Ελευθερία (Ελευθερία)

Οταν η Ελευθερία έφτασε στην ηλικία που μπορούσε να κάνει παιδιά, η μάνα της, ακούγοντας τη συμβουλή του Ανάπηρου, την πάντρεψε με τον Θοδωρή. Το προξενιό κι ο γάμος έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Εκ των υστέρων ο γάμος αυτός έμοιαζε με προμελετημένο έγκλημα ή με ένα κακόγουστο καλαμπούρι. Το ορεινό χωριό, σφηνωμένο σε μια βουνοκορφή της Πελοποννήσου δεν πρόσφερε πολλές επιλογές στην αναζήτηση συντρόφου. Τα κριτήρια ενός γάμου ήταν συγκεκριμένα και σπάνια περιελάμβαναν την αγάπη. Αυτή κι ο έρωτας ήταν για όσους είχαν εξασφαλισμένο μέλλον και γεμάτη τσέπη. Οι υπόλοιποι συνήθως υπολόγιζαν το γάμο με χαρτί και μολύβι, πολλές φορές και με τα δάχτυλα, καθώς η ανάγνωση και η αριθμητική ήταν επίσης πολυτέλεια.
Η Ελευθερία ήταν αλαφροίσκιωτη. Αυτό ήταν κοινό μυστικό στο χωριό.  Κάτι είχε αλλά δεν ήξεραν τι. Της κόλλησαν λοιπόν το αλαφροίσκιωτη για να εξηγήσουν συγκεκριμένα γεγονότα. Το πως έπεσε ένα απομεσήμερο καλοκαιριού στην πλατεία, μπροστά στον καφενέ του Βλάχου και έβγαζε αφρούς από το στόμα "σπαρταρώντας σαν το ψάρι που μόλις το' βγαλες απ' το ποτάμι". Αυτή ήταν ατάκα του ίδιου του Βλάχου, ο οποίος είχε πάει πολλές φορές για ψάρεμα στο ποτάμι, κάτω στην κοιλάδα, ενώ συχνά, πυκνά κατέβαινε και στην πόλη. Είχε δει πολλά λοιπόν και ο λόγος του ήταν εγγύηση. Ή πάλι, ένα βράδυ που η Μάρμω, την είδε να βγαίνει από το σπίτι της, να κατεβαίνει το μονοπάτι που έβγαζε στο πέρα ρέμα, στη βρύση της γριάς και να χάνεται στα χαμόκλαδα χορεύοντας με τις νεράιδες. Η Μάρμω είχε αναθρέψει τέσσερις λεβέντες και δύο κόρες, δεν μπορούσε να είχε παραδεί.
Υπήρχαν μέρες που οι γέροντες που κάθονταν στον καφενέ, αντίκριζαν την Ελευθερία να περπατά με το κεφάλι σκυφτό πηγαίνοντας στο παντοπωλείο του Ανάπηρου να ψωνίσει ό,τι την είχε προστάξει η μάνα της. Πατέρα η Ελευθερία δεν είχε. Οι γέροντες θυμούνταν κάποιο τύπο, πολύ παλιά, άλλα χρόνια εκείνα, τα μετρούσαν διαφορετικά, ο οποίος όπως ήρθε στο χωριό, έτσι και χάθηκε μετά. Η Ελευθερία έμενε με τη μάνα της  και οι δυο τους φρόντιζαν τις ελιές, το τριφύλλι, τα πρόβατα και τα δυο αμπέλια, κάτω στη δημοσιά, δύο ώρες περπάτημα από το χωριό. Ενίοτε, για τις βαριές δουλειές ή εκείνες που ήθελαν περισσότερα χέρια, η μάνα νοίκιαζε εργάτες και τους πλήρωνε καλά, γεγονός που είχε δημιουργήσει μια φήμη πως η γριά είχε κομπόδεμα. Αναλογικά αν το έβλεπε κανείς, η Ελευθερία ήταν μια πλούσια νύφη. Με σπίτι δίπατο δικό της, πίσω από την κεντρική πλατεία, κτήματα και ζωντανά. Η Ελευθερία δεν θα έμενε στο ράφι.
Οι γέροντες στον καφενέ γνώριζαν πως σύντομα θα βρισκόταν πρόθυμος γαμπρός για την Ελευθερία και ας μη βλεπόταν. Η Ελευθερία ήταν κακάσχημη. Κοντή, ασθενικιά, δεν διέκρινες βυζί στο στήθος της, με μεγάλα χείλη, κλειστά μάτια που απορούσες πως έβλεπε και περπατούσε μ' ένα ύφος απόγνωσης και δυσαρέσκειας, σαν να' θελε να κλάψει από την ώρα που γεννήθηκε αλλά δεν το κατάφερε ποτέ. Την καλημέρα στους γέροντες την μάσαγε, ποτέ δεν την έλεγε καθαρά και κανείς σχεδόν δεν την άκουγε, την υπέθεταν μόνο και απλά κουνούσαν το κεφάλι ως απάντηση.

Ο Θοδωρής, ο γιος της Αργύραινας, έλειπε χρόνια στα καράβια. Σκαρφάλωσε στη βουνοκορφή ξανά και η πλατεία του χωριού γέμισε από τους άντρες που έμαθαν το νέο και ήρθαν να δουν και ν' ακούσουν τον ξενιτεμένο. Αυτό κράτησε κάποιες μέρες και ο Θοδωρής αισθάνθηκε σημαντικός, όντας περιτρυγυρισμένος από τόσους και τόσους που τον κερνούσαν τσίπουρο και μπύρα (ανάλογα την ώρα) περιμένοντας με τη σειρά τους να τους ανταποδώσει το κέρασμα με νέα και παράξενα του κόσμου κάτω απ' το ποτάμι. Και ήταν απαιτητικοί η αλήθεια είναι, καθώς μέχρι την πόλη είχαν φτάσει και άλλοι απ' το χωρό και δεν τους ένοιαζε τόσο. Ήθελαν να μάθουν πως γυρίζει ο κόσμος παραέξω. Ο Θοδωρής απλόχερα μίλησε και κούνησε τα χέρια με έμφαση και του έτρεξαν τα σάλια σαν το τσίπουρο έγινε πολύ στο κεφάλι του και ξεστόμισε και πολλά περίεργα, που οι άντρες του χωριού αντιμετώπισαν με επιφύλαξη καθώς δεν ήξεραν τι να πιστέψουν και τι ν' αφήσουν. Είχαν ωστόσο το ένστικο να αντιληφθούν μετά από μερικές μέρες πως ο Θοδωρής είτε επαναλαμβανόταν, είτε έπεφτε σε αντιφάσεις, οπότε άρχισαν να περιορίζονται τα κεράσματα και οι ενδείξεις θαυμασμού στο πρόσωπο του ξενιτεμένου, μέχρι που τελικά κόπηκαν εντελώς και η πλατεία του χωριού ξαναβρήκε στους συνηθισμένους ρυθμούς της. Ο Θοδωρής είχε γίνει άλλο ένα δέντρο, ριζωμένο στη βουνοκορφή, που κουνιόταν στον άνεμο όπως και τα υπόλοιπα.

Την ιδέα για το προξενιό την έριξε ο Ανάπηρος. Κρατούσε ένα παντοπωλείο - μονοπώλιο στην άκρη της πλατείας, χρέωνε όσο ήθελε και είχε παντρέψει δύο κόρες έτσι. Στα νιάτα του είχε ταξιδέψει και εκείνος μόνο που σε αντίθεση με το Θοδωρή, επέστρεψε μ' ένα κομπόδεμα και έστησε τη μικρή του επιχείρηση που είχε αποδειχθεί η κότα με τα χρυσά αυγά. Ο Θοδωρής πάλι, είχε επιστρέψει συντροφιά με τις εμπειρίες του και τις πρόσκαιρες χαρές που τώρα πια ήταν πονεμένες αναμνήσεις. Γονείς δεν είχε, έμενε μόνος στο πατρικό του, μια χαμοκέλα ούτε καν σπίτι δεν ήταν και η πείνα είχε αρχίσει να του θερίζει τα σωθικά. Το τεφτέρι στο μαγαζί του Ανάπηρου ήταν γεμάτο από χρωστούμενα του Θοδωρή και ενδεχομένως να χρειαζόταν και δεύτερο για χάρη του, αν δεν έπεφτε στο τραπέζι η ιδέα του προξενιού με την Ελευθερία.
Ο Θοδωρής δεν το πολυσκέφτηκε. Ο Ανάπηρος ανέλαβε να κάνει το διαμεσολαβητή. Σε δυο μήνες το χωριό γιόρτασε το γάμο. Φέρανε και όργανα από τον κάμπο. Ο Θοδωρής ψηλός, με σακάκι καινούργιο και παπούτσια όμορφα, η Ελευθερία στο πλάι του με ένα λευκό φουστάνι (η Μάρμω είπε πως ήταν το ίδιο που φορούσε σαν χάθηκε στο ρέμα χορεύοντας με τις νεράιδες).

Πέρασαν επτά χρόνια.
Στον πρώτο χρόνο η Ελευθερία γέννησε τον Αργύρη.
Στον τρίτο την Ελένη.
Στον τέταρτο χρόνο βρήκαν τη μάνα της νεκρή στο αμπέλι. Εγκεφαλικό είπαν οι γιατροί στην πόλη που την πήγαν με το αγροτικό του Σταθόγιαννη. Η Ελευθερία τα έμαθε από άλλους αυτά κοιτώντας τους στα μάτια με αγωνία. Την έθαψε.
Στον πέμπτο χρόνο ο Θοδωρής είχε πουλήσει ότι είχε και δεν είχε η Ελευθερία και έφυγε από το χωριό.
Στον έβδομο χρόνο η Ελευθερία ζούσε από την ελάχιστη καλοσύνη του μικρού χωριού.

Το σπίτι το αγόρασε ο Ανάπηρος. Και αν δεν έμπαινε η γυναίκα του στη μέση, που πήγαινε για ψυχή, θα την είχε διώξει την Ελευθερία με τα παιδιά της από εκεί.  Οι γέροντες του χωριού αντίκριζαν τώρα τους καρπούς της Ελευθερίας, τον Αργύρη και την Ελένη, να περιφέρονται άσκοπα στην πλατεία, βρώμικα, τρισάθλια και σαλέμενα. Δεν μιλούσαν, έβγαζαν μόνο περίεργους ήχους και κραυγές και αν ήσουν προσεκτικός, ανάμεσά τους διέκρινες ελάχιστες λέξεις όπως "μαα.....να", "ναιιι....", "έι.....εεεεεε". Κάθονταν ανακούρκουδα στο τσιμέντο, χειμώνα, καλοκαίρι, συνήθως ξυπόλητα, κοιτάζονταν το ένα με το άλλο και έμοιαζε λες και επικοινωνούσαν με τα μάτια ή με ένα ολόδικό τους ξεχωριστό τρόπο. Έμπηγαν τις φωνές ή απλά γελούσαν και όταν ο θόρυβος που έκαναν τάραζε τις φούσκες του ελληνικού στον καφενέ, έβγαινε ο Βλάχος και τα διαολόστελνε, να πάνε σπίτι τους, στη μάνα τους. 

Ο παπάς έστειλε μήνυμα στην Ελευθερία να πηγαίνουν τα παιδιά στην Εκκλησία να βγει ο διάολος από μέσα τους.
Ο Ανάπηρος ήθελε το σπίτι και απεργαζόταν τρόπους να τους διώξει χωρίς να τα χαλάσει με τη γυναίκα του.
Οι γειτόνισες της Ελευθερίας κουνούσαν το κεφάλι με κατανόηση για τα "'έρμα τα παιδιά" και κρατούσαν τη μύτη τους σαν περνούσαν έξω από το δίπατο, λόγω της βρώμας που αναδυόταν από κάθε πόρο του σπιτιού.
Στο χωριό έφτασε για πρώτη φορά δάσκαλος.

Ο δάσκαλος, μερικούς μήνες μετά, κάλεσε το Υγειονομικό της Νομαρχίας. Και κοινωνικούς λειτουργούς. Ανθρώπους ήρεμους, από την πεδιάδα, που μύριζαν κολώνια και είχαν περιποιημένα νύχια και δόντια. Κυρίες ντυμένες με ρούχα που είχαν χρώμα διαφορετικό από το μαύρο, το καφέ και το γκρι. Η πλατεία απέκτησε ξανά το ενδιαφέρον που της έλειπε χρόνια τώρα. Ο Βλάχος, που στο μεταξύ είχε και γίνει και πρόεδρος της Κοινότητας, προίστατο των συζητήσεων, προβάλλοντας το κύρος που του έδινε η τοπική εξουσία.
Ήρθαν και ξαναήρθαν. Η Ελευθερία τους έβλεπε από το παράθυρο, κρυμμένη καλά μην την δουν. Τα παιδιά της απιθωμένα στο πλάι της, με τα βρώμικα χέρια της πάνω τους, να τα κρατάει σφιχτά και να μετράει τις σιωπηλές ανάσες τους. ΑΥΤΟΙ μιλούσαν για παιδιά της. Το' ξερε, το' νοιωθε. Το άκουσε και κάπου και το επιβεβαίωσε. ΑΥΤΟΙ ήθελαν τα παιδιά της.Κοιτούσαν προς το σπίτι της, κουνούσαν τα χέρια τους προς εκεί, την έδειχναν, λες να την έβλεπαν μέσα απ' τους τοίχους; Τραβήχτηκε πιο πέρα κρατώντας τα παιδιά ακόμα πιο σφιχτά. Ο Αργύρης με τα βρώμικα δάχτυλά του στο στόμα και με τα σάλια του να κυλάνε στο πηγούνι του έκρωξε ένα "μναααα...", ένα σιγανό "μνααα...", τον πόνο ενός πληγωμένου ζώου που αναζητά παρηγοριά στο γεννήτορά του.
-Σσσσσσσσσσσ, τον αποπήρε. Η Ελένη είχε αποκοιμηθεί στα γόνατά της.

Εκείνο το βράδυ η Ελευθερία δεν κοιμήθηκε. Για πρώτη φορά στη ζωή της, άκουγε λέξεις μέσα στο μυαλό της, τόσες πολλές λέξεις που και η ίδια δεν τις ήξερε. Και τρόμαξε από τη φωνή τους που της χτυπούσαν τα μηνίγγια, την έκαναν να πιάνει το κεφάλι της, να τραβάει τις τρίχες της και να της ξεριζώνει. Σιωπηλά.
"Είναι ανάπηρα. Και η μάνα. Τους παράτησε. Μέθυσος. Βρωμιά, βρωμιά, βρωμιά. Για πνίξιμο είναι (η φωνή του Ανάπηρου). Δεν μπορεί να τα μεγαλώσει. Ανάπηρα. Αμαρτίες τέκνον μου, αμαρτίες (η φωνή του παπά). Μέσα στα σκατά ζούνε. Χα! Σαλεμένα. Χα χα χα. Η μάνα δεν τα μαζεύει. Δεν είναι μάνα. Μα είναι ντροπή για το χωριό. Δεν μιλάμε γιατί είμαστε καλοί. Πεινάνε. Δεν ξέρω τι τρώνε. Δεν τρώνε. Βρωμιά. Ανάπηρα. Σαλεμένα. Η μάνα φταίει. Αστυνομία!"
Την επόμενη μέρα οι κοινωνικοί λειτουργοί επέστρεψαν. Δύο. Συν δύο του Υγειονομικού. Συν δύο αστυνομικοί. Βρήκαν τον Βλάχο, τον παπά, τον Ανάπηρο, συζήτησαν μαζί τους για λίγο και κίνησαν για το δίπατο.
Δεν βρήκαν κανέναν.

Βρήκαν τα κορμιά τους στο ποτάμι, πλυμένα από το νερό, καθαρά, τρεις μέρες μετά.



Σχόλια

  1. Eίναι από τα διηγήματα που θέλω να διαβάσω για 2η και 3η φορά.
    Στην πρώτη ανάγνωση μου δημιούργησε μια αίσθηση ασφυξίας, αγωνίας, μια άρρωστη γυναίκα έρμαιο στα χέρια των αρπακτικών.
    Είναι οικεία η ιστορία σου, ζωντανή, η Ελευθερία έζησε ... ζει αναμεσά μας, την δείχνουμε με το δάχτυλο, μουρμουράμε πίσω από την πλάτη της ... αλλά δεν κάνουμε τίποτα για να την βοηθήσουμε !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική η νέα σου ιστορία! Η απόδοση των εικόνων ζωντανή, σαν να βλάπω μπροστά μου όλους τους πρωταγωνιστές! Μπράβο, αγαπημένε Ray.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σκοτώνει η άγνοια και η αναλγησία των ανθρώπων...
    Σκοτώνει η αμάθεια και η παγωμένη καρδιά που στρέφεται μόνο στο εγώ...
    Απορώ πως μιλάμε για πολιτισμένους ανθρώπους πολλές φορές.
    Όχι δεν απορώ...γελάω πικρά...
    Στο σύνολό μας, δυστυχώς, κτήνη είμαστε!

    Εξαιρετικό κείμενο, με κινηματογραφική ροή και υπέροχη μουσική αγαπητέ Αρμάντ! αν και δεν μπορώ τις ιστορίες με παιδιά που πλήττονται από...οτιδήποτε...
    καλή σου ημέρα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σείριε κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Ψάχνουμε την ανθρωπιά με το φανάρι...

      Διαγραφή
  4. Τι τέλεια ιστορία!

    Δεν έχω κανένα κοινό, αλλά ο πεθερός μου, όσο ζούσε μου είχε διηγηθεί αρκετές τέτοιες ιστορίες που δεν ξέρω, μέσα από τα χρόνια που τις θυμόταν, αν ήταν πέρα για πέρα αληθινές ή ήταν θρύλοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αθηνά σας διαβεβαιώ πως η συγκεκριμένη ιστορία έχει μεγάλη δόση αλήθειας μέσα της...

      Διαγραφή
  5. ο άνθρωπος λένε είναι ζώον κοινωνικό..
    όχι - ποιος άνθρωπος; ο κοινωνικός άνθρωπος..
    ο σύγχρονος άνθρωπος και η μετάλλαξή του
    κατά το πρόσφατο εξεταζόμενο παρελθόν...
    γονιδιακός εκσυχρονισμός που δεν στέφεται απαραιτήτως με επιτυχία σε όλα τα άτομα του είδους
    αφύσικο δεν είναι τίποτα
    όχι πάντως αυτό...
    αυτό μου ήρθε να πω τώρα
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλημέρα και σε σας αγαπητή μου! Αφύσικο δεν είναι τίποτα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...