Σταρ (Θάλεια)

Η Θάλεια κατέβηκε από το τρόλεϊ φορώντας μια καμπαρντίνα σε πετρόλ χρώμα, σκούρα, καφέ γυαλιά ηλίου και καπέλο που παρέπεμπε σε ηρωίδα μυθιστορήματος του μεσοπολέμου. Οι μπούκλες της, ακόμα ακμαίες, ακόμα ξανθές, ξεχύνονταν από το γιακά που έκλεινε ασφυκτικά στο ύψος του λαιμού, εμποδίζοντας τις ακτίνες του Απριλιάτικου ήλιου να χαιδέψουν τον ψηλό λαιμό και τα στήθη που καλύπτονταν από μια εκρού, ακρυλική μπλούζα.
Ανηφόρισε προς το Κολωνάκι, περπατώντας σταθερά και με μια μεγαλοπρέπεια την οποία αντιλαμβανόταν μόνο η ίδια, καθώς για χρόνια συνήθιζε να κινείται έτσι στις σκιές του κόσμου που την περιέβαλε. Οι άνθρωποι την προσπερνούσαν, δύο τη σκούντηξαν κατά λάθος (ο ένας ψέλλισε συγγνώμη, ο άλλος όχι), ωστόσο η Θάλεια συνέχισε την ανηφορική της πορεία χωρίς να ξεστρατίσει ούτε βήμα στα δεξιά ή αριστερά από την ευθεία που ακολουθούσε.
Έφτασε στην είσοδο ενός προσεγμένου νεοκλασικού και εκεί σταμάτησε για λίγο, μετρώντας τις ανάσες της. Ύψωσε το βλέμμα, ψηλαφίζοντας με τα μάτια από την πόρτα ως τη στέγη το κτίριο και μπήκε μέσα.  Ανέβηκε μερικά σκαλιά και κοντοστάθηκε σε ένα μεγάλο χολ στη μέση του οποίου ήταν στημένος ένας καμβάς, μόνο που δεν στήριζε κάποιο ζωγραφικό έργο αλλά μια αφίσα που παρέπεμπε στο "Θεατρολογικό Συνέδριο" το οποίο διεξαγόταν ήδη από την προηγούμενη μέρα στους φιλόξενους χώρους του κτιρίου.
Η Θάλεια ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα του νεοκλασικού και βρέθηκε στον πρώτο όροφο, εκεί που την περίμενε μια ακόμα μεγαλύτερη αφίσα, ένα γραφείο υποδοχής και δύο νεαρές γυναίκες οι οποίες συζητούσαν ή καλύτερα διαφωνούσαν για τη σκηνοθετική προσέγγιση ενός ξένου δημιουργού πάνω σε μια παράσταση αρχαίου δράματος.
Τις πλησίασε, στάθηκε σε απόσταση αναπνοής από το γραφείο και περίμενε να της απευθύνουν το λόγο. Η μία από τις νεαρές γυναίκες αντιλήφθηκε την παρουσία της, της χάρισε ένα υπέροχο χαμόγελο και αφού την καλημέρισε, την ενημέρωσε πως έπρεπε να εγγραφεί αν ήθελε να παρακολουθήσει τις συζητήσεις της ημέρας.
Η Θάλεια έβγαλε τα γυαλιά της και τα γαλάζια μάτια της, ξεπλυμένα ελαφρώς από το χρόνο, θέλησαν να βρεθούν μέσα στο μυαλό της κοπέλας, να της μεταφέρουν εικόνες και ήχους, χρόνια και σκέψεις, χειροκροτήματα και ανθισμένα μπουκέτα στην αγκαλιά της, πρωτοσέλιδα και εξώφυλλα, λάμψη και μοναξιά. Την εικόνα ενός τρόλει που σταματά σε ένα μίζερο δρόμο του Παγκρατίου και περιμένει μια γυναίκα με καμπαρντίνα σε χρώμα πετρόλ να ανέβει, την εικόνα ενός τρόλει που σταματά σε ένα μίζερο δρόμο του Παγκρατίου και περιμένει μια γυναίκα με καμπαρντίνα σε χρώμα πετρόλ να κατέβει, να ανοίξει την πόρτα μιας παλιάς πολυκατοικίας σε χρώμα πετρόλ, να στριμωχτεί στο στενό ασανσέρ που θα αγκομαχήσει μέχρι να φτάσει στον τέταρτο όροφο και μετά η εικόνα ενός διαμερίσματος 47 τετραγωνικών μέτρων γεμάτο φωτογραφίες και σημειώσεις στους τοίχους, σελίδες εφημερίδων που γέρασαν και κιτρίνισαν πια, ένα παλιό καναπέ, μια πολυθρόνα, ένα μπουφέ, ένα μικρό τραπέζι σαλονιού με σπασμένο τζάμι και μια τζαμόπορτα που βγάζει σε ένα μικρό μπαλκόνι, ένα μικρό θεωρείο με θέα στο ακάλυπτο θέατρο των φωνών και των εικόνων από τα διαμερίσματα τριών πολυκατοικιών που  συναντιούνται εκεί.
- Είμαι η Θάλεια Μακρή, λέει στην κοπέλα. Ο τόνος της ακούγεται ικανοποιητικός στα αυτιά της, ευθύς και συγκεκριμένος, όπως τη δίδαξε ο δάσκαλος να το κάνει, κάπου, κάπως, κάποτε, με απέριττο συναίσθημα και δωρική χροιά.
- Καλώς ήλθατε. Είμαι η Έλενα. Πρέπει να συμπληρώσουμε αυτή τη φόρμα...
- Είμαι η Θάλεια Μακρή, ξαναλέει δυνατότερα αυτή τη φορά, με περίσσια αυστηρότητα, σφίγγοντας τα χείλη της, δίνοντάς τους το πορφυρό του πόνου. Η Επίδαυρος σιωπηλή την παρατηρεί να απαγγέλει. - Έχετε το όνομά μου στο συνέδριο, δύο καθηγητές Πανεπιστημίου θα μιλήσουν για την παράσταση που έδωσα το 1976 και που....
Η νεαρή κοπέλα στέκεται και την κοιτάζει στα μάτια. Ακούει τους φθόγγους, το μυαλό της ανιχνεύει τις λέξεις αλλά δεν τις αναγνωρίζει. Κοιτά αυτό το ξεπλυμένο γαλάζιο και βλέπει το τρόλεϊ, το μίζερο δρόμο - πολυκατοικία - διαμέρισμα, τα εξώφυλλα των περιοδικών, μυρίζει τα άνθη, τ' αυτιά της την πονάνε από τα χειροκροτήματα και τις ιαχές θριάμβου, γεύεται τη δόξα και τη φήμη...
-... θα περίμενα μια καλύτερη αντιμετώπιση από μέρους σας. Ο κύριος Πανταζόπουλος είναι εδώ;
- Συγγνώμη κυρία Μακρή, δεν σας αναγνώρισα. Όχι, ο κύριος Πανταζόπουλος θα έρθει αργότερα.
- Θέλω ένα καφέ. - Θέλω να γίνω ηθοποιός.
Οι φράσεις ειπώθηκαν ταυτόχρονα, συγκρούστηκαν στον αέρα και τα συντρίμμια τους πέφτουν άηχα στο καλογυαλισμένο πάτωμα. Η κοπέλα σκύβει να τα μαζέψει με πρόσωπο κατακόκκινο, το χρώμα της ντροπής και του θάρρους. Τακτοποιεί τα προγράμματα του συνεδρίου και με χαμηλή φωνή ενημερώνει την κυρία Μακρή ότι ο καφές θα δοθεί στο διάλειμμα, σε δύο ώρες από τώρα. Σηκώνει το κεφάλι και αντικρίζει την πλάτη της γυναίκας που στεκόταν εμπρός της, καθώς εκείνη μπαίνει στην αίθουσα του συνεδρίου. Την ακολουθεί.
Η αίθουσα είναι σχεδόν γεμάτη και στο πάνελ τρεις φιγούρες αναλύουν ένα θέμα μάλλον βαρετό, αν αναλογιστεί κανείς πως το πρώτο συναίσθημα που έρχεται να σου συστηθεί στην είσοδο, είναι η συγκεκαλυμμένη αδιαφορία. Αυτή του ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται μ' ένα αδιόρατο χαμόγελο πλήξης κι εγκράτειας. 
Η νεαρή κοπέλα βλέπει τη Θάλεια Μακρή να κάθεται σε μια καρέκλα της τελευταίας σειράς και να σταυρώνει τα πόδια της. Πλησιάζει και κάθεται στη διπλανή καρέκλα. Για ένα λεπτό της ώρα δεν κοιτάζονται, ούτε μιλάει η μία στην άλλη. Ακούγεται μόνο η φωνή του ομιλητή, εκνευριστικά αργή και ξέπνοη.
- Συγγνώμη. Δεν σας αναγνώρισα πριν.
- Δεν ήσουν υποχρεωμένη. Είσαι πολύ νέα.
- Θα έπρεπε. Θέλω να γίνω ηθοποιός. Θα έπρεπε να σας γνωρίσω.
- Θέλεις. Θα έπρεπε. Δεν ξέρω. Περιμένω τον κύριο Πανταζόπουλο, γι' αυτό είμαι εδώ.
- Έχετε καιρό να εμφανιστείτε κάπου...
- Είμαι ηθοποιός. Ένα λόγος έπαρσης και συμπόνιας ταυτόχρονα. - Δεν είμαι φάντασμα.
- Θέλω τόσα πολλά να σας ρωτήσω. Να σας πω.
- Δεν έχω χρόνο. Ξόδεψα το χρόνο μου και τώρα τον πενθώ. Φαίνεται ή όχι;
- Κυρία Μακρή...
- Είμαι απογοητευμένη ξέρεις. Αλλά όχι αποθαρρυμένη. Άλλο να είσαι απογοητευμένος και άλλο να στέκεσαι εκεί, στη μέση της σκηνής χωρίς κουράγιο. Η σκηνή χρειάζεται κουράγιο.
- ....
Γυρίζει και την κοιτάζει. Το γαλάζιο των ματιών της μιλάει τώρα.
- Δεν θέλω ρεαλισμό. Θέλω μαγεία.
Η κοπέλα παίρνει θάρρος.
- Έχετε παίξει τη Μπλανς Ντυμπουά;
Αναστενάζει.
- Έχω παίξει πολλούς ρόλους. Αλλά με δαιμονίζει εκείνος που δεν έπαιξα ποτέ.
- Δηλαδή;
- Θα ήθελα για μια φορά στη ζωή μου, να παίξω αυτό που είμαι. Πριν πεθάνω πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο, για μια φορά έστω, η Θάλεια Μακρή να παίξει τη Θάλεια Μακρή.
- Δεν σας καταλαβαίνω.
- Θέλεις να γίνεις ηθοποιός. Λογικό είναι να μην καταλαβαίνεις. Δεν είσαι ακόμα. Δεν ξέρεις αν θα γίνεις.
- Κυρία Μακρή σας θαυμάζω. Ειλικρινά.
- Αλλά δεν με αναγνώρισες.
- Βοηθήσατε και σεις λίγο. Αυτή η μυστικοπάθεια στο ντύσιμο.
Γυρίζει και την κοιτάζει ξανά. Πάει να πει κάτι μα το μετανιώνει.
- Δεν αναζητάς τη μαγεία. Θες την πραγματικότητα στα μέτρα σου. Δεν μπορείς να γίνεις αυτό που ονειρεύεσαι.
- Τ.. τι;
- Μείνε γραμματέας. Βρες ένα καλό αγόρι, αν δεν το έχεις κάνει ήδη, παντρέψου τον, κάνε παιδιά μαζί του. Ζήσε τη ζωή σου όπως εκατομμύρια άλλες γυναίκες σε αυτό τον κόσμο.
- Γιατί μου το λέτε αυτό;
- Γιατί έτσι είναι.
Η κοπέλα βάζει τα κλάματα και φεύγει από δίπλα της, βγαίνει έξω από την αίθουσα. 

Η Θάλεια Μακρή αφήνει το νεοκλασικό και κατεβαίνει προς τη στάση του τρόλεϊ αφού συναντήθηκε με τον κύριο Πανταζόπουλο για όχι περισσότερο από τρία λεπτά. Η Έλενα τους έβλεπε με την άκρη του ματιού της, σ' ένα από τα διαλείμματα του συνεδρίου. Της έκανε εντύπωση το γεγονός πως η Θάλεια Μακρή δεν έμεινε να ακούσει την ομιλία στην οποία θα γινόταν αναφορά στην παράστασή της. Πριν φύγει, την είδε να ρίχνει μια τελευταία ματιά προς το μέρος της. Ως εκεί.
Μπαίνει στο τρόλεϊ, κάθεται δίπλα σε έναν ασιάτη και σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Παγκράτι, στέκεται ακίνητη, σαν πορσελάνινη κούκλα που απρόσεχτα την τοποθέτησαν κάπου και επαφίεται στους νόμους της φυσικής η αρτιμέλειά της μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.
Στο διαμέρισμα των κίτρινων σελίδων σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου, σχηματίζει έναν αριθμό και περιμένει να της απαντήσουν. Κάποιος το κάνει.
- Κύριε Θεοδωρίδη. Είμαι η γραμματέας της κυρίας Μακρή. Θα σας βάλει ένα ενοίκιο αύριο.
Ομιλία.
- Γνωρίζουμε το χρέος κύριε Θεοδωρίδη. Και το αποδεχόμαστε. Απλά αντιλαμβάνεστε πως λόγω της κρίσης...
Έντονη ομιλία.
- Κύριε Θεοδωρίδη είναι περιττά όλα αυτά τώρα και το ξέρετε. Δεν θα μεταφέρω τίποτα απ΄ όσα λέτε στην κυρία Μακρή γιατί θα ήταν απρεπές εκ μέρους μου να εκμεταλλευθώ μια αδύναμη - πλην δικαιολογημένη το τονίζω - αντίδρασή σας.
Ακόμα πιο έντονη ομιλία.
- Θα πληρωθείτε. Η κυρία Μακρή έκλεισε έναν σπουδαίο ρόλο σήμερα. Θα τα διαβάσετε στις εφημερίδες. Θα πληρωθείτε και με το παραπάνω σας διαβεβαιώ.
Κλικ.
Κλικ.

Κρατάει στα χέρια της ένα μπιλιετάκι. Το έβγαλε από ένα φάκελο που είχε στην τσάντα της. Έχει το όνομά της πάνω. Το μπιλιετάκι είναι κρεμ με μαύρη μπροσούρα στο περιθώριο. Από κάτω με καλλιγραφικά γράμματα, "Λεωνίδας Πανταζόπουλος τηλ.......". Γραμμένη με στυλό διαρκείας η φράση, "Με εκτίμηση".
Και 300 ευρώ. Το ενοίκιο ενός μηνός. 


 

  

Σχόλια

  1. Συγκινητικό...
    Δεν ξέρω αλλά με πόνεσε περισσότερο η ψυχολογική παρά η πρακτική πλευρά του θέματος...
    Πάντα είχα την απορία πως αισθάνονται οι άνθρωποι αυτοί όταν τα φώτα της ράμπας σβήνουν...
    Σε ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπώ το πετρόλ...
    Εκτιμώ όσους αντιμετωπίζουν τα οποιαδήποτε προβλήματά τους με αξιοπρέπεια και-γιατί όχι-και με μια δόση υπεροψίας.
    Μου άρεσε πολύ η ιστορία της Θάλειας Μακρή.

    Και τώρα κουτσομπολιό: Έχω μια θεία η οποία ήταν ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο. Είχε υποδυθεί και την Μπλανς Ντυμπουά. Αλλά ευτυχώς ο Θεός είναι μεγάλος και έδωσε και γνώρισε τον θείο μου και τον παντρεύτηκε και έκανε παιδιά και γλίτωσε το θέατρο! Όχι όμως και το σόι μας!!!

    Σας ασπάζομαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ξεκινώ από το τέλος και ομοίως σας ασπάζομαι. Πλέον το παραδέχομαι. Δεν μπορώ να φανταστώ κείμενό μου χωρίς σχόλιό σας!!!!

      Διαγραφή
  3. Δεν θέλω ρεαλισμό. Θέλω μαγεία !
    Θα μείνω σε αυτό .
    Βαρέθηκα τον ρεαλισμό,
    τον μπούχτισα εδώ και χρόνια λέγοντας μέσα μου…
    Σε όποιον αρέσει !

    Μια ιστορία που θα την διάβαζα ξανά και ξανά,
    μια γυναίκα που ακόμα και όταν κατεβαίνει από
    το βάθρο της το κάνει με Style!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. τριαντάφυλλα σε σήψη...
    η μυρωδιά τους...
    ναι, αυτό γεννήθηκε πρώτο μέσα μου διαβάζοντας.
    πρωταρχικό και ανεπεξέργαστο αλλά...έχει και αυτό την όποια αξία του...

    καλό μεσημέρι αγαπητέ Αρμάντ!!!

    Υ.Γ. η προηγούμενη ιστορία μου άρεσε πολύ! ήθελα και άλλο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για το σχόλιο Σείριε.. Άνθρωποι σαν την Εριφύλη Σείριε δεν έχουν να πουν πολλά. Μοιάζουν με επαναστάτες χωρίς αιτία. Έχουν δρόμο μπροστά τους.

      Διαγραφή
  5. Μια γλυκόπικρη γεύση, μια ξεπεσμένη "αριστοκράτισσα". Τελικά τι έχει αξία στη ζωή; Κρίμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αξία στη ζωή έχουν οι πανέμορφες μέρες που περνάς εσχάτως λατρεμένε! Αυτές να κρατάς!!!!

      Διαγραφή
  6. Η εικόνα της μελαγχολίας και των αναμνήσεων της πρωταγωνίστριας έχει ποτίσει το κείμενο και το κάνει εξαιρετικό. Αγαπητε Ρειμόντ έχετε μεγάλη ικανότητα να μας μεταφέρετε τις εικόνες και να τις φτιάχνουμε στο μυαλό μας. Και μανία με τη λεπτομέρεια. Επίσης, δεν θα μπορούσε να μένει πουθενά αλλού εκτός από το Παγκράτι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Η μελαγχολία και οι αναμνησεις μιας ζωής έχουν διαπεράσει το κείμενο και μας μεταφέρονται εξαιρετικά. Αγαπητέ Ρειμόντ έχετε καταπληκτική ικανότητα να μας μεταφέρετε τις εικόνες, καθώς και εμμονή στη λεπτομέρεια. Επίσης, δεν θα μπορούσα να την φανταστώ να μένει κάπου αλλού εκτός από το Παγκράτι....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...