Κάθε φορά, πρώτη φορά (Εύα)
Έγειρε προς το μέρος του δειλά, σαν να ήταν η πρώτη φορά που απίθωνε το κορμί της στο πλευρό ενός άντρα. Ήταν σαν ν' άκουσε τη σκέψη του να της ψιθυρίζει, "μα κάθε φορά είναι η πρώτη φορά γλυκιά μου. Μια ξεχωριστή φορά". Εκείνος την άφησε να ηρεμήσει, να βολευτεί, να συνηθίσει το ξένο, να πάρει το χρόνο της και τη θέση που της άρμοζε. Κάπνιζε σιωπηλά.
Τις μύχιες σκέψεις του μυαλού της ούτε η ίδια τις γνώριζε εκείνη την ώρα. Ήξερε μόνο πως όλο αυτό ήταν παράξενο αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο ήθελε να το δοκιμάσει. Εξάλλου τι είναι η ζωή αν δεν γεύεσαι και τις πιο περίεργες γεύσεις που σου προσφέρει; Στο μυαλό της αναβόσβηναν φλας, η πορεία μιας σταρ στο κόκκινο χαλί, μια λαμπερή σισύφεια πορεία. Γέλασε με τη σκέψη που έκανε. Λαμπερή σισύφεια πορεία. Μόνο το μυαλό της θα μπορούσε να το σκεφτεί αυτό!
Τα σύννεφα έξω απ' το παράθυρο, καθώς έτρεχαν στον ουρανό, είχαν ένα υποκίτρινο, άρρωστο θαρρείς χρώμα. Και παρ' όλο που λίγο πριν είχαν στάξει τη χολή που μόλυνε την αγνότητά τους δεν είχαν καθαρίσει. "Φωτορύπανση είναι", της εξήγησε ήρεμα όταν ρώτησε γιατί είναι έτσι ο ουρανός. Δεν είχε ξανακούσει τη λέξη.
Άρχιζε να νοιώθει πιο άνετα εκεί, με το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι και με το μαξιλάρι να στηρίζεται στο πόδι του. Είχε κουλουριαστεί σαν γάτα που απολαμβάνει το μεσημεριανό ήλιο πάνω στο πεζούλι. Όταν το χέρι του δειλά άγγιξε τη μέση της, ένοιωσε πως ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη την ώρα. Ένα χέρι τρυφερό και όχι άγριο, ιερό και ελάχιστα βέβηλο, όσο μπορεί να αντέξει μια γυναίκα που δεν την έχει ξαναγγίξει. Το χέρι πήρε και εκείνο το δικό του χρόνο να συνηθίσει την αφή της, να μετρήσει τις αντιδράσεις της. Και σαν αυτό έγινε, άρχιζε να ταξιδεύει πάνω από τη μπλούζα της, χαιδεύοντάς την απαλά. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια.
"Ξέρεις...μπορώ να το κάνω καλύτερα".
"Μέσα από τη μπλούζα μου εννοείς, να με χουφτώσεις", του αποκρίθηκε παίζοντας τη θιγμένη. Την ίδια ώρα όμως σκεφτόταν πόσο θα της άρεσε να βάλει το χέρι πάνω στο δέρμα της, χωρίς την παρουσία υφάσματος ανάμεσά τους. Αυτή η σκέψη την πανικόβαλε ελαφρά... "πρώτη φορά, ξαπλωμένη στο πόδι του, το χέρι του εκεί, ΩΣ ΕΚΕΙ!". Σήκωσε ελάχιστα τη μπλούζα της πάνω από το παντελόνι, και σχηματίστηκε ένα μελένιο κανάλι που γυάλιζε στο ημίφως. Την άγγιξε αμέσως και ένοιωσε τη θερμότητα που εξέπεμπε το χέρι του.
Τότε μόνο αντιλήφθηκε τη μουσική που ακουγόταν, συνειδητοποιώντας πως το τραγούδι αυτό της άρεσε αλλά δεν ήξερε ποιο είναι... Τον ρώτησε.
Ένοιωσε τον ψίθυρό του να διαπερνά τα κεχριμπαρένια της μαλλιά και να φτάνει στο αυτί της, ερωτικά και αθώα ταυτόχρονα... "Jane Birkin, La Pleine Lune"... Οι φθόγγοι χάθηκαν αμέσως σχεδόν την ώρα που ειπώθηκαν. Ήταν σαν να άκουσε την ηχώ του ψιθύρου του. Δεν την ένοιαζε καν. Της έφτανε που ο ψίθυρος έκανε ηχώ στο αυτί της σαν γαργαλητό ανέμου κάποιο φθινοπωρινό απόγευμα.
Το τραγούδι συνέχισε και τα δάχτυλά του έπαιζαν πιάνο στη μέση της. Τα ένοιωσε αέρινα να ζωγραφίζουν δαχτυλίδια στο κορμί της. Δαχτυλίδια; Μόνο; Ήταν λες και η μέση της έγινε καμβάς ζωγραφικής στα χέρια ενός ενθουσιασμένου καλλιτέχνη. Σαν κάποιος να της σχεδίαζε τις γραμμές εκείνες που πάνω τους τρέχει ο κόσμος. Ποιος κόσμος; Δεν υπάρχει κόσμος, ώρα, χρόνος, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο η μουσική και τα δάχτυλά στο κορμί της...
"Το δέρμα σου, μετάξι", της είπε φιλώντας την τρυφερά στα μαλλιά.
...
...Έκλεισε τη δρύινη πόρτα αδιάφορα σαν μπήκε στο διαμέρισμά της. Πέταξε τα ρούχα της στο λευκό δερμάτινο καναπέ. Στο τραπέζι του σαλονιού αντίκρισε το λάπτοπ της. Για δευτερόλεπτα. Δεν το άνοιξε εκείνο το βράδυ. Χώθηκε στα μαύρα σεντόνια του κρεβατιού της και έκλεισε τα μάτια.
Τις μύχιες σκέψεις του μυαλού της ούτε η ίδια τις γνώριζε εκείνη την ώρα. Ήξερε μόνο πως όλο αυτό ήταν παράξενο αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο ήθελε να το δοκιμάσει. Εξάλλου τι είναι η ζωή αν δεν γεύεσαι και τις πιο περίεργες γεύσεις που σου προσφέρει; Στο μυαλό της αναβόσβηναν φλας, η πορεία μιας σταρ στο κόκκινο χαλί, μια λαμπερή σισύφεια πορεία. Γέλασε με τη σκέψη που έκανε. Λαμπερή σισύφεια πορεία. Μόνο το μυαλό της θα μπορούσε να το σκεφτεί αυτό!
Τα σύννεφα έξω απ' το παράθυρο, καθώς έτρεχαν στον ουρανό, είχαν ένα υποκίτρινο, άρρωστο θαρρείς χρώμα. Και παρ' όλο που λίγο πριν είχαν στάξει τη χολή που μόλυνε την αγνότητά τους δεν είχαν καθαρίσει. "Φωτορύπανση είναι", της εξήγησε ήρεμα όταν ρώτησε γιατί είναι έτσι ο ουρανός. Δεν είχε ξανακούσει τη λέξη.
Άρχιζε να νοιώθει πιο άνετα εκεί, με το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι και με το μαξιλάρι να στηρίζεται στο πόδι του. Είχε κουλουριαστεί σαν γάτα που απολαμβάνει το μεσημεριανό ήλιο πάνω στο πεζούλι. Όταν το χέρι του δειλά άγγιξε τη μέση της, ένοιωσε πως ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη την ώρα. Ένα χέρι τρυφερό και όχι άγριο, ιερό και ελάχιστα βέβηλο, όσο μπορεί να αντέξει μια γυναίκα που δεν την έχει ξαναγγίξει. Το χέρι πήρε και εκείνο το δικό του χρόνο να συνηθίσει την αφή της, να μετρήσει τις αντιδράσεις της. Και σαν αυτό έγινε, άρχιζε να ταξιδεύει πάνω από τη μπλούζα της, χαιδεύοντάς την απαλά. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια.
"Ξέρεις...μπορώ να το κάνω καλύτερα".
"Μέσα από τη μπλούζα μου εννοείς, να με χουφτώσεις", του αποκρίθηκε παίζοντας τη θιγμένη. Την ίδια ώρα όμως σκεφτόταν πόσο θα της άρεσε να βάλει το χέρι πάνω στο δέρμα της, χωρίς την παρουσία υφάσματος ανάμεσά τους. Αυτή η σκέψη την πανικόβαλε ελαφρά... "πρώτη φορά, ξαπλωμένη στο πόδι του, το χέρι του εκεί, ΩΣ ΕΚΕΙ!". Σήκωσε ελάχιστα τη μπλούζα της πάνω από το παντελόνι, και σχηματίστηκε ένα μελένιο κανάλι που γυάλιζε στο ημίφως. Την άγγιξε αμέσως και ένοιωσε τη θερμότητα που εξέπεμπε το χέρι του.
Τότε μόνο αντιλήφθηκε τη μουσική που ακουγόταν, συνειδητοποιώντας πως το τραγούδι αυτό της άρεσε αλλά δεν ήξερε ποιο είναι... Τον ρώτησε.
Ένοιωσε τον ψίθυρό του να διαπερνά τα κεχριμπαρένια της μαλλιά και να φτάνει στο αυτί της, ερωτικά και αθώα ταυτόχρονα... "Jane Birkin, La Pleine Lune"... Οι φθόγγοι χάθηκαν αμέσως σχεδόν την ώρα που ειπώθηκαν. Ήταν σαν να άκουσε την ηχώ του ψιθύρου του. Δεν την ένοιαζε καν. Της έφτανε που ο ψίθυρος έκανε ηχώ στο αυτί της σαν γαργαλητό ανέμου κάποιο φθινοπωρινό απόγευμα.
Το τραγούδι συνέχισε και τα δάχτυλά του έπαιζαν πιάνο στη μέση της. Τα ένοιωσε αέρινα να ζωγραφίζουν δαχτυλίδια στο κορμί της. Δαχτυλίδια; Μόνο; Ήταν λες και η μέση της έγινε καμβάς ζωγραφικής στα χέρια ενός ενθουσιασμένου καλλιτέχνη. Σαν κάποιος να της σχεδίαζε τις γραμμές εκείνες που πάνω τους τρέχει ο κόσμος. Ποιος κόσμος; Δεν υπάρχει κόσμος, ώρα, χρόνος, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο η μουσική και τα δάχτυλά στο κορμί της...
"Το δέρμα σου, μετάξι", της είπε φιλώντας την τρυφερά στα μαλλιά.
...
...Έκλεισε τη δρύινη πόρτα αδιάφορα σαν μπήκε στο διαμέρισμά της. Πέταξε τα ρούχα της στο λευκό δερμάτινο καναπέ. Στο τραπέζι του σαλονιού αντίκρισε το λάπτοπ της. Για δευτερόλεπτα. Δεν το άνοιξε εκείνο το βράδυ. Χώθηκε στα μαύρα σεντόνια του κρεβατιού της και έκλεισε τα μάτια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου