Στόμα

     Οι μέρες είχαν γεύση από πορτοκάλι. Άλλοτε ξινές και κάποιες φορές γλυκές. Γλυκόξινες ποτέ. Η ισορροπία δεν αποτελούσε γνώρισμά τους. Η ζουμερή σάρκα αφήνει τους χυμούς να τρέξουν στο στόμα, αυτό που φίλησε και δάγκωσε, που γεύτηκε και μάτωσε. Οι χυμοί κυλάνε έξω απ' το στόμα, μικρά ποτάμια στα μάγουλα, στο πηγούνι, αντιδρούν χημικά με τ΄ οξυγόνο και κολλάνε. Μια παγίδα για μύγες που πετάνε τριγύρω, Δεκέμβρη μήνα. Το έντομο προσελκύεται απ' τη μυρωδιά, κάθεται και πεθαίνει. Πεθαίνει περιμένοντας.
     Η αναμονή σκοτώνει. Αλλά αυτό δε στο γράφουν σε κανένα πακέτο τσιγάρων. Αυτές οι μέρες καταπίνουν την υπομονή μας. Έχει γεύση αλμυρή απ' τον ιδρώτα που χύνεται σαν τον καταρράκτη ορμητικά, στη λίμνη του εφιάλτη μας. Στη λίμνη καθρεφτίζεται το πρόσωπό μας. Δε το γνωρίζουμε πια, μάς φαίνεται ξένο. Χαρακιές και σημάδια, στιγμές μιας άλλης ζωής αποτυπωμένες σε κάθε πόρο, σε κάθε μικρή τριχούλα που το λέιζερ απέτυχε να κάψει. Μα δεν υπάρχει λέιζερ πια.
     Ελπίζω να φέρουν μαζί τους οι εξωγήινοι. Εκείνοι που λέγεται πως θα μας λυπηθούν και θα μας λυτρώσουν απ' τον καθημερινό χαμό μας. Μεγάλα, γυαλιστερά ακτινοπίστολα που θα πετάνε γαλάζιες ακτίνες φωτιάς και θα καίνε ό,τι συναντάνε. Μήπως προτιμάς την εξαύλωση; Δεν πονάει σαν το κάψιμο. Ένα τσαφ είναι και γίνεσαι καπνός χωρίς φωτιά.
     Τα τζάκια καίνε τις νύχτες μας την ώρα που οι φωνές μας ξεπερνούν τα αλυχτίσματα των σκύλων στο σκοτάδι . Άγριες νύχτες είναι αυτές. Ποιός περίμενε πως θα τις ζούσαμε; Η γιαγιά που κάθεται πλάι στη φωτιά κι αναπολεί τους δικούς της πολέμους κουνάει το ασπρισμένο της κεφάλι με απορία. Στην εποχή της οι εχθροί ήταν γνήσιοι, αποζητούσαν με κάθε τρόπο το κακό σου. Τώρα φοράνε τα προσωπεία της κατανόησης και μιας άγαρμπης καλοσύνης που σε συνθλίβει εκεί που σκέκεσαι. Βήμα δεν τολμάς να κάνεις. Και την ανάσα σου μετράς καθώς την πληρώνεις.
     Αναρωτιέμαι αν θα 'ρθουν μέρες με γεύση από ώριμο δαμάσκηνο. Αν η φράουλα που θα τρίζει στο στόμα την ώρα που λιώνει, θα συνοδεύεται κι από ένα γνήσιο χαμόγελο. Αν τα κεράσια θ' αφήσουν λεκέδες στα δόντια και στα χείλη. Αν το σταφύλι του τρύγου θ΄ αποδειχθεί ξανά τόσο μοσχάτο ώστε να ευλογήσει την ανάσα μας.
     Αναρωτιέμαι αν η σιωπή του κόσμου γύρω μου με προετοιμάζει για το μεγάλο κρότο. Για το μεγαλύτερο βεγγαλικό της Ανάστασης που θ' αναγκάσει τους τυφλούς να δούνε και τους κωφάλαλους ν' ακούσουνε και να ουρλιάξουνε.
     Ζούμε τις αδέσποτες μέρες της νιότης μας ξανά που ράγισαν απ' το σφρίγος του Χειμώνα.
 
     Είμαστε το φάρμακο που δε βρέθηκε.
     Το σκουπίδι που μαζεύτηκε.
     Το μαδέρι που κάηκε.
     Η κουβέρτα που τύλιξε.
     Ο γέροντας που δάκρυσε.
     Είμαστε η αγχόνη στο δέντρο.
     Ο κάλυκας στο χώμα.
     Το αχ που δεν ειπώθηκε.
     Η κραυγή που δεν ακούστηκε.
     Το αίμα που κύλησε.
     Η σάρκα που θάφτηκε.

     Ζούμε τις χειρότερες και πιο ένδοξες μέρες του ανθρώπου.
     Κάθε μέρα, με την ψυχή στο στόμα.    


Σχόλια

  1. Όλα καλά, μόνο στα ρούχα μην αφήσουν λεκέδες τα κεράσια, γιατί δεν βγαίνουν εύκολα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...