστους, θα μπορούσε να πει κανείς πως ο κόσμος παραγνωρίστηκε κιόλας και ταίριαξε τις αντιθέσεις του. Αλλά αυτό έγινε παρά τη θέλησή του.
Και τότε ήρθε ο άνεμος. Άκουσαν τη βουή του να ξεσηκώνεται κάπου απ' τον ορίζοντα, κανείς δεν ήξερε να πει από που, το αντάριασμα ενός γίγαντα που ξυπνάει απ' το λήθαργό του. Ένας άνεμος που χρειάστηκε μόνο μερικές στιγμές να σαρώσει την πόλη, να σβήσει κάθε κερί και αναμμένο αναπτήρα και ν' αναγκάσει τους ανθρώπους να λουφάξουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Σαν καταλάγιασε ο άνεμος και πριν καν οι άνθρωποι συνέλθουν απ' αυτό το ξαφνικό τερτίπι του καιρού, μια πυκνή ομίχλη κύλησε σαν το νερό του τρέχει σε κάθε γωνιά, δρόμο και σοκάκι. Κι έμεινε εκεί, απρόσκλητη και παγωμένη. Μια ομίχλη που την έκοβες με το μαχαίρι. Οι αναμμένοι φακοί δε φώτιζαν πια παρά μόνο το διπλανό τους. Τα κεριά που άναψαν ξανά το ίδιο. Ο κόσμος απέμεινε με το λιγοστό φως που κρατούσε να φωτίζει όποιον ήταν κυριολεκτικά δίπλα του εκείνη την ώρα. Κάποιος ψιθύρισε, "η φρίκη, η φρίκη..."

Έγιναν πολλά εκείνη τη νύχτα. Το πανάκριβο άρωμα του ρεβεγιόν ανακατεύτηκε με την οσμή που αφήνει το κάτουρο πάνω στα ρούχα. Τα βαμμένα κόκκινα χείλη διέφεραν ελάχιστα με το ξεραμένο αίμα από πληγές που κακοφόρμιζαν καιρό τώρα. Ακούστηκαν γδούποι και χτυπήματα στο σκοτάδι, φωνές αγωνίας, κραυγές διαμαρτυρίας, τα χλωμά φώτα χόρευαν πανικόβλητα κι αδέσποτα πίσω από τη βαριά κουρτίνα της ομίχλης, ο κόσμος έγινε κουβάρι, τον κόσμο τον πήρε ο διάολος και τον σήκωσε εκείνη την Άγια Νύχτα.
Η ομίχλη έγινε μπλε. Οι σειρήνες των περιπολικών αντικατέστησαν τις καμπάνες, βαριά βήματα απ' τις μπότες των οργάνων της τάξης έκαναν τις πλάκες των πεζοδρομίων να τρέμουν, κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να πετάξει το πρώτο καπνογόνο για να διαλύσει το αλλαλάζων πλήθος, κάποιος είχε έτοιμη την απάντηση, μια μολότοφ που λαμπάδιασε τον κόσμο.  Ήταν το πιο πρωτότυπο ρεβεγιόν από καταβολής Χριστουγέννων. Στην καρδιά του Χειμώνα, χιλιάδες διαφορετικοί άνθρωποι άρχισαν να ξερνάνε πάνω τους, δίπλα τους, κοντά τους το δείπνο που δεν είχαν καταφέρει να τελειώσουν ποτέ, άλλοι έβγαζαν απ' τ' αντερά τους πράσινη χολή και άλλοι γλιστρούσαν πάνω στα υπολείμματα κι έπεφταν στο κράσπεδο. Πολλοί τσαλαπατήθηκαν εκείνη τη νύχτα. Το αίμα κυλούσε άφθονο βάφοντας άλικες τις διαχωριστικές γραμμές της κυκλοφορίας και οι κραυγές διαδέχονταν σε συχνότητα και φύλο ή μία την άλλη.

Κανείς δεν ξέρει πόσο κράτησε το πανηγύρι.

Ο κόσμος κακήν κακώς έψανε διόδους διαφυγής, δοκίμαζε πόρτες και έμπαινε μέσα στα σπίτια για να βρει καταφύγιο απ' τον όλεθρο του δρόμου, απ' την τυφλότητα που βασίλευε στον κόσμο, απ' τα αδιάκριτα χτυπήματα της μοίρας και του νόμου, ο κόσμος είδε τη γιορτή να εξελίσσεται σε εφιάλτη.
Πήρε κάποια ώρα μα τελικά άδειασαν οι δρόμοι. Κάποιοι ρέμπελοι απέμειναν να προκαλούν τα όργανα της τάξης που τώρα πια είχαν προμηθευτεί και μάσκες με υπέρυθρες ακτίνες κι έβλεπαν στο σκοτάδι. Ανά άτακτα χρονικά διαστήματα μια μολότοφ έσκαγε εκεί, μια τζαμαρία θρυμματιζόταν παραπέρα σκόρπιες φωνές κι εντολές στην ομίχλη και το σκοτάδι.

Η ομίχλη τραβήχτηκε το ίδιο σιωπηλά όπως εμφανίστηκε.

Το φως ήρθε.

Ολόγυρα στο γιορτινό τραπέζι στέκονται λαχανιασμένοι άνθρωποι. Μυρίζουν άρωμα, κάπνα και ούρα. Ολόγυρα στο γιορτινό τραπέζι με την τεράστια πιατέλα με το ψητό στη μέση, στέκονται άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, που δεν έχουν γνωριστεί ποτέ, που δεν ξέρουν τίποτε ο ένας για τον άλλον και που ένα τυχαίο συμβάν, μια χαοτική συγκυρία τους έφερε συγκεντρωμένους εκεί ν' αναζητούν την επιβίωση τους. Κοιτάζοναι σιωπηλά μεταξύ τους, ανταλάσσουν βλέμματα τρόμου και απορίας για το άγνωστο που αντικρίζουν, για εκείνο που βίωσαν και βιώνουν. Ψηλαφίζουν το κορμί τους και αναζητούν κρυμμένες πληγές, αίμα που τρέχει, πόνο που περιμένει να εκδηλωθεί. Και την ίδα ώρα βαθιά μέσα τους παρακαλούν να μπορούσε να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να πάρουν δύναμη απ' το ένδοξο παρελθόν τους. Από κάποια άλλα Χριστούγεννα όταν τα ξύλα τριζοβολούσαν στο τζάκι, όταν ο Φρανκ Σινάτρα τραγουδούσε, όταν η ζάχαρη απ' τον κουραμπιέ έπεφτε στο χαλί και η μητέρα το σκούπιζε γρήγορα πριν πατηθεί, όταν οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν, όταν τα δώρα ξετυλίγονταν με θόρυβο απ' το πλούσιο αμπαλάζ τους, όταν...
Τη συλλογική μνήμη που έτρεχε με χίλια χιλιόμετρα την ώρα τη διέκοψε μια φωνή. Πάντα μια φωνή βάζει σε τάξη το χάος.

- Ας φάμε όλοι μαζί.

Σχόλια

  1. Ονειρεύεσαι, και η Φλόρενς σε βοηθάει.. Σ'ευχαριστώ, μ'έχει πιάσει μια ανυπόφορη νοσταλγία απόψε.. Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τρομακτική ιστορία.

    Εμείς πάντως, πρόπερσι την παραμονή των Χριστουγέννων, είχαμε μια διακοπή ρεύματος στην πολυκατοικία που προήλθε από βλάβη του καυστήρα.
    Ηλεκτρολόγο βρήκαμε ανήμερα των Χριστουγέννων, αλλά ανταλλακτικό για τον καυστήρα τρεις ημέρες μετά.
    Ήταν τα πιο κρύα Χριστούγεννα που έχω περάσει έβερ, αλλά ευτυχώς δεν χύθηκε αίμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. νομιζω ότι θυμάμαι σχετική ανάρτηση!

      Διαγραφή
    2. Και πολύ καλά θυμάσαι! Είχαμε φάει τόσο κρύο που είπα να το διαδώσω! Μόνο έχω κάνει ένα λάθος στο σχόλιό μου. Ήταν τα περασμένα Χριστούγεννα και όχι πρόπερσι που έχω γράψει.
      Μπράβο bLoGirL! Εξαίρετη μνήμη!!!

      Διαγραφή
    3. Το βασικό είναι πως είμεθα όλοι καλά!!!! :P

      Διαγραφή
  3. έχω πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο χάος
    για να ακριβολογώ νιώθω και ασφαλής μαζί του!
    απέναντι στην τάξη που προσπαθεί να το σχηματοποιήσει
    ασχήμως, είναι που δυσπιστώ...
    αν ήμουν σε θέση να θυμάμαι πάντα σε κατάσταση πανικού
    βρισκόμενη, οτι αυτό είναι αδύνατον...
    αν όλοι μας το θυμόμασταν αυτό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και όμως.. το χάος διέπεται από μια απίστευτη τεχνική ισορροπίας!

      Διαγραφή
    2. το ίδιο ακριβώς λέμε :)

      το χάος είναι υπέροχα ισορροπημένο
      και η τάξη προσπαθεί να κάνει αυτό που είναι αχρείαστο....

      έτσι καταλήγουμε στην ασχήμια

      χρειαζόμαστε μόνο λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη
      σε εκείνο και σε αυτό που έχουμε ονομάσει 'τύχη'.....

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...