Mind Over Matter

     ...Κι είμαι εδώ, στέκομαι εδώ, με την πλάτη στο τζάκι να ζεσταίνεται, την οσμή της σάρκας του ξύλου να εισέρχεται βίαια στα ρουθούνια μου και μια ταγκή γεύση στο στόμα. Η γεύση της γιορτής που ξέφτισε σαν σβήνουν τα χριστουγεννιάτικα φώτα και τα στολίδια δε λαμποκοπάνε πια. Γιατί κάθε κόσμος, άψυχος ή έμψυχος θέλει φως για να αναδείξει την ομορφιά του.
     Στέκομαι εδώ, με την κουνιστή καρέκλα να λικνίζεται ακόμα πλάι στο τζάκι, εκεί που άφησα τη σκιά μου να διαβάζει τον "Εικονογραφημένο Άνθρωπο" του Ρέι Μπράντμπερι· ήταν ένας άνθρωπος που όλο το κορμί του ήταν ζωγραφισμένο με εικόνες και αυτές ζωντάνευαν κι έλεγαν μια ιστορία·  δική του ή άλλων και δική του και άλλων, δεν ξέρω, ήταν απλώς πολλές ιστορίες που κατέληγαν σε μία ιστορία, σε μια κοινή αλήθεια για τον άνθρωπο που περπατά πάνω στη γη.
     Εγώ δεν έχω ιστορίες να πω, πόσο μάλλον εικονογραφημένες. Αν μου επιτρεπόταν να καταθέσω κάτι αυτό θα ήταν η αποδόμηση του κορμιού μου. Το νοιώθω όλο και πιο συχνά τελευταία να τρίζει σαν παλιά σκούνα που βράχηκε για αιώνες απ' τα κύματα, διέσχισε φουρτουνιασμένες κι απάνεμες θάλασσες, βρήκε λιμάνια φιλόξενα και στάθηκε να ξαποστάσει. Αυτή η σκούνα τρίζει τώρα, σε κάθε κύμα που ανεβαίνει μοιάζει να πονάει, τραβάει ακόμα βέβαια αλλά τρίζει, τρίζει πολύ. Το γράφω και το ξαναγράφω για να καταλάβεις πόσο εκνευριστικό είναι αυτό το "ττρρρρρ....κρρρρρ" που κάνει ο χρόνος πάνω της. Ώρες, ώρες νομίζεις πως στο επόμενο κύμα που θα καβαλήσει θα διαλυθεί·  το ιστίο θα πέσει στη θάλασσα σηκώνοντας αφρισμένα νερά και το κήτος θ' ανοίξει στα δύο προσκαλώντας το υγρό στοιχείο να το καταπιεί. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Σ' ένα πλοίο αξίζει να χαθεί στη θάλασσα και όχι να σαπίσει σε κάποια ξεχασμένη ακτή. 
     Μέρες τώρα πονάω ολόκληρος. Κάθε φορά ο πόνος έρχεται με διαφορετικό προσωπείο, δεν είναι ποτέ ίδιος. Πονάω στην καρδιά, στο στήθος, στην πλάτη, στο στομάχι, στα πλευρά, πονάω στην πλάτη, στα πόδια, πονάνε οι πατούσες. Χθες αιμορράγησαν τα ούλα μου. Μια θολή λίμνη αίματος έμεινε στο νιπτήρα που είχα φρονίσει να κλείσω για να διαπιστώσω αν χάνω και τα δόντια μου μαζί. Τα χέρια μυρμηγκιάζουν, τα δάχτυλα μουδιάζουν, ο αριστερός καρπός είναι πρησμένος και τον πόνο τον σταματά μόνο ο ύπνος όταν αποφασίζει να έρθει. Έπαψα να παίρνω αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, μυοχαλαρωτικά, έπαψα να παίρνω τη ζωή σα φαρμακείο που διανυκτερεύει κι απολαμβάνω την αποδόμησή μου. Στην αρχή ήρθε ο φόβος του θανάτου. Αμέσως κρύφτηκε σαν του επανέλαβα δυνατά "άντε γαμήσου", πολλές φορές, ούτε που θυμάμαι πόσες και πρόσθεσα· "δεν μπορείς να κάνεις τίποτε περισσότερο απ' το να σταματήσεις την αναπνοή μου. Αλλά δε με νοιάζει, τ' ακούς; Δε με νοιάζει! Ζεις απ' το φόβο μου και εγώ πλέον άλλη ανάλογη χαρά δεν προτίθεμαι να σου δώσω. Άντε γαμήσου λοιπόν. Δε μπορείς να κάνεις τίποτε περισσότερο πάνω μου". Ο φόβος έφυγε, ο πόνος έμεινε να τον προσκαλεί να επανέλθει. Αλλά δεν ξέρει με ποιον έχει μπλέξει. Πλέον στοιχηματίζω με τον εαυτό μου για το σημείο που θα εμφανιστεί ο επόμενος πόνος, το "αχ" της πρώτης αντίδρασης και το "άντε πάλι, άντε να σε δω τώρα" της συνειδητοποίησης της κατάστασης στην οποία βρίσκομαι. 
     Ο Ρέι σ' ένα άλλο βιβλίο του μιλάει για τις "απαλές βροχές που θα έρθουν απόψε". Όταν περιμένεις τη βροχή κι έρχεται και την ακούς να πέφτει ήρεμα, ποτιστικά που έλεγε κι ο πατέρας μου, ο πόνος φεύγει. Όταν αντικρίζεις τη σιωπή του χιονιού σαν απιθώνεται στο μπαλκόνι, ο πόνος φεύγει· τι κρίμα που δε χιονίζει.  Όταν διαβάζεις τις ιστορίες του εικονογραφημένου ανθρώπου που σου' λεγα πριν, ο πόνος φεύγει. 
     Ο Ρέι δε θα μου έλεγε ποτέ ν' αυτοκτονήσω.  Η αυτοκτονία θέλει αρχίδια, πολλά κιλά αρχίδια και τα δικά μου τα' χω μόνο για να τα ξύνω σε στιγμές σιέστας ή για να παράγουν το πολύτιμο υγρό της διαιώνισης του είδους μας.  
     Σκέφτομαι πως χύνεται άσκοπα πάνω στα σεντόνια ή ενίοτε σε πρόθυμη σάρκα.
     "Τίποτε δεν είναι άσκοπο", απαντά ο Ρέι. "Όλα έχουν ένα λόγο για τον οποίο γίνονται".
     Τελευταία παίζω ένα παιχνίδι με το μυαλό μου. Είναι το μοναδικό όργανο πάνω μου το οποίο δεν πονάει. Λειτουργεί πιστεύω στην εντέλεια και ακροβατεί ανάμεσα στην απόλυτη διαύγεια και στην σκοτεινή παράνοιά μου. Το παιχνίδι που παίζω είναι φανταστικοί διάλογοι με συγγραφείς τα βιβλία των οποίων αγάπησα. Τους φαντάζομαι να κάθονται στην κουνιστή πολυθρόνα πλάι στο τζάκι· ο Ντίκενς καπνίζει πίπα και αφήνει τον καπνό να αναδύεται σε ηδονικά δαχτυλίδια, ο Τρούμαν Καπότε με κοιτάζει πίσω απ' τα μυωπικά γυαλιά του·  ίσως μου ζητήσει να τον πηδήξω, ίσως πάλι όχι, ο Πολ Όστερ πίνει ένα πεπαλαιωμένο κονιάκ και μορφάζει κάθε φορά που το κεχριμπαρένιο υγρό κατεβαίνει στον ουρανίσκο του, ο Στίβεν Κινγκ με κοιτάζει ερωτηματικά προσπαθώντας μάλλον να βγάλει ένα νέο ήρωα μέσα απ' τη φυσιογνωμία μου και ο Ρέι Μπράντμπερι.... ο Ρέι Μπράντμπερι ζωγραφίζει τους πόνους μου σε μια νέα ιστορία με τίτλο, "Ο αποδομημένος άνθρωπος". 
     Ώρες, ώρες αισθάνομαι σαν τον Ρόλαντ Ντεσέιν που είναι γνωστός και ως Ρόλαντ της Γαλαάδ, όπως τον βάφτισε ο Κινγκ στο "Μαύρο Πύργο" του. Ένας μοναχικός πιστολέρο, βγαλμένος απ' την κινηματογραφική φαντασία ενός Σέρτζιο Λεόνε που ζει και δρα σ' ένα κόσμο επιστημονικής φαντασίας, ένα post apocalyptic σκηνικό πασπαλισμένο με μπόλικους εφιάλτες για τους κόσμους και τις ζωές που ζούμε.
     Κάθε πόνος είναι κι ένα κομμάτι μου που καίγεται. Αναζητώ την ώρα και τη στιγμή που θα έχουν καεί όλα και θα έχει απομείνει μόνο στάχτη και πνεύμα. Κι είμαι ακόμα εδώ... στην κόψη του χρόνου που τελειώνει, περιμένοντας την αυγή ενός κόσμου που δεν αναγνωρίζω πια δικό μου...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...