Χειροκροτήματα (Αντιγόνη)

- Στο Σύνταγμα θα βρεθούμε. Έχει ωραίο ήλιο σήμερα. Θέλω να μαζέψω ήλιο. Να κάνω φωτοσύνθεση.

Στη Λία, δύσκολα λέει κανείς όχι. Έχει τον τρόπο της να παίρνει το "ναι" ως απάντηση, να το προκαλεί όταν σου μιλάει. Το τρίτο ραντεβού μας είχε ήδη αναβληθεί δύο φορές για λόγους μόνο η ίδια γνώριζε, μία εκ των οποίων όταν ήμουν ήδη στο σημείο συνάντησης απολαμβάνοντας ένα καφέ. Δεν είχα κρύψει τον εκνευρισμό μου τότε, λέγοντάς της πως θα μπορούσε να με ειδοποιήσει νωρίτερα.
- Να μην σκας με πράγματα που γίνονται, μου είχε απαντήσει. Και να είσαι ευγνώμων. Πίνεις το καφεδάκι σου χαλαρά χάρη σε μένα. Αντί να γκρινιάζεις κοίτα να φλερτάρεις. Θα σε απαλλάξει από κάθε είδος μίρλας που σε διακατέχει αυτή τη στιγμή.
- Πας καλά;
- Πάω με την όπισθεν τώρα που σου μιλάω γιατί ένας μαλάκας έχει κλείσει το δρόμο και θέλω να ξαναβγώ στη λεωφόρο. Όπως αντιλαμβάνεσαι είμαι σε χειρότερη θέση από σένα που κάθεσαι αναπαυτικά αυτή την ώρα και απολαμβάνεις τον καφέ σου.
- Ορίστε;
- Θινκ Πόσιτιβ.
Κλικ.

Πως γνώρισα τη Λία Καραμανδάνη;  Ήταν Άνοιξη, αυτό το θυμάμαι καλά. Και είχα ένα θέμα φωτιά στα χέρια μου. Για τα δικά μου δεδομένα τουλάχιστον ήταν. Αποκλειστική πρόσβαση στο αρχείο ενός από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του αρχαίου θεάτρου που πέρασαν από αυτόν τον τόπο. Εκείνη την περίοδο συνεργαζόμουν μ' ένα περιοδικό που θα το χαρακτήριζες "κουλτουριάρικο". Εγώ πάλι είχα μεγάλη ανάγκη τα χρήματα που πρόσφερε, βασιζόμενο στις υψηλές πωλήσεις του, πριν οι Έλληνες αφήσουν πίσω το διάλειμμα της κουλτούρας που απ' ότι φαίνεται έκαναν εκείνη την περίοδο και επιστρέψουν στα ξέκωλα και στο λάιφ στάιλ της Μυκόνου. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής ψάχτηκα και για πήδημα εκεί μέσα, καταπατώντας το μότο που λέει, "ποτέ σχέση στον εργασιακό χώρο" αλλά ατύχησα. Οι τύπισσες ήταν για τα μπάζα κυριολεκτικά και η μοναδική που άξιζε να ασχοληθεί κανείς μαζί της, αποδείχθηκε λεσβία.
Γνώρισα τη Αντιγόνη Βαρνέζη ένα βράδυ του Απρίλη που η μυρωδιά από τα ανθισμένα λουλούδια της Γλυφάδας σε έφερνε στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Η Αντιγόνη Βαρνέζη ήταν κόρη του Θεμιστοκλή Βαρνέζη, του ανθρώπου που σύμφωνα με όσα είχα ακούσει, ήταν υπεύθυνος για την αναβίωση του αρχαίου δράματος στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα.  Μια γυναίκα γύρω στα 50, που εκείνο το βράδυ (και κάθε άλλο βράδυ) φορούσε την έπαρση που είχε υφάνει περίτεχνα ο πατέρας της μέσα από το έργο του.
- Αγάπη μου, θέλω να το προσέξεις το αρχείο. Δεν το έχουν δει άλλα δημοσιογραφικά μάτια μέχρι σήμερα.
Ξεστόμισε τα λόγια απίστευτα γρήγορα, κοιτάζοντας ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά λες και περίμενε να δει κάποιον ή και κανέναν και ενώ κατέβαζε με γενναίες γουλιές το ντακίρι φράουλα.
Η Αντιγόνη ήταν τζαζ. Γυναίκα ορχήστρα με αφηρημένους ήχους, ασύνδετους μεταξύ τους, τουλάχιστον φαινομενικά, οι οποίοι κατέληγαν στο σχηματισμό μιας ιδιόμορφης μελωδίας που ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντέξουν για παραπάνω από πέντε λεπτά.  Μιλούσε κουνώντας τα χέρια της πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, κοίταζε εσένα, τα ρούχα σου, το ποτό της, γύρω της, άνοιγε το κινητό της, το έκλεινε, πεταγόταν από το ένα θέμα στο άλλο, είχε άποψη σχεδόν για όλα, έμοιαζε με αφρισμένο ποτάμι που είχε μόλις σπάσει το φράγμα των κορμών που το συγκρατούσε και σε τύλιγε ολόκληρο, σε κατέβαζε στο βυθό του και την ίδια ώρα σε πετούσε ψηλά μαζί με τις σταγόνες που έβραζαν στην επιφάνειά του.
Για χάρη του αφιερώματος στο περιοδικό, επισκέφτηκα το σπίτι της για περισσότερες από πέντε φορές. Ένα παλιό σπίτι στο οποίο είχε γεννηθεί, ζήσει και πεθάνει ο Θεμιστοκλής Βαρνέζης και που τώρα έπνεε τα λοίσθια καθώς η Αντιγόνη δεν είχε λεφτά να το φτιάξει. Η μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι του μεγάλου σκηνοθέτη ο οποίος όργωσε τον κόσμο, τα στάδια, τα θέατρα και έκανε τις μεγαλύτερες εφημερίδες παγκόσμια να του αφιερώνουν δισέλιδα και σαλόνια, ήταν ταπί. Και ψύχραιμη.
Την πρώτη φορά που χτύπησα το κουδούνι της, την πόρτα άνοιξε ο Εχιόγκου. Ένας μαύρος υπηρέτης - μπάτλερ, δίχως λιβρέα αλλά με τζιν και μακό μπλουζάκι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
- Γιες;
- Την κυρία Βαρνέζη. Έχω ραντεβού μαζί της.
- Α γιες. Δε τζούρναλιστ. Καμ ιν μπράδερ!
Οι ρίζες του Εχιόγκου χάνονταν κάπου στο Καμερούν. Το πως βρέθηκε στην υπηρεσία της Αντιγόνης Βαρνέζη δεν το κατάλαβα ποτέ. Για τον Εχιόγκου όμως έχω να πω ότι έκανε τα καλύτερα τοστ με αυγό, μαγιονέζα, ντομάτα και ζαμπόν. Εξαιρετικά γευστικά. Του το είχα τονίσει μάλιστα στις επισκέψεις που ακολούθησαν, διερωτώμενος ΠΩΣ ακριβώς τα έκανε τόσο νόστιμα. Μου είχε χαμογελάσει μ' ένα τρόπο που θα μπορούσε να έχει δύο ερμηνείες. Α. Καταλαβαίνω ότι είσαι ευγενικός αλλά δεν ξέρω τι εννοείς λέγοντας ΠΩΣ τα κάνω και Β. Είμαι ευγενικός γιατί είσαι ευγενικός αλλά πίστεψέ, δεν θέλεις να ξέρεις τι βάζω και τα κάνω τόσο νόστιμα...
Η πρόσβασή μου στο αρχείο του μεγάλου σκηνοθέτη είχε το αντίτιμό της. Άκουγα με τις ώρες την Αντιγόνη Βαρνέζη να δίνει τις συναυλίες της αποκλειστικά για τα δικά μου αυτιά. Με το ύφος της αριστοκράτισσας (που δεν ήταν), η οποία αρνείται να δεχθεί ότι έχει ξεπέσει και πως αν υπάρχει ένα ενδιαφέρον γι' αυτήν δεν είναι επειδή το προκάλεσε η ίδια αλλά καθαρά χάρη στο γεγονός πως ήταν η κόρη κάποιου σπουδαίου άνδρα χρόνια πριν. Εκεί άρχιζε και τελείωνε ο ρόλος της. Καθισμένη στη μπερζέρα του πατέρα της, ανάμεσα σε απίστευτα και μοναδικά κειμήλια (από την πίπα του έως την ευχαριστήρια επιστολή του αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον Ο Ν Ο Μ Α Σ Τ Ι Κ Α προς τον Θεμιστοκλή Βαρνέζη για την παράσταση του Οιδίποδα στην Ουάσιγκτον), η Αντιγόνη Βαρνέζη αναπολούσε και μιλούσε για τα περασμένα μεγαλεία. Όνειρό της αποτελούσε η δημιουργία ενός ιδρύματος αφιερωμένο στον πατέρα της, του οποίου φυσικά θα ήταν πρόεδρος.
Ο Εχιόγκου μπήκε στο δωμάτιο μασουλώντας κάτι, φορώντας φόρμα, μπλουζάκι των Λέικερς και κοραλί σαγιονάρα.
- Μάνταμ, άι γουίλ μέικ φασολάντα τουνάιτ.
- Κάνε ότι θες μαύρε.
- Μπράδερ, γουιλ γιου στέι φορ ντίνερ;
- Νόου Εχιόγκου, θενκς. Φασολάντα ιζ νοτ μάι τάιπ οβ φουντ λέιτ ατ νάιτ.
- Σέιμ. Γιου φαρκ ολ νάιτ λονγκ γιου νόου. Ιτ κλινς γιορ ινσάιντ. Ολ οφ ιτ.
- Θενκ γιου Εχιόγκου. Αι θινκ αι λ πας.....
- ΟΚ. Κούνησε τους ώμους αδιάφορα και έσυρε τις κοραλί σαγιονάρες του στην κουζίνα ξανά. 

Δυό βράδια αργότερα, η Αντιγόνη Βαρνέζη με γνώριζε στην Ζηνοβία Μαυρομμάτη - Στάινερ και στη Λία Καραμανδάνη. Η πρώτη ήταν παντρεμένη και χωρισμένη με τον Αλφρέδο Βίλχελμ Στάινερ, έναν αυστιακογερμανομαγυάρο ευγενή, ξακουστό μπον βιβέρ των έιτις και η δεύτερη... η δεύτερη ήταν η Λία. Εσχάτως χωρισμένη από το δεύτερο σύζυγό της, τον ξακουστό γυναικολόγο Ιωσήφ Ζησιμάτο. Όπως αντιλαμβάνεστε, με τέτοιο καστ, οι τύποι μας καληνύχτισαν νωρίς.
- ...Έπρεπε να το καταλάβω νωρίτερα γαμώ το κέρατό μου.
- Χρυσό μου, τι πέρασες και συ. Η Αντιγόνη είχε σκύψει στο πλευρό της Λίας και της χάιδευε τα χέρια.
- Στην αρχή νόμιζα ότι είχε πάθει ανοσία στα μουνιά. Με τόσα που έβλεπε κάθε μέρα. Μπορείς να το πάθεις... Ή όχι;
- Για!
Η βραχνή φωνή της Ζηνοβίας Στάινερ ακούστηκε από την άλλη πλευρά του σαλονιού. Είχε πάρει αγκαλιά ένα μπουκάλι λικέρ Εολικί και δοκίμαζε τις αντοχές της.
- Αγάπη μου, περασμένα ξεχασμένα, σχολίασε η Αντιγόνη κοιτάζοντας εμένα που κάπνιζα χωρίς να μιλάω, παρατηρώντας τις τρεις γυναίκες, τρεις τζαζ ορχήστρες στο ίδιο δωμάτιο. Αλοίμονο αν άρχιζαν να παίζουν όλες μαζί!
Ο Ιωσήφ Ζησιμάτος, όπως έμαθα αργότερα, δεν αποδείχθηκε και ιδιαίτερα φανατικός άντρας. Όχι πως δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκες, απλά από ένα σημείο και μετά την έβρισκε να πηγαίνει μόνο με άντρες. Κάπως έτσι τον βρήκε καβάλα η Λία και αφού του μετέτρεψε το γραφείο σε κοιλάδα Μπεκάα, τον τράβηξε γυμνό με το κινητό της (από κοντά και τον εραστή του) - εντάξει όχι εντελώς γυμνό, μισοντυμένο και μερικές μέρες μετά του ζήτησε 200.000 ευρώ  για να μην "χάσει" τις φωτό από το κινητό της. 
Τα πήρε.
Όπως και το διαζύγιο.
Και τώρα έκλαιγε τη μοίρα της.
Ήταν λίγο καιρό πριν η Λία Καραμανδάνη αρχίσει να ασχολείται με νεαρούς επιβήτορες.

Εκείνο το βράδυ η Λία Καραμανδάνη πήρε το χέρι μου στο χέρι της και διάβασε τη γραμμή της ζωής μου. Μέχρι στιγμής και έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, έχει πέσει μέσα. Την καλύτερα ατάκα την άφησε για το τέλος.

- Εμείς οι δύο αγόρι, έχουμε να πούμε πολλά. Αν μπορείς να γράφεις για τη ζωή του Θεμιστοκλή Βαρνέζη, μπορείς να γράψεις και για τη δική μου!

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού με τίτλο "Χειροκροτήματα".
Πληρώθηκα καλά.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...