Γλυκάνισος

     Ξύπνησα σ' ένα μέρος που μοίραζαν το Χρόνο σε μερίδες. Ένα κομμάτι Χρόνου τυλιγμένο σε σελοφάν. Μια μπουκιά απ' αυτό σε κρατούσε ζωντανό για μέρες, ίσως και για ολόκληρο μήνα. "Θυμάσαι το ψωμί των ξωτικών; Το λέμπας;", με ρώτησες χαρούμενη σαν μάσησες την πρώτη μπουκιά. "Αυτά ανήκουν στη φαντασία ενός συγγραφέα. Μόνο εκεί μια μπουκιά σε κρατούσε για μέρες και δεν πεινούσες". Αυτά ήθελα να σου πω αλλά δεν πρόλαβα, ένα χέρι έχωσε στην αγκαλιά μου τη δική μου μερίδα του Χρόνου. Έμεινα να την κοιτάζω σαν χαζός καθώς η λογική πάντα αρνείται την υλοποίηση του άυλου και τη μεταμόρφωσή του σ΄ ένα κομμάτι από... κάτι που το βάφτισαν Χρόνο.
     "Προχωρήστε, πιο κάτω μοιράζουν τη Θλίψη".
     Ήταν το βιβλικό πρόσωπο ενός γέροντα αυτό που μου απηύθυνε το λόγο και που το προτεταμένο χέρι του έδειχνε το δρόμο που ακολουθούσαν όλοι πιστά, νωχελικά, προγραμματισμένα. Ακολούθησα κι εγώ το ποτάμι της σάρκας βλέποντάς σε να τρως άλλη μια μπουκιά και να λάμπεις. Τα μάτια σου φωσφόριζαν στη μέρα, δύο λιλιπούτειοι ήλιοι που ο Χρόνος είχε τοποθετήσει εκεί να λάμπουν τον κόσμο σου. Προσπεράσαμε γοργά αυτούς που δεν τσιμπούσαν ούτε ψίχουλο απ' τη μερίδα τους· προτιμούσαν να περπατούν αργά χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις τους πριν αυτές αρχίσουν να τους εγκαταλείπουν ώστε το κομμάτι του Χρόνου να τους φανεί χρήσιμο αργότερα. Έτσι μου τα εξηγούσες και δεν είχα λόγο να μη σε πιστέψω, κάτι μου' λεγε πως είχες ξανάρθει εδώ και πως θα αποτελούσες τον πολύτιμο οδηγό μου. Η σκέψη μου επιβεβαιώθηκε σαν φτάσαμε μπροστά στο πρώτο πτώμα που είχε κυλήσει στην άκρη του δρόμου, με μάτια ανοιχτά και στόμα στραβωμένο αλλά και με τη μερίδα του Χρόνου άθικτη στο χέρι του. Κάποιος που περπατούσε πλάι μας έτρεξε με ορμή ν' αρπάξει το λάφυρο, έσκυψε, μα μόλις το' πιασε στα χέρια του εκείνο διαλύθηκε σε μικροσκοπικά μόρια σκόνης και κύλησε στα δάχτυλά του. Στο χώμα. 
     "Ο Χρόνος είναι προσωπικός. Κανείς δε μπορεί να διεκδικήσει το Χρόνο του άλλου", είπες κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση.  
     Φτάσαμε μπροστά σε μια μεγάλη ουρά. Περιμέναμε τη σειρά μας που άργησε λίγο να έρθει και εκμεταλλεύτηκα τις στιγμές για να δοκιμάσω το Χρόνο μου. Το κομμάτι που έκοψα ήταν τραχύ στην αφή μα εξαιρετικά μαλακό σαν το έβαλα στο στόμα. Αναζήτησα τους χυμούς του - δεν είχε - άρχισα να μασάω σιωπηλά και η γεύση αποκαλύφθηκε περίεργα και αργά, αργά. Διέθετε όμως κάτι απ' την αλμύρα του θαλασσινού νερού που σύντομα μετέτρεπε το στόμα σε άνυδρη έρημο καθώς επερχόταν μια ξηρότητα· εκείνη του καλού κρασιού με τ' αρώματα να κυριαρχούν στο τελείωμα και τελείωνε με τη γλυκόξινη γεύση από σπιτικό βύσσινο. 
     Καθώς αναλογιζόμουν ακόμα το συνδυασμό των γεύσεων, στην αγκαλιά μου χώθηκε ένα κομμάτι Θλίψη· είχα ήδη φτάσει μπροστά σ' ένα κορίτσι που έμοιαζε να έχει τον Απρίλη στα μάτια της, δύο μάτια τόσο διαυγή και κρυστάλλινα που νόμιζες ότι μπορούσες ν' αντικρίσεις όλη την αλήθεια του κόσμου μέσα τους. Σ' αυτήν πρόλαβα να πω ένα "ευχαριστώ". "Δεν μ' αρέσει η δουλειά που κάνω" μου αντιγύρισε, "αλλά είσαι ο πρώτος που μου λέει ευχαριστώ για τη Θλίψη που του δίνω". Σταμάτησε το μοίρασμα, με πλησίασε, πήρε το πακέτο της θλίψης απ' τα χέρια, το άνοιξε, έκοψε ένα κομμάτι, το έβαλε στο στόμα της κι έπειτα με φίλησε. Η Θλίψη έγινε κοινό απόκτημα καθώς περνούσε απ' το ένα στόμα στο άλλο· μια αίσθηση απόγνωσης με συνεπήρε αρχικά, ένοιωσα την καρδιά μου ν' ανεβάζει παλμούς, τα χέρια μου ίδρωσαν και μια πελώρια σκιά ήρθε και κατακάθισε στο στήθος μου. Ένοιωσα καυτά δάκρυα ν' αναβλύζουν απ' τα μάτια μου και νόμιζα πως θα μείνω εκεί και θα κλαίω για πάντα μα μετά... μια ανάσα... το σάλιο της έγινε ένα με το δικό μου, η γεύση της μετρίασε την απόγνωση και στο μυαλό μου κυριάρχησε μια γλυκιά νοσταλγία για κάθε τι οριστικά χαμένο στον κόσμο μου και στη ζωή μου. 
     Με άφησε στα γόνατα να αγωνίζομαι να ξαναβρώ την ανάσα και την αυτοκυριαρχία μου. Σαν σηκώθηκα είχε επιστρέψει στη δουλειά της και δεν μου' ριξε ούτε ένα επιπλέον βλέμμα. Με τράβηξες παράμερα μιλώντας μου ψιθυριστά. "Έχουμε δρόμο ακόμα για την πόλη... Πολλά πρέπει να γίνουν. Παρακάτω κυνηγάμε Αντοχές".
     Ήμουν ζαλισμένος ακόμα κι όμως περπατούσα ακολουθώντας τα βήματά σου. Η πρώτη γεύση της Θλίψης είχε αφήσει ένα κενό μέσα μου - εκεί κάπου στο στομάχι το εντόπιζα - εκεί που οι άνθρωποι νομίζουν πως φωλιάζει το επίκεντρο του σύμπαντός τους. Είναι η λογική της αυτοπροστασίας αυτή, που φέρνει το επίκεντρο του σύμπαντός μας στη μέση του κορμιού, ούτε πάνω, ούτε κάτω, ούτε μπροστά, ούτε πίσω· είναι χωμένο κάπου ανάμεσα στο στομάχι, το πάγκρεας και την καρδιά, ανάμεσα στους πνεύμονες που ξεφυσάνε σαν δράκοι που φυλάνε μια μυστική πύλη. 
     Οι Αντοχές ήταν μυριάδες και είχαν ξαμοληθεί να τρέχουν σε μια τεράστια αρένα που θύμιζε αρχαίο ιππόδρομο. Μου εξήγησες πως σε καθέναν από εμάς εμφανίζονται με διαφορετικό πρόσωπο και ας είναι στη σύστασή τους ίδιες. Εκεί διαπίστωσα πως το άϋλο μπορεί να πάρει διάφορες υλικές μορφές προκειμένου να το αναγνωρίσεις και να το κάνεις κτήμα σου. Είδα κι άλλους σαν και μένα να προσπαθούν να τις αρπάξουν, να σκαρφίζονται του κόσμου τις μεθόδους προκειμένου ν' αναγκάσουν τις Αντοχές να σταματήσουν, να πέφτουν μπροστά στα πόδια τους μήπως και τις σταματήσουν, να ποδοπατιούνται, να πληγώνονται, να τρέχει το αίμα ποτάμι, να φωνάζουν και να πονάνε. Τους είδα να πηδάνε πάνω τους και να προσπαθούν να τις καβαλικέψουν, να γκρεμοτσακίζονται στο πρώτο τίναγμα, άλλοι όμως να στέκονται και να τις κρατάνε σφιχτά και να τις πληγώνουν και τώρα το αίμα να κυλάει ποτάμι απ' την άλλη πλευρά·  και μετά να γλιστράνε στο αίμα των ίδιων των Αντοχών τους και να πέφτουν. Κι εκείνες μαζί τους. Κορέστηκε ο ιππόδρομος από τόση πάλη και αγκομαχητά και αίμα που πότισε το χώμα του. Ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος σαν ρέψιμο και αμέσως μετά σείστηκε η γη λες κι ένας καταστροφικός σεισμός γεννιόταν εκείνη την ώρα. Άνθρωποι και Αντοχές τινάχτηκαν στον αέρα, απομεινάρια σάρκας και σκέψεων έπεσαν διάσπαρτα στο χώμα. Σαν καταλάγιασε ο αχός είδα κάποιους - ελάχιστους είναι η αλήθεια - να καβαλικεύουν ακόμα τις Αντοχές τους, καταματωμένοι και ξεσκισμένοι να ιππεύουν μαζί τους αλλά τουλάχιστον να είναι ζωντανοί.  
     "Τις Αντοχές δεν τις αρπάζεις. Τις προσκαλείς", μου είπες με χαμόγελο.  
     Έκοψα ένα κομμάτι απ' το Χρόνο μου και άπλωσα το χέρι στην Αρένα. Οι πόρτες της είχαν ανοίξει ξανά και νέες Αντοχές είχαν βγει στο στίβο, τρέχοντας ξέφρενα. Κούνησα το χέρι μου πάνω, κάτω με μανία σαν να' κανα σινιάλο, σαν να καλούσα σε βοήθεια και παρατήρησα πως ελάχιστοι έκαναν το ίδιο με μένα. Οι περισσότεροι υπέπεσαν στα λάθη των προηγούμενων. Κάποιοι είχαν βρει σχοινιά, είχαν φτιάξει λάσα και είχαν μετατρέψει τον ιππόδρομο σε ροντέο στοχεύοντας τους λαιμούς των Αντοχών τους. 
     "Τις Αντοχές σου δεν τις πληγώνεις. Γιατί έτσι πληγώνεις εσένα", είπες λες και διάβασες τη σκέψη μου ξανά. 
     Αντιλήφθηκα πως το σινιάλο που έκανα δεν ήταν αρκετό. Με τα δύο μου χέρια, υπακούοντας σε μια απροσδιόριστη παρόρμηση έτριψα το χρόνο σε ψίχουλα και τον έριξα πάνω μου και γύρω μου. Την επόμενη στιγμή ήταν λες και ο Χρόνος και η Εικόνα στο περιβάλλον μου, είχαν παγώσει. Στο βάθος υπήρχε σκόνη, σκιές έτρεχαν μανιασμένα, αλαλαγμοί ακούγονταν από κάπου μακριά αλλά στο δικό μου οπτικό πεδίο κυριαρχούσαν οι Αντοχές μου που με πλησίασαν ήρεμα, ευγενικά, άρχισαν να με γλείφουν και να με χαϊδεύουν αναζητώντας παράλληλα τα ψίχουλα του Χρόνου μου που είχα κρατήσει γι' αυτές. 
     Και το κενό μέσα μου έπαψε να είναι είναι τόσο άδειο. 
     Φύγαμε απ' το στίβο με λιγότερο αποθηκευμένο Χρόνο στο τσαλακωμένο πια σελοφάν αλλά με μια αίσθηση πληρότητας που αγνοούσα την ύπαρξή της. Περπατήσαμε για ώρα, κουράστηκα, πρότεινες να ξεκουραστούμε για λίγο στο ύψωμα που έβλεπε στην πεδιάδα. Ο ήλιος έδυε, το ποτάμι των ανθρώπων έρεε ακατάπαυστα προς την πολυπόθητη πόλη και μια μυρωδιά γλυκάνισου πλανιόταν στον αέρα. 
     "Την Ευτυχία που τη μοιράζουν; Πιο κάτω;", ρώτησα δειλά αν και βαθιά μέσα μου γνώριζα την απάντηση.
     "Τι σε κάνει να πιστεύεις πως κάποιοι, κάπου, μοιράζουν Ευτυχία;", ρώτησες καθώς έβρισκες δίπλα μου μια μικρή πέτρα να καθίσεις.
     "Μοιράζουν το Χρόνο, τη Θλίψη... γιατί όχι κι αυτό;", αμύνθηκα.
     Χαμογέλασες και πήρες μια βαθιά ανάσα ρουφώντας όλο και πιο πολύ γλυκάνισο απ' τον άνεμο που ταξίδευε γοργά προς το νότο. 
     "Αυτή η μυρωδιά είναι Ευτυχία", είπες έχοντας κλειστά τα μάτια και μ' ένα χαμόγελο να ζωγραφίζει το πρόσωπό σου απ' άκρη σ' άκρη. 
     Σιώπησα. Κατάλαβες την αδυναμία μου να σε αντικρούσω.
     "Η Ευτυχία είναι το μοναδικό πράγμα που δε γίνεται να μοιραστεί", είπες στο τέλος. "Βρίσκεται παντού. Το ερώτημα είναι αν μπορείς να την αναγνωρίσεις και να την γευτείς. Με προσοχή μόνο. Σταγόνες μόνο. Είναι τόσο δυνατή που μπορεί να σε σκοτώσει."
     "Είναι η Γνώση του Χρόνου που έχω και της δεδομένης Θλίψης που με τρομάζει. Συμπάθα με".
     "Άρα σήμερα απέκτησες δύο πράγματα. Χρόνο και Θλίψη. Και κατέκτησες άλλα δύο. Αντοχές και Γνώση. Δε νομίζω ό,τι χρειάζεσαι κάτι άλλο πέρα απ' αυτό", είπες και σηκώθηκες. Τίναξες τα ρούχα σου απ' τη σκόνη και άρχισες να κατηφορίζεις προς το μονοπάτι.
     "Μπορεί να μην τα καταφέρουμε ως την πόλη, αλλά έχουμε ακόμα ταξίδι..." 
     Η μυρωδιά του γλυκάνισου ήρθε και μέθυσε τα ρουθούνια μου. 
     Σηκώθηκα.
     Την ακολούθησα.
    
     
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...