Πέτσα

     Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα στο χωριό έσφαζαν τα γουρούνια. Το βράδυ της αλλαγής του χρόνου κάθε κονάκι θα' χε ψητό χοιρινό στο τραπέζι. Άλλα κομμάτια του ζώου θα παστώνονταν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια και θα έμεναν εκεί να "ψηθούν" μέσα στο λίπος τους. Ήταν οι τσιγαρίδες. Έτσι έλεγαν οι άντρες στις γυναίκες σαν ήθελαν εκλεκτό μεζέ. "Βγάλε τσιγαρίδα και κάν' την στο τηγάνι με αβγά".
     Από νωρίς φύσηξε ένας βοριάς από εκείνους που έκαναν ακόμα και τα κόκαλα των νέων να τρίζουν. Ο ουρανός πήρε ένα θυμωμένο γκρίζο χρώμα, σχεδόν μπλαβί απ' το κρύο που ανεμόδερνε τη γη. Δειλά άναψαν τα πρώτα φώτα στο χωριό. Οι καμινάδες του πάλι, κάπνιζαν απ' ώρα.
     Στο καφενείο της μικρής πλατείας ο Σκουντέρης ο καφετζής - που είναι και ταβερνιάρης ενίοτε - βράζει τσίπουρο στο καμινέτο. Η γυναίκα του ανασκαλεύει σιωπηλά τη φωτιά μετά από παράκληση του δασκάλου που τον λένε Ευγένιο. Γεβγκένι Τριφόνοβιτς τον φωνάζει ο Σκουντέρης που είναι παλαιός κομμουνιστής. Ο δάσκαλος σε ανταπόδωση τον αποκαλεί Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς. Είναι ένα παιχνίδι μεταξύ των δύο ανδρών που παίζεται χρόνια τώρα - τουλάχιστον τριάντα - ένας προσωπικός κώδικας επικοινωνίας και πειράγματος που ζυμώθηκε στις χιλιάδες μέρες που πέρασαν ανάμεσα σε λίτρα τσίπουρου και χειροποίητων μεζέδων. Η απομόνωση θέλει καλοπέραση και πείραγμα για να γίνει υποφερτή.
     Στη γωνιά του καφενέ κάθεται ο μπάρμπα Χλωρός, κοντεύει τον αιώνα, το ένα του αφτί κρέμεται μισό απ' το κεφάλι - απόκτημα μιας σφαίρας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Πιο πέρα στρίβει τσιγάρο και πίνει καφέ ελληνικό ο Μπινές - Σταύρο το λένε - μα το επίθετό του κυριαρχεί στο μικρό του όνομα. Και πάλι όμως, κανείς δεν έλεγε, "ο Σταύρος ο Μπινές". Τον σέβονταν. Τουλάχιστον σαν ήταν μπροστά. Το Μπινές τότε αρκούσε.
     Ο Σκουντέρης φέρνει το δίσκο με τα τσίπουρα που αχνίζουν απ΄ τα μικρά σωληνάτα ποτήρια και τα μοιράζει. Είναι κέρασμα και σπάνια κερνάει ο Σκουντέρης. Αυτό το ξέρουν δα όλοι στο χωριό. Κάποιο λόγο θα' χει απόψε. Ο μπαρμπά Χλωρός σηκώνει το ποτήρι χωρίς να ρωτήσει την αιτία του κεράσματος, χαιρετάει τον οικοδεσπότη και το κατεβάζει μονορούφι. Το ενός αιώνα συκώτι του θα αποτελούσε ενδιαφέρον δείγμα μελέτης σε ηπατολόγους κι άλλους επιστήμονες·πως στέκεται αυτό το συκώτι και δεν έχει καταρρεύσει χρόνια τώρα. Ο μπαρμπά Χλωρός θα απαντούσε γελώντας, "στο διάλο το συκώτι και το καλό του. Βάλε να πιούμε και να τραγουδήσουμε το Γρίβα μ' σε θέλει ο βασιλιάς!"
     Ο Μπινές δεν ακουμπάει το ποτήρι. Αντιθέτως, πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ που έφτασε στο κατακάθι πια κι ανάβει το τσιγάρο του. Ο δάσκαλος πάλι, το απολαμβάνει με μικρές γουλιές για να κρατήσει περισσότερο, είναι σίγουρος πως ο Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς εξάντλησε για την αποψινή νύχτα τη φιλοξενία του και τα κεράσματά του. 
    Ο Σκουντέρης όμως δείχνει να' χει κέφια. Πλησιάζει στη φωτιά, ρωτάει τη γυναίκα του αν άρμεξε την κατσίκα, εκείνη του απαντάει ναι·  ευχαριστημένος που έγινε και τούτο τη διατάζει να βγάλει χοιρινό απ' το πήλινο να το κάψουν λίγο στη φωτιά και να το φάνε, να πάει το τσίπουρο κάτω. Τη διατάζει να φέρει και ζυμωτό ψωμί, να πέσει το λίπος που θα καίγεται πάνω στην ψίχα, να τη βρέξει, εκεί να δεις νοστιμιά. Γυρίζει και χαμογελάει στους υπόλοιπους. 
     Ο δάσκαλος δεν αντέχει. "Κάτι χαρούμενο σε βλέπω απόψε Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς", του χαμογελάει πίνοντας τις τελευταίες γουλιές απ' το βρασμένο ποτό. "Βλέπεις την επανάσταση να είναι πια κοντά και κερνάς έτσι;", προσθέτει για να τον τσιγκλίσει.
     "Η επανάσταση θα γίνει Γεβγκένι Τριφόνοβιτς", απαντάει εκείνος σοβαρά. "Όταν με το καλό το επιτρέψουν οι συνθήκες και οι καταστάσεις. Θα ενημερωθούμε σχετικά, θα πάρουμε τα δικράνια και θα επιβάλλουμε την τάξη". 
     Ο Σκουντέρης είναι περήφανος που μιλάει τόσο καλά τα ελληνικά σε τούτο το μέρος που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να να συζητάνε μεταξύ τους και κουβεντιάζουν μόνο με τα δέντρα, το χορτάρι και τα ζωντανά. Δε μιλάνε, κραυγές προσταγής βγάζουνε ή σφυρίζουν τον καημό της μοναξιάς τους. Είναι ακόμα πιο περήφανος που ξέρει τόσα πολλά για τον ακριβή χρόνο της Επανάστασης. "Όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες". Ακούγεται τόσο τακτοποιημένο. Τόσο σαφές. Τόσο λογικό. Ούτε το παχνί για τα ζώα του δεν είναι τόσο όμορφα στημένο, που μπαίνει και το περιποιείται κάθε μέρα. Το τριφύλλι εδώ, ο σανός παραπέρα, καθαρό νερό στις ποτίστρες...
     "Αμ δε θα προλάβετε", απαντάει απ' το βάθος ο Μπινές που μοιάζει να ξύπνησε από λήθαργο. Το τσιγάρο έχει σβήσει στο χέρι του μα δε φαίνεται να τον νοιάζει.
     "Τι θες να πεις;", ρωτάει απότομα ο Σκουντέρης που δεν έχει και περί πολλού το Μπινέ αλλά πελάτης είναι, αφήνει το κάτιτίς του και είναι χρειαζούμενος γιατί τα έξοδα τρέχουν.
     "Θέλω να πω αυτό. Γιγαντώνει το κίνημα στη χώρα. Ούτε κόκκινοι, ούτε πράσινοι, ούτε γαλάζιοι. Ήρθε η ώρα της Ελλάδας και των Ελλήνων. Τούτα τα χώματα..."
     "Σύρε στο κονάκι σου και παράτα μας", τον αποπαίρνει ο Σκουντέρης ο οποίος καιρό τώρα έχει παρατηρήσει το αντάμωμα του Μπινέ με κάτι καλόπαιδα απ' το κεφαλοχώρι κάτω στην πεδιάδα, καλόπαιδα που ορέγονται το φασισμό. 
     "Σαπούνι θα γίνετε κουμούνια...", ανταπαντά με μουρμούρα εκείνος.
     "Τι είπες ρε;"
     Ο δάσκαλος παρεμβαίνει. "Και πότε ασχολήθηκες εσύ με τούτα τα χώματα ωρέ Μπινέ; Τα χωράφια του πατέρα σου χορταριασμένα είναι. Χάνεται άνθρωπος σαν μπει εκεί μέσα. Φούντωσαν οι ασπάλαθοι και οι έρμες οι ελιές σου πνιγήκανε στα αγριόχορτα". 
     "Δουλειά σου δάσκαλε", αντιγυρίζει εκείνος παρεξηγημένος. 
     Ο Σκουντέρης κάνει να μιλήσει μα προτιμά να σιωπήσει. Δεν είναι μέρα για χαλασμό αυτή. Αρκετό χαλάζι φέρνει ο βοριάς στα σωθικά του και σε λίγο θα το ρίξει στην ανυπεράσπιστη γη. Και σαν το ρίξει θα το πάει έτσι όλη τη νύχτα.   
     Η γυναίκα επιστρέφει κρατώντας ένα ταψί στο χέρι. Τα κομμάτια του χοιρινού γυαλίζουν απ' τις αναλαμπές της φωτιάς η οποία έχει αντιληφθεί το μέγεθος του κρύου που έχει ν' αντιμετωπίσει και καταπίνει λαίμαργα το πεύκο και την ελιά. Τα χωνεύει σε κάρβουνα ολοπόρφυρα που τώρα η γυναίκα τα κάνει στην άκρη, να βάλει το κρέας επάνω να το ζεστάνει, να το ψήσει, να πάρει λίγη απ' τη γεύση του άνθρακα που κοχλάζει.
     Τις ριπές του ανέμου τις συνοδεύουν τώρα καψουροτράγουδα. Στο αχνό φως - σχεδόν σκοτάδι πια είναι έξω - δύο φώτα στοχεύουν τις παραθυρόπορτες του καφενέ. Ομιλίες. Φωνές. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ένας νέος, γύρω στα 22 - 25, κοντοκουρεμένος, με πέτσινο μπουφάν απ' το οποίο εξέχει η εσωτερική επένδυση της γούνας, εφαρμοστό παντελόνι και στρατιωτικά άρβυλα. Καλησπερίζει σιγανά και γνέφει ιδιαίτερα στο Μπινέ. Αρπάζει μια καρέκλα και κάθεται πλάι του. 
     "Κατάστημα, πιάσε ένα τσίπουρο", ακούγεται η φωνή του που παλεύει ν' ακουστεί περισσότερο σοβαρή απ' όσο της πρέπει. "Στάξε και λίγη κανέλλα", προσθέτει το παιδί μέσα του που αναζητά τις γεύσεις του ακόμα.
     Ο δάσκαλος τούς γυρίζει αργά την πλάτη, ο Σκουντέρης τούς ζυγίζει με τη ματιά του και γυρίζει στην κουζίνα του. Η γυναίκα του έχει στήσει ήδη μια μικρή πυροστιά και έχει τοποθετήσει πάνω στη σχάρα τα κομμάτια του κρέατος. Η πέτσα τσιτσιρίζει και φουσκαλιάζει και λιώνει. Το λίπος αρχίζει και στάζει. Κόβει χοντρές φέτες ψωμιού, τις τοποθετεί σ' ένα ταψάκι και το βάζει πάνω απ' τα κάρβουνα και κάτω από την ψησταριά για να βραχούνε απ' το λίπος.
     Απ' την κουζίνα του ο Σκουντέρης ακούει τα μουρμουρητά τους συνοδεία της φωτιάς που τσιτσιρίζει περισσότερο τώρα καθώς κυλάνε μέσα της οι χυμοί της σάρκας. Επιστρέφει με το τσίπουρο στο χέρι, το αφήνει με μια κίνηση στο τραπέζι χωρίς να δώσει παραπάνω σημασία στους δύο άντρες που σταματάνε την κουβέντα τους σαν τους πλησιάζει.
     "Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς, αφού δεν είναι η Επανάσταση που σε κάνει τόσο χαρούμενο απόψε ώστε να κερνάς τσίπουρα και μεζέδες, ποια η πραγματική αιτία αυτής της προσφοράς εκ μέρους σου;"
     "Γεβγκένι Τριφόνοβιτς, σήμερα πήρα μήνυμα απ' το γιο μου. Τα παρατάει όλα στην πόλη κι έρχεται να ζήσει εδώ, μαζί μας. Η καρδιά μου γλύκανε πολύ από εκείνη την ώρα. Επιτέλους, τελειώνει η ζωή που του υποσχέθηκαν εκείνοι με τα ψεύτικα λόγια τα μεγάλα και ήρθε η ώρα να επιστρέψει στον τόπο του, στο βιος του."
     "Μμμμ και είσαι σίγουρος ότι θ' αντέξει αυτή τη ζωή;"
     "Γιατί όχι δηλαδή; Εδώ μεγάλωσε. Ξέρει και τα ζώα να φροντίζει και τριφύλλι να κόβει κι ελιές να μαζεύει. Και από τρύγο ξέρει. Θα βρει και μια καλή κοπέλα με περιουσία και θα φτιάξει οικογένεια. Όχι που κοντεύει να σαρανταρίσει κι έμεινε με τη μια και με την άλλη. Ε, στο κάτω, κάτω άμα θέλει να πάει κι αλλού, υπάρχουνε γυναίκες. Τόσα χωριά τριγύρω".  Ο Σκουντέρης κλείνει το μάτι στο δάσκαλο. Εκείνος ακούει παίζοντας με το άδειο ποτήρι στο χέρι του. Θέλει κι άλλο τσίπουρο μα δεν τολμάει να ζητήσει.  Ο Σκουντέρης το καταλαβαίνει, σηκώνεται και πάει στην κουζίνα. Γυρίζει με τη μπουκάλα, την αφήνει στο τραπέζι και κάνει νόημα στο δάσκαλο να γεμίσει το ποτήρι.
     "Πόσους ξένους έχετε δω; Ξέρει κανείς σας;" Η φωνή του νεαρού στο πλευρό του Μπινέ ακούγεται πιο ανταριασμένη απ' το τσίπουρο που ήπιε. Παλεύει ν' ακουστεί κυρίαρχη μα κάπου η χροιά της μπερδεύεται στους ίδιους της τους ήχους. Τρέμουλο είναι.
     "Και σαν τι σε νοιάζει εσένα;" απαντά ο Σκουντέρης.
     "Τους καταγράφουμε όλους. Τους θέλει η οργάνωση στην πόλη. Να ξέρουμε πόσοι αλλόθρησκοι ζούνε στα χωριά μας. Να τελειώνουμε με δαύτους. Εγώ είμαι υπεύθυνος για την απογραφή στο χωριό σας!" Τη τελευταία του φράση την τονίζει με έμφαση. Είναι υπεύθυνος για κάτι, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του και αυτό τον γεμίζει περηφάνια.
     "Ρε συ, του Ζαργανά ο γιος δεν είσαι;", το μάτι του Σκουντέρη αγριεύει.
     "Ναι, ο Λάμπης", απαντάει εκείνος και το πρώτο κρακ ακούγεται στη χροιά της φωνής του.
     "Και ποιος σ' έβαλε απογραφέα ρε ζαγάρι; Με ποιο δικαίωμα; Τι δουλειά έχεις εσύ ν΄ απογράψεις; Τι δουλειά κάνεις ρε διαόλου ξέπλυμα;"
     Ο Λάμπης δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. Ο Μπινές κάτι σκύβει και του ψιθυρίζει συνωμοτικά. Ο νέος σφίγγει τις γροθιές του και παλεύει να πάρει δύναμη απ' αυτές.
     "Είσαι κομμουνιστής. Σας ξέρω εσάς. Προδότες!"
     Πόσο τσιτσιρίζει η πέτσα σαν λιώνει.
     Πόσο φουντώνει η φλόγα της φωτιάς!
     Πόσο σιωπηλά προσεύχεται από μέσα της η γυναίκα που κάθεται στο σκαμνί της.
     "Μπινέ, πάρε την παρέα σου και αδειάστε μου τη γωνιά". Ο Σκουντέρης δεν έχει κουνήσει βλέφαρο απευθυνόμενος στο συγχωριανό του.
     "Μήτσο...", κάνει ο δάσκαλος.
     "Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς για σένα δάσκαλε", ανταπαντά ο Σκουντέρης χωρίς να τον κοιτάζει. "Τι διάολο; Θα ξεχάσουμε τους τρόπους μας εδώ μέσα;"
     Ο Σκουντέρης σηκώνεται και κάνει να πάει προς την κουζίνα. "Σα γυρίσω να' χετε γίνει καπνός".
     Ο νέος θα του την είχε φέρει πισώπλατα τη μαχαιριά. Ο μπαρμπά Χλωρός τον είδε να ζυγίζει το στιλέτο απ' τη τσέπη του μπουφάν του με τη γούνινη επένδυση. Και σαν ο Σκουτέρης γύρισε την πλάτη, όπλισε και σηκώθηκε απότομα. Η μαγκούρα του γέρου έπεσε με τη δύναμη ενός αιώνα πάνω στην ωμοπλάτη του Λάμπη. Εκείνος έσκουξε καθώς δεν υπολόγιζε την απρόσμενη επίθεση κι έπεσε στα γόνατα απ' τον πόνο. Ο γέρος μ' ένα σάλτο που θα ζήλευε έφηβος, σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και με μια κίνηση βρέθηκε στη πλάτη του. Έφερε τη μαγκούρα μπροστά, κάτω απ' το πηγούνι του Λάμπη, πάνω στο μήλο του Αδάμ και τον τράβηξε πίσω κρατώντας την γερά και με τα δύο χέρια. Ο Λάμπης ήταν αιχμάλωτος στα γόνατα.
     "Άκου να σου πω παλικάρι μου. Πολέμησα σε δυο πολέμους. Έζησα Κατοχή και Χούντα. Συ δεν τα ξέρεις αυτά, ήσουνα διαβόλου σπέρμα ακόμα. Μπορείς να τα μάθεις. Κατά πως με φαίνεται, δε στα' πανε καλά. Πολέμησα και για σένα χωρίς να σε ξέρω. Πολέμησα για να γεννηθείς σ' ελεύθερη χώρα. Έχασα τ' αφτί μου για να πίνεις το τσιπουράκι σου και να μας τσαμπουνάς τις μαλακίες σου και να παριστάνεις το καμπόσο; Σε πνίγω στο ρέμα κορμάδι και σε στέλνω στο διάολο. Τούτα τα χέρια βαστάνε ακόμα όπως βλέπεις."
     Ο Μπινές σηκώνεται απ' την καρέκλα, ο Σκουντέρης τον πλησιάζει κοιτάζοντάς τον στα μάτια σαν να τον προκαλεί και στέκεται ανάμεσα σ' εκείνον και στο παράξενο ζευγάρι. Ο δάσκαλος έχει πάρει την μπουκάλα με το τσίπουρο αγκαλιά κι έχει λουφάξει στην καρέκλα του. 
     "Λοιπόν, άκου τι θα γίνει, Λάμπη μου. Θα σ' αφήσω και θα σηκωθείς αργά. Θα σηκωθείς και θα φύγεις. Άμα ξαναβρεθείς από δω όμως, να' χεις μετρήσει τα πλευρά σου πριν. Το 'πιασες λεβέντη μου;"
     Ο βρόγχος που ακούστηκε έμοιαζε με κατάφαση.
     "Παλικάρι μου, τέτοιες μέρες ψάχνανε το Χριστό γι' απογραφή. Το ξέρεις αυτό ωρέ παραλυμένε; Τι παριστάνεις ωρέ ζαγάρι; Το Ρωμαίο εκατόνταρχο;"
     Τα μάτια του Λάμπη είχαν γυρίσει επικίνδυνα. Η λαβή του γέρου χαλάρωσε. Ο νέος άρχισε να βήχει και να φτύνει σάλια στο δάπεδο. Ο μπαρμπά Χλωρός ξανακάθισε στο τραπέζι του. "Δως του λίγο τσίπουρο να καθαρίσουν τα λαιμά του", προέτρεψε το Σκουντέρη. 
     Ο Σκουντέρης παίρνει απ' το δάσκαλο τη μποτίλια, στάζει δυο γουλιές στο ποτήρι του δασκάλου και το δίνει στο Λάμπη. Εκείνος το παίρνει, το πίνει μονορούφι, πνίγεται στο βήχα ξανά αλλά σαν σηκώνει το βλέμμα, η θολούρα της ασφυξίας είχε εκλείψει απ'τα μάτια του. 
     "Τσακίδια τώρα", του ψιθυρίζει.
     Ο Λάμπης σηκώνεται, τρεκλίζει λίγο, βρίσκει το βήμα του, ο Μπινές τον πιάνει απ' τον ώμο και μαζί βγαίνουν απ' το μαγαζί. 
     "Στο διάολο κορμάδια..." αντιγυρίζει ο Σκουντέρης. 
     "Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς, το τσίπουρο σε παρακαλώ!". Ο δάσκαλος δεν είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος του κόσμου. Συνηθισμένο φαινόμενο στους ανθρώπους της γνώσης. Γενναίοι στις ιδέες, αδύναμοι στις γροθιές.
     "Άει μαρή γυναίκα, ακόμα το χοιρινό; Τι διάολο φιάνεις τόση ώρα;". Ο άντρας θέλει κάπου να ξεσπάσει.
     Η γυναίκα σηκώνεται απ' το σκαμνί και πλησιάζει στο τραπέζι του δασκάλου. Το χοιρινό είναι ροδοκόκκινο, με τραγανή κρούστα και το ψωμί που το συνοδεύει αχνίζει απ' το λίπος του. Ο δάσκαλος πάει να τσιμπήσει ένα κομμάτι.
    "Γεβγκένι Τριφόνοβιτς, ντροπή σου! Ο γέρος μας θα φάει πρώτος!"
     "Κρατήστε μου λίγη πέτσα", απαντάει ο γέρος που ξεφυσάει κουρασμένος. "Λίγη πέτσα θέλω μόνο".
     "Μπάρμπα μου είσαι καλά;". Για πρώτη φορά ακούγεται η φωνή της γυναίκας μ' ενδιαφέρον.
     Τα μάτια του γέρου είναι καρφωμένα στην πόρτα. Τα φώτα έχουν χαθεί πια. Επικρατεί σκοτάδι. 
     "Όϊ. Δεν είμαι καλά Μαργιώ. Σήμερα χάθηκε ένας νέος. Άλλοι χάνονται από σφαίρα, στα χρόνια τα δικά μου ήσαντε πολλοί τέτοιοι, άλλοι απ' αρρώστιες, τούτος θα πάει απ' το μυαλό του. Και σαν χάνονται οι νέοι και ζούμε εμείς οι σαφρακιασμένοι, μόνο η λύπη μας απομένει!"
     Ο Σκουντέρης τού γεμίζει το ποτήρι με τσίπουρο. Ο γέρος το κατεβάζει μονορούφι.
     "Θα ξανάρθουν μπάρμπα...", του λέει ψιθυριστά.
     "Και εγώ θα είμαι εδώ και θα περιμένω. Τ' ακούς; Όσο βαστώ, θα περιμένω. Σύρε και φέρε τη πέτσα που σου ζήτησα τώρα..."

     Έξω πιάνει το χαλάζι. 


  

     
  

Σχόλια

  1. Εξαιρετικό ήταν!
    με πολλά σημεία που στάθηκα είτε από θαυμασμό είτε από έκλπηξη
    με πρώτο ας πούμε εκείνη την παρομοίωση του χρόνου της Επανάστασης
    με το παχνί.. μου άρεσε πολύ και ήρθε τόσο συγχρονισμένο με την φυσιολογική ροή όσο και απρόσμενα :)
    ήταν και άλλα σημεία.. το σύνολο και η ιδέα βέβαια.. η διήγηση, το λεξιλόγιο, ο πλούτος στα σχήματα.. οπωσδήποτε οι χαρακτήρες, σκιαγραφημένοι με ζωντάνια και επάρκια παρά το δεδομένα μικρό μέγεθος.. που και αυτό πάντως μου φάνηκε χορταστικότατο -και οι λόγοι προφανείς! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Πολέμησα και για σένα χωρίς να σε ξέρω. Πολέμησα για να γεννηθείς σ' ελεύθερη χώρα". Νομίζω πως αυτή είναι η φράση την οποία πρέπει να καταλάβουν πολλοί από εμάς.
    Μου άρεσε κι εκείνο, με την απογραφή και το Χριστό.
    Ωραίο κείμενο.
    Καλημέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...