Down!

     Ήταν ένα πρωϊνό σαν όλα τ' άλλα, ένα πρωϊνό Δεκέμβρη λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Τ' αυτοκίνητα στριμώχνονταν απελπιστικά αργά στις οδικές αρτηρίες κινούμενα θαρρείς μόνο και μόνο απ' τα αγουροξυπνημένα χασμουρητά των οδηγών τους. Το Last Christmas ακουγόταν στατιστικά στους οκτώ από τους δέκα ραδιοφωνικούς σταθμούς ξυπνώντας εγκληματικές διαθέσεις, πασπαλισμένες με μπόλικη χρυσόσκονη. Οι άλλοι δύο ανακοίνωναν τις προθέσεις της κυβέρνησης όπως αυτά να είναι τα τελευταία δύσκολα Χριστούγεννα της χώρας.
     Στο κόκκινο φανάρι, ο Άρης κατέβασε το τζάμι του αυτοκινήτου του κι έκανε νόημα στην κοπέλα που ήταν σταματημένη δίπλα του και η οποία μιλούσε στο κινητό της. Τον αντίκρισε με απορία, παρ' όλα αυτά κατέβασε και η ίδια το τζάμι της ελάχιστα, ίσα για ν' ακούσει τι ήθελε να της πει.
     - Γεια. Δεδομένου ότι σήμερα έρχεται το τέλος του κόσμου, θες να πάμε κάπου να γίνουμε τύφλα και μετά να πηδηχτούμε και να μην καταλάβουμε τίποτε;
     Η Άννα δεν απάντησε. Ανέβασε γρήγορα το παράθυρό της και με τη βοήθεια του φαναριού που έγινε πράσινο έβαλε πρώτη κι έφυγε.
     Στο επόμενο φανάρι που τους σταμάτησε, το αυτοκίνητο του Άρη δεν κατάφερε να βρεθεί δίπλα σ' εκείνο της Άννας. Όντας σταματημένος ακριβώς πίσω της, τής χτύπησε τα φώτα δύο, τρεις φορές και την είδε να τον κοιτάζει απ' το καθρεφτάκι του οδηγού έχοντας ακόμα το κινητό στ' αυτί της. 
     Την ίδια ώρα διέσχιζε τη διάβαση των πεζών ένας γέρος, μια ρακένδυτη φιγούρα βγαλμένη από μυθιστόρημα του Ντίκενς του οποίου η γεννιάδα ερωτοτροπούσε με το χειμωνάτικο αέρα. Στη μέση της διάβασης σταμάτησε, γύρισε αργά προς τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, σήκωσε το χέρι του ψηλά και αίφνης μετατράπηκε σε μια βιβλική μορφή από εκείνες που χρησιμοποιούσε κατά κόρον στις ταινίες του ο Σεσίλ ντε Μιλ. Έκανε το σχήμα το σταυρού ή κάτι τέτοιο και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των γέρικων πνευμόνων του.
     - Σας συγχωρώ!
     Δυο, τρεις οδηγοί κόρναραν βαριεστημένα, κάποιος φώναξε "είσαι ωραίος!", το φανάρι έγινε πράσινο και η μεταλλική σκουληκαντέρα που απλωνόταν σε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας άρχισε να κινείται ξανά.
     Παραπλεύρως του αυτοκινήτου του Άρη, σ' ένα μπεζ φορτηγάκι που μετέφερε οικοδομικά υλικά, οδηγός ήταν ο Διονύσης. Με το ένα χέρι κρατούσε το τιμόνι και με το άλλο μια τυρόπιτα την οποία μασούσε μηχανικά. Δίπλα του, στο κάθισμα του συνοδηγού ήταν απιθωμένο ένα περίστροφο. Ο Διονύσης δύο μήνες τώρα, ξυπνούσε το πρωί, ντυνόταν, φιλούσε τη γυναίκα του κι έφευγε για τη δουλειά του. Μόνο που δουλειά δεν είχε πια. Έπαιρνε το αυτοκίνητο με το οποίο μετέφερε τα οικοδομικά υλικά τους καλούς καιρούς και γυρνούσε στην πόλη άσκοπα μέχρι να περάσουν οι ώρες και να επιστρέψει στο σπίτι. Την προηγούμενη βραδιά είχε σηκώσει απ' την τράπεζα τα τελευταία τριακόσια ευρώ απ' το λογαριασμό του και τα είχε δώσει στη γυναίκα του. Εκείνη τη μέρα οι βόλτες θα τελείωναν. Όλα θα τελείωναν.
     Στο επόμενο φανάρι, το αυτοκίνητο της Άννας ήρθε πλάι, πλάι μ' εκείνο της Κικής. Η Κική εδώ και μία εβδομάδα γνώριζε πως της έμεναν τρεις μήνες ζωής. Η αρρώστια της βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Ο γιατρός τής εκμυστηρεύτηκε πως ίσως μια θεραπεία που βρισκόταν ακόμα σε πειραματικό στάδιο σε κάποια κλινική του Κολοράντο, να μπορούσε να της προσφέρει μια παράταση ζωής της τάξης των έξι μηνών, ωστόσο η Κική παρόλο που είχε τη χρηματική άνεση να πραγματοποιήσει το ταξίδι αποφάσισε να μην το κάνει. Ήθελε να περάσει όμορφα τα τελευταία Χριστούγεννα της ζωής της, μακριά από θεραπείες και γιατρούς και στο αμέσως επόμενο διάστημα να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς.
     Το μεγάλο πρόβλημα των ανθρώπων είναι ότι αναζητούν την εξιλέωση αφού τους έχει ανακοινωθεί το τέλος. Τότε μπορούν να δουν και να αναγνωρίσουν το οποιοδήποτε χρέος έχουν και ν' αναζητήσουν την αποπληρωμή του. Για την ακρίβεια αναζητούν την εξιλέωση μέσα από την αποπληρωμή. Θρήσκοι ή όχι θέλουν να είναι "καθαροί" μόλις περάσουν στην άλλη πλευρά.
     Αυτά σκεφτόταν η Κική όταν η κόρνα του αυτοκινήτου που βρισκόταν κολλημένο πίσω της ακούστηκε επίμονη και νευρική. Η Κική που είχε πια την πολυτέλεια της απουσίας άγχους ξεκίνησε αργά. Όμως δε συνέβαινε το ίδιο με τον οδηγό του άλλου οχήματος που συνέχισε να κορνάρει και να της παίζει τα φώτα. Συνέπεια αυτής της πιεστικής συμπεριφοράς ήταν η στραβοτιμονιά της Κικής που οδήγησε το αυτοκίνητό της να πετάει σπίθες καθώς "φιλιόταν" μ' εκείνο της Άννας, την Άννα να πατάει απότομα φρένο, το Διονύση να μην προλαβαίνει να κάνει το ίδιο και να πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο της Άννας και τον Άρη να έρχεται τελευταίος και καταϊδρωμένος, να σταματάει στη μέση του δρόμου και αγνοώντας τους πάντες να τρέχει προς το αυτοκίνητο της Άννας, φωνάζοντας "αγάπη μου, αγάπη μου, είσαι καλά;"
     Το βαριεστημένο πρωϊνό είχε χαλάσει για όλους όσους είχαν την καθημερινή συνήθεια ν' ακολουθήσουν το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Ένα ατύχημα στο οποίο είχαν εμπλακεί τρία οχήματα - ο βιαστικός οδηγός που το προκάλεσε είχε πατήσει γκάζι και είχε εξαφανιστεί - ήταν η αιτία για ένα μποτιλιάρισμα που θα κρατούσε για ώρα και θ' αντιστοιχούσε σε χιλιόμετρα ουράς.
     Ο Άρης αφού βεβαιώθηκε πως η σοκαρισμένη Άννα ήταν καλά στην υγεία της, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και το έκανε στην άκρη, ελευθερώνοντας έτσι μία λωρίδα από την οποία ήδη βιάζονταν να φύγουν τώρα τα εγκλωβισμένα αυτοκίνητα ωσάν ποντικοί απ' το πλοίο που βυθίζεται.
Επιστρέφοντας στο σημείο του συμβάντος, είδε τους τρεις οδηγούς απελπιστικά ήρεμους ν' ανταλάσσουν τα στοιχεία τους για τα περαιτέρω. Πλησίασε την Άννα και της ψιθύρισε στο αυτί, εκμεταλλευόμενος τη συνομιλία της Κικής με το Διονύση.
     - (Σε θέλω απίστευτα... Ο κίνδυνος και η έννοια πως μπορεί να πάθαινες κάτι κακό μ' έχει φτιάξει!)
     - (Είσαι τρελός!)
     - (Ναι, για σένα μωρό μου!)
     - (Αν δε σταματήσεις αμέσως θα κάνω σκηνή!)
     - (Έτσι μωρό μου... όταν αγριεύεις με στέλνεις...)
     - (Μα καλά, είσαι τόσο γαϊδούρι; Δε βλέπεις τι έγινε; Και συ το μόνο που σκέφτεσαι είναι...)
     - (Στο είπα. Ο κίνδυνος με ανεβάζει. Τι σου' λεγα πριν; Ο κόσμος τελειώνει, πότε θα προλάβω να γευτώ;)
     - (Δε φτάνει που είσαι παντρεμένος, δε φτάνει που με παρακολουθείς κάθε πρωί, με προκαλείς και με του κόσμου τις ανοησίες!)
     - Δεσποινίς, έρχεστε λίγο;
     Η φωνή του Διονύση τράβηξε την Άννα μακριά απ' τον Άρη. Εκείνος τότε αδιάφορα άρχισε να περιεργάζεται το σημείο της σύγκρουσης μεταξύ των δύο οχημάτων. Έσκυψε στα γόνατα, παρατήρησε τη ζημιά, σηκώθηκε κι έκανε να φύγει όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω στο περίστροφο, το απιθωμένο στη θέση του συνοδηγού. Μέσα στην παραζάλη του ο Διονύσης, βγαίνοντας απ' το αυτοκίνητο είχε ξεχάσει να το κρύψει.
     Ο Άρης κάθισε πάλι στα γόνατα και με κοντά βήματα κάλυψε το σώμα του πίσω από την πόρτα. Εκμεταλλευόμενος τη φασαρία από τα διερχόμενα αυτοκίνητα ορισμένα εκ των οποίων δεν έπαυαν να κορνάρουν, χώθηκε στη θέση του οδηγού και άπλωσε το χέρι να πάρει τ' όπλο. Ήταν η ώρα που η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε απότομα κι ένα άλλο χέρι άρπαξε το περίστροφο πριν το κάνει ο Άρης.
     Ο γέρος είχε κάτι το γαλήνιο στο βλέμμα την ώρα που έφιξε το κρύο μέταλο στο χέρι του. Ήταν λες και ήξερε όλα τα μυστικά του κόσμου απέξω κι ανακατωτά, λες και είχε λύσει τα βασικά θέματα που απασχολούσαν το ανθρώπινο είδος από καταβολής κόσμου. Ήταν ο γέρος της προηγούμενης διάβασης, ο πρωταγωνιστής του Σεσίλ ντε Μιλ. Ο Διονύσης τον είδε να κρατάει τ' όπλο και συνειδητοποίησε το μέγεθος της ανοησίας του. Πλησίασε με αργά βήματα τη ρακένδυτη φιγούρα - μια έμπνευση της στιγμής και με κινηματογραφικό υπόβαθρο - και ζήτησε αργά να του δώσει το περίστροφο. Η Άννα και η Κική είχαν κοκαλώσει στις θέσεις που στέκονταν ώρα τώρα ενώ ο Άρης αποφάσισε να πλησιάσει από το πίσω μέρος του οχήματος και να αιφνιδιάσει αυτό που ήδη ονόμαζε "κακή παρένθεση στη μέρα του".
     - Δώσ' το παππού πριν συμβεί κανένα κακό...
     Ο Άρης είχε ήδη φτάσει στην πλευρά του οχήματος περπατώντας με τα βήματα της γάτας.
     - Παππού, δεν είναι παιχνίδια αυτά. Θες λεφτά; Θα σου δώσω λεφτά, είπε ο Διονύσης συνειδητοποιώντας εκείνη την ώρα αφενός πως δεν είχε φράγκο τσακιστό πάνω του, αφετέρου πως αν όλα είχαν κυλήσει κανονικά σήμερα, αυτή την ώρα τα μυαλά του θα έπρεπε να ήταν χυμένα πάνω στο τιμόνι του μπεζ αυτοκινήτου με τα οικοδομικά υλικά.
     - Είναι πολύ αργά... Το ροζιασμένο χέρι του γέρου, σαν κλαδί από την αρχαιότερη βελανιδιά του κόσμου, έδειξε τον ουρανό.

     - 21 Δεκέμβρη σήμερα κυρίες και κύριοι και μένει να δούμε αν θα επαληθευτεί η προφητεία...
     Ήταν η φωνή που τεμάχισε σε ολόφρεσκιες φέτες τη σιωπή που ακολούθησε το νεύμα του γέροντα. Η φωνή από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο αυτοκινήτου.
     Τ' αυτοκίνητα συνέχιζαν την πορεία τους διατεταγμένα άτσαλα.
     Οι άλλοι έστρεψαν το βλέμμα στην κατεύθυνση που έδειχνε το δάχτυλο.
     "Δε θέλω να πεθάνω!"
     " Όχι, δε μπορεί να είναι αλήθεια αυτό! Χριστέ μου!"
     "Μαλάκα.."
     "Τα παιδιά μου... η γυναίκα μου..."
     Τόσες σκέψεις.

Μια φλεγόμενη μπάλα τεραστίων διαστάσεων, ένα ιπτάμενο καιγόμενο καζάνι από τα σκοτάδια της κόλασης διέσχιζε το γαλανό ουρανό ακολουθώντας πτωτική πορεία...

    

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...