Φλου

Τη γνώρισα ένα μεσημέρι σ' έναν από τους δρόμους πέριξ της πλατείας Εξαρχείων. Δεν θυμάμαι αν ήταν στην οδό Διδότου ή στην οδό Ναυαρίνου.  Κουβαλούσα μια τσάντα με βιβλία, είχα μόλις βγει από ένα παλαιοπωλείο που μύριζε κιτρινισμένο χαρτί και καπνό πίπας,  ένας αρωματικός αλλά και τόσο εύφλεκτος συνδυασμός. Ένοιωσα να με τραβάει απ' το παντελόνι την ώρα που ένα ταξί που κατέβαινε το δρόμο με φούρια παραλίγο να με πατήσει, με τράβηξε και με κράτησε στο πεζοδρόμιο, βρίζοντας την ίδια ώρα τον ταξιτζή για τη βιασύνη του.
- Ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σου' ρθει ε; Το πρόσωπό της μόρφασε στην αντηλιά του ζεστού οκτωβριάτικου πρωϊνού, άφησε το παντελόνι μου και κάλυψε με το χέρι το βλέμμα της δίχως να το πάρει από πάνω μου.
- Ευχαριστώ. Ειλικρινά σ' ευχαριστώ.
Ένας τυφλοπόντικας ήταν. Λεπτή και μικρόσωμη, μπορεί να ήταν και δεκάξι, μπορεί και είκοσι, δεν την έκανα πάνω από είκοσι δύο. Ξεπετσιασμένα χείλη και μωβιές μουτζούρες στα χέρια. Χτυπήματα, τσιμπήματα, δε μπορούσα να ξέρω. Τα μαλλιά της έπεφταν ίσια, άτονα στο πρόσωπό της, η γλώσσα της έβγαινε συχνά έξω για να γλείψει τα πληγωμένα χείλη. Η μύτη της πρέπει να ήταν μπουκωμένη. 'Ακουγα να ρουφά το σάλιο της και να το καταπίνει πριν μιλήσει.
- Με λένε Ρόη, είπε απλά και μου' δωσε το χέρι της.
Ήταν σκληρό και μαλακό ταυτόχρονα, οι δύο όψεις της ζωής που σπάνια σε αγγίζουν μαζί ώστε να τις νοιώσεις και να τις εκτιμήσεις. Να αισθανθείς και ν' αναλογιστείς τι συμβαίνει γύρω σου, γιατί το ταξί πήγε να σε χτυπήσει και παραλίγο να καταλήξεις στο νοσοκομείο κι όμως βρέθηκε εκείνη τη δεδομένη στιγμή ένα χέρι και σε τράβηξε, υπάρχει λοιπόν ακόμα ανθρωπιά και νοιάξιμο σε αυτό τον κόσμο. Κοίταξα ψηλά, στο γαλάζιο ουρανό της πόλης αναζητώντας το σημάδι κάποιου φονικού μετεωρίτη που θα φαινόταν να κατεβαίνει όλο και πιο γρήγορα ώστε να προκαλέσει την ολική και αμετάβλητη καταστροφή μας. Ανακουφίστηκα που δεν αντίκρισα ούτε καν ένα λευκό σημάδι από αδέποτο σύννεφο και γυρνώντας προς εκείνη, αποκρίθηκα:
- Να σε κεράσω κάτι για ευχαριστώ;
- Έχω δυο μέρες να φάω, απάντησε άμεσα λες και περίμενε την πρόταση.
Γύρισα δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρω κάποιο ανάλογο μέρος να πάμε ενώ παράλληλα έσπαζα το κεφάλι μου να θυμηθώ επίσης κάτι αντίστοιχο στην περιοχή. Το κατάλαβε.
- Σπίτι δεν έχεις; Μη φοβάσαι, δε λερώνω μέσα.
Χαμογέλασα με την υπόνοια του χιούμορ αν και μου φάνηκε πως μιλούσε σοβαρά.
- Σπίτι μου λοιπόν. Θα κάνουμε μια ωραία μακαρονάδα.
Περπατούσα και με ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί, δύο βήματα πίσω. Κατέβαινα από το πεζοδρόμιο, έκανε το ίδιο. Ανέβαινα, ξανά το ίδιο. Σιγομουρμούριζε ένα σκοπό που δεν ήξερα κι έμοιαζε με παλιάτσο καθώς ήταν μικρόσωμη ωστόσο η παντελόνα της ήταν φουσκωτή και χωρούσε άλλες δύο κοπέλες σαν την ίδια μέσα, ενώ το φούτερ με την κουκούλα από πάνω ήταν σχεδόν εφαρμοστό στο κορμί της. Το γκροτέσκο σύνολο συμπλήρωνε ένα ζευγάρι από σταράκια, εμφανώς ταλαιπωρημένα.
Φτάσαμε στο μικρό μου δυάρι, πίσω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, απέναντι απ' το Πεδίο του Άρεως. Η πολυκατοικία του '65, ήταν παλιά και ξεβαμμένη, γεμάτη με έρμους πακιστανούς και παρατημένους γέρους. Το τεράστιο αβαντάζ της για το δικό μου γούστο ήταν η ηρεμία της περιοχής και η θέα στο πάρκο.
Άφησα τα βιβλία στο τραπέζι του σαλονιού και μπήκα στη λιλιπούτεια κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο, διάλεξα διάφορα λαχανικά και άρχισα να τα ψιλοκόβω στο νεροχύτη.
- Τόνο τρως;
- Και περισπωμένη μαζί!
- Που ξέρεις εσύ την περισπωμένη; Είσαι μικρή.
- Διαβάζω και μαθαίνω. Τι νόμιζες;
- Μα έχουν χαθεί αυτά πια. Κι όσα υπάρχουν είναι ξεχασμένα σε παλιά βιβλία.
Στεκόταν στην πόρτα, ακουμπησμένη στο κούφωμα και με παρατηρούσε να κόβω πιπεριές και μελιτζάνες.
- Μη βάλεις σκόρδο σε παρακαλώ. Με πειράζει.
- Οκ. Δε θα βάλω.
Τα λαχανικά τσιγαρίστηκαν για λίγο με κρεμμύδι, μπήκε και το ντοματάκι κονσέρβα, αλάτι, πιπέρι, με ρώτησε αν είχα βασιλικό, είχα κι έβαλα, το κατσαρολάκι κλείστηκε και η σάλτσα άρχισε να βράζει.
- Ήδη μοσχομυρίζει, είπε.
- Δεν θ' αργήσει. Κάτσε να βάλω νερό και για τα μακαρόνια.
Σαν έγινε κι αυτό, περάσαμε στο μικρό σαλόνι που το ακόμα πιο μικρό μπαλκόνι του έβλεπε στο πάρκο.
- Ωραία είσαι εδώ. Και τόσα βιβλία. Και δίσκοι. Να διαβάζεις και να βλέπεις τα δέντρα. Και να βρέχει έξω. Και συ για ομπρέλα σου να έχεις τις λέξεις!
Τα είπε με μιαν ανάσα και σταμάτησε απότομα να μιλά.
- Τι θέλεις να μου πεις για σένα; Είχα καθίσει στη μοναδική πολυθρόνα αφήνοντάς της ολόκληρο τον καναπέ.
- Δεν υπάρχουν πολλά να σου πω. Βρεθήκαμε σε μια στροφή του χρόνου. Δε φτάνει;
Κάθισε στον καναπέ, φέρνοντας το ένα πόδι της κάτω απ' το άλλο. Με μια κίνηση έβγαλε το φούτερ κι έμεινε μ' ένα τιραντένιο μπλουζάκι. Χριστέ μου, ήταν απίστευτα αδύνατη. Έβλεπα τους κόμπους να πετάγονται στις κλειδώσεις της και αισθάνθηκα μια ανατριχίλα, πάντα το πάθαινα αυτό σαν αντίκριζα να διαγράφονται τόσο ανάγλυφα τ' ανθρώπινα κόκκαλα.
Χαμογέλασε.
- Είμαι φλου.
- Ορίστε;
- Είμαι φλου άτομο και ζω σε  μια φλου κατάσταση. Αυτό είναι, δεν έχει άλλο. Είμαστε πολλοί έτσι, δεν είμαι μόνη.
- Σαν το Μπάμπη το φλου;
Απόπειρα σαρκασμού.
- Α μπράβο. Αυτό είναι. Τα βιβλία που διαβάζεις λοιπόν, κάτι σου λένε. Ξέρεις διάφορα. Ξέρεις και το Μπάμπη.
- Ο Μπάμπης είναι ένα τραγούδι.
Έπεσε πίσω στον καναπέ μισοξαπλωμένη, προσέχοντας να μην βάλει τα σταράκια της πάνω.
- Ο Μπάμπης ζει. Κι έχει πολλές μορφές ξέρεις. Και είναι εκεί. Στην πλατεία μέρα και νύχτα. Είμαστε αρκετοί Μπάμπηδες. Αγόρια και κορίτσια. Και δυο, τρια τραβέλια. Κι αυτοί Μπάμπηδες είναι.
- Γονείς δεν έχεις; Κάπου να μείνεις;
- Ξέρεις... οι γονείς είναι κάτι υπερεκτιμημένο. Περιμένουμε πολλά απ' αυτούς ενώ δεν θα' πρεπε. Άνθρωποι είναι κι αυτοί. Με τα καλά και τα κακά τους. Και ίσως να μην ήταν προορισμένοι να μας γεννήσουν, απλά έτυχε, σε μια στροφή του χρόνου. Μετά έχουμε και την απαίτηση να φερθούν όπως πρέπει, σαν καλοί γονείς. Αλλά τι σημαίνει καλός γονιός μου λες;
Σιωπή.
- Συνέχισε σε παρακαλώ, θέλω πολύ ν' ακούσω τη θεωρία σου.
- Η Ρόη δεν τσαμπουνάει θεωρίες. Η Ρόη μιλάει απ' τη ψυχή της. Ουγκ!
Χτύπησε με τη μικρή γροθιά της το αθέατο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια. Το "ουγκ" είχε σημάνει το τέλος των αποκαλύψεών της.
Πήγα στην κουζίνα. Το νερό έβραζε, το αλάτισα, έριξα τα μακαρόνια. Τ' ανακάτεψα για λίγο, έριξα και μια ματιά στη σάλτσα και γύρισα στο σαλόνι. Τη βρήκα να κάθεται ανακούρκουδα και να κοιτάζει τις ράχες των βιβλίων μου στη μικρή βιβλιοθήκη.
- Δεν έχεις αυτό που διάβασα όταν ήμουν μικρή, είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
- Το οποίο είναι;
- "Χωρίς Οικογένεια". Το έχω διαβάσει εφτά φορές. Υπάρχει και το "Με Οικογένεια" του ίδιου συγγραφέα αλλά ποτέ δεν θα διάβαζα ένα βιβλίο με τέτοιο τίτλο.
- Γιατί;
- Γιατί δε δίνω δεκάρα για την περίπτωση ενός παιδιού με οικογένεια.
- Τα βιβλία ξέρεις...
- Είναι τόσο πρόδηλη η διάθεση του συγγραφέα να σου πει την ιστορία με τέτοιο τίτλο, έτσι δεν είναι; Ποιο είναι το νόημα να τη διαβάσεις μετά; Οκ, μπορεί να συμβαίνουν σημεία και τέρατα αλλά το τέλος θα είναι γνωστό. Το ορφανό θα έχει οικογένεια!
- Μιλάς από προσωπική...
- Έγιναν τα μακαρόνια; Μου φαίνεται θα λιποθυμήσω. Τα τρώω και σκέτα, χωρίς σάλτσα!
Σηκώθηκε, βγήκε στο μπαλκόνι. Την παρατηρούσα να στέκεται ακίνητη, σαν τη γλάστρα με το λεπτό μίσχο που δεν απέκτησα ποτέ, δεμένη στο μπαλκόνι ν' αντιστέκεται στον αέρα και να ποτίζεται απ' τη βροχή. Μια ασθενική τριανταφυλλιά χωρίς μπουμπούκια, μόνο με αγκάθια να εξέχουν, που περιμένει ν' ανθίσει.
Μια μυρωδιά καμμένου μ' επανέφερε στην πραγματικότητα. Έτρεξα στην κουζίνα κι έβγαλα τη σάλτσα απ' τη φωτιά. Ευτυχώς η ζημιά είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Σκέφτηκα πως τη γλίτωσε ο τόνος που είχα ξεχάσει να βάλω. Δοκίμασα τα μακαρόνια, έβγαλα ένα σουρωτήρι και τα σούρωσα. Πιάτο στο χέρι και σερβίρισμα.
- Φοβάμαι πως δεν έχω τυρί.
- Τρελός είσαι; Φέρ' τα δω!
Φάγαμε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Δεν μιλούσε, βογγούσε. Έφαγε δύο πιάτα την ώρα που εγώ είχα μόλις μετά βίας φτάσει στη μέση το πρώτο.
- Χόρτασες; Θέλεις και το δικό μου;
- Όχι. Μην καλομαθαίνω. Καλά είμαι. Όλα καλά. Όλα φλου!
- Που μένεις;
- Σου λέω. Όλα είναι φλου.
Θύμωσα εκείνη τη στιγμή. Θύμωσα με την τρέλα της, την αναιδή ανεξαρτησία της που μου την πέταγε στα μούτρα σαν πατσαβούρα, το γεγονός πως μου τόνιζε με τον τρόπο της πώς μπορεί κάποιος να ζει έτσι χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Αρκεί τα πράγματα να ρέουν, αρκεί να είσαι φλου, να πηγαίνεις με το ποτάμι που είναι κι αυτό φλου. Τα πάντα ρει.
Σηκώθηκα και πήγα τα πιάτα μέσα. Τα ξέπλυνα και προσπάθησα να κερδίσω χρόνο και να ηρεμήσω. Επέστρεψα.
Ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, είχε βγάλει την παντελόνα και την είχε αφήσει να πέσει στο πάτωμα δίπλα της. Τα πόδια της ήταν ανοιχτά, με μια άγουρη σχισμή να προβάλλει δειλά σ' ένα σώμα γεμάτο μελανιές και εξογκώματα απ' τα κόκκαλά της που πετάγονταν, ένα μικροσκοπικό αφαλό που σχεδόν δε φαινόταν, ένα σώμα τόσο νέο και τόσο γέρικο συνάμα και τα μακριά δάχτυλά της να χώνονται στη σχισμή της. Έμεινα ακίνητος.
- Δεν είμαι έτοιμη ακόμα αλλά σε λίγο θα είμαι. Θες να σε πάρω στο στόμα μου να μην περιμένεις μέχρι να γίνω;
Έτρεξα στο μπάνιο. Έπεσα στα γόνατα κι έβγαλα το φαί αχώνευτο, κομματάκια πράσινης πιπεριάς και σκουρόχρωμης μελιτζάνας με κομμάτια από ζυμαρικά και απ' τα σωθικά μου μαζί. Κόπηκε η ανάσα μου, πονούσε το στήθος μου. Νέος γύρος αδειάσματος. Και η ανάσα μου δεν ερχόταν κανονική. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια.
Είχε ντυθεί. Καθόταν στην πολυθρόνα υπομονετικά λες και περίμενε στην αναμονή κάποιου ιατρείου. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Τα χείλη της έσταζαν αίμα. Το χρώμα της είχε χαθεί από το ήδη ασθενικό της πρόσωπο.
- Άκου με. Μπορώ να κάνω κάποια τηλέφωνα και να σε βοηθήσω. Δε χρειάζεται να ζεις έτσι ούτε και να κάνεις.... αυτά που κάνεις.
- Αν μπορούσα, είπε ήρεμα, θα ξερνούσα τώρα όλο το φαγητό που με τάισες στο σαλόνι σου. Η Ρόη δεν κάνει τίποτα χωρίς αντάλλαγμα. Ούτε την προσβάλουν έτσι. Η Ρόη είναι φλου! Και οι φλου έχουν αξιοπρέπεια! Αν ήξερες τι είναι, δεν θα με πρόσβαλες έτσι. Τ' ακούς;
Η ηρεμία χάθηκε, τα μάτια της θόλωσαν απ' τα δάκρυα.
- Σε πρόσβαλα; Εγώ; Πότε;
- Δεν είσαι φλου. Είσαι δήθεν, είπε θυμωμένα, σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.
- Αυτό είναι το ευχαριστώ που δεν σ' εκμεταλλεύτηκα; Πας καλά;
Γύρισε την ώρα που άνοιγε την πόρτα.  Φώναξε:
- Μην με δουλεύεις ρε! Θυμάσαι; Πριν δύο ώρες σου έσωσα τον κώλο. Δεν είσαι φλου. Αν ήμουν ωραίο μουνάκι σαν αυτά που σίγουρα χαλβαδιάζεις τώρα θα με πηδούσες σα σκύλα στον καναπέ σου. Αλλά δεν σου άρεσα. Το είδα στα μάτια σου. Είδα την απόρριψη και την απέχθειά σου. Την ένοιωσα ρε. Εμείς οι φλου τα νοιώθουμε αυτά. Έχεις φροντίσει εσύ και οι σκατοφίλοι σου οι κουλτουριάρηδες να τη μάθουμε καλά. Έρχεστε κάθε μέρα στην πλατεία και το παίζετε εναλλακτικοί και επαναστάτες. Αρχίδια είστε! Όχι! Μια τρίχα από αρχίδια είστε!  Θέλετε να γίνετε φλου και το παίζετε σκεπτόμενοι αλήτες. Παπάρια είστε! Όλοι γυρίζετε στα σπίτια σας μετά και τον παίζετε πίνοντας κόκκινο κρασί και γράφοντας μαλακίες. Αυτά που είδατε. Εκείνα που νοιώσατε. Μαλακίες είδατε και νοιώσατε ρε. Είστε παπαραλόγοι! Δεν είστε φλου ρε! Τ' ακούς; Δεν είστε φλου!

ΜΠΑΜ!

Την ξαναείδα ένα μήνα μετά. Εκείνη όχι. Είχε πάρει από πίσω κι ακολουθούσε βήμα προς βήμα ένα συγγραφέα, με δύο, τρία βιβλία στο ενεργητικό του, "ελπιδοφόρα πένα της γενιάς του". Φορούσε την ίδια παντελόνα, το ίδιο φούτερ και τα ίδια ταλαιπωρημένα σταράκια.








  


Σχόλια

  1. δεν έχω πολλά να πω..
    ανακατεύτηκα επίσης
    όχι βέβαια από τη Ρόη
    από τη ρεαλιστική σκληρότητα που έχει δει
    και έχει νιώσει στο πετσί της ψυχής της η Ρόη
    και εγώ και όλοι μας έχουμε διαβάσει στα βιβλία
    ή έχουμε ακούσει σε στίχους ντυμένους με νότες μελωδίας ή έχουμε καταπιεί την ώρα που τρώμε μακαρόνια ενώ βλέπουμε ειδήσεις και έχουμε χωνέψει γρήγορα ή έχουμε διώξει σαν μύγα ή σαν μαύρο σύννεφο σκέψης με μια κίνηση ενώ απολαμβάνουμε τον καφέ μας σε κάποιο καφέ μέσα σε κόσμο που δεν είναι ο δικός μας... όπως μας ψιθυρίζει η σαντιγύ και η κανέλα... ψευδαισθήσεις που γεννούν ψευδαισθήσεις που ανατρέφουν ψευδαισθήσεις που ανακυκλώνουν ψευδαισθήσεις που μας έπνιξαν!!!

    ψευδαίσθηση δεν είναι πως γράφεις πολύ όμορφα
    όπως μου βγήκε πολύ ειλικρινά να σου πω από το πρώτο μισό ακόμα της ανάγνωσης...

    καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Την μισή μου ζωή την έχω ζήσει σ΄ εκείνες τις γειτονιές και δεν ξέρω γιατί ετούτο εδώ μου θύμισε την ιστορία της Αργυρώς ... του κοριτσιού που είναι η Αρχηγός των παιδιών στην 'οδό Αριστοτέλους' .
    Ελπίζω μόνο η ηρωίδα σου να μην έχει το τέλος της Αργυρώς.

    Καλό Σαββατόβραδο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ δυνατό κείμενο!
    Πολύ αληθινό...ζωντανό! (κι αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση)
    Κατα τα άλλα με κάλυψε το σχόλιο της flash.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...