Τρεις Γυναίκες

Στο δωμάτιο βρίσκονται τέσσερις γυναίκες. Οι τρεις μας ενδιαφέρουν. Τη δική τους ιστορία θα πούμε και μάλιστα, όχι ολόκληρη. Μια υποψία της μόνο. Τρεις ζωές δεν μπορούν να περιοριστούν σε μια ιστορία. Και αν το κάνουν η ιστορία θα είναι μεγάλη.
Όπως μεγάλη είναι και η μία εκ των γυναικών που είναι ξαπλωμένη, με τις κουβέρτες τραβηγμένες ψηλά, σχεδόν της καλύπτουν το πρόσωπο. Είναι τόσο ήρεμη που αν ένα παρατηρητικό μάτι δεν έβλεπε το τραβηγμένο, κάτω από την κουβέρτα σεντόνι, να θροίζει στο ύψος της μύτης, θα μπορούσε να την περάσει για νεκρή. Έχει κλειστά μάτια.
Δίπλα στο κρεβάτι, βρίσκεται ένα άσπρο, πλαστικό τραπέζι με ασορτί καρέκλες, δύο τον αριθμό, από εκείνα τα σετάκια που πουλούν τα καλοκαίρια οι τσιγγάνοι. Η δεύτερη γυναίκα που πρέπει να κοντοζυγώνει τα 70 κάθεται σε μια από τις καρέκλες η οποία λόγω του υπερβολικού βάρους έχει ανοίξει τα πόδια της σαν κουτάβι που δεν έχει μάθει ακόμα να περπατάει. Είναι πιθανόν, μέχρι το τέλος της ιστορίας, η καρέκλα να σπάσει και η κυρία να βρεθεί κάτω, με κίνδυνο να χτυπήσει βεβαίως, όσο και αν την προστατεύει το λίπος της. Θα δούμε.
Πιο πέρα, στην πόρτα του δωματίου που είναι ανοιχτή και βλέπει σε κάποιο είδος κήπου (λίγο γκαζόν, ένα πεύκο, κανένα λουλούδι), η τρίτη γυναίκα, εκεί γύρω στα 40, έχει ανάψει τσιγάρο και φυσάει το καπνό προς τα έξω.
Για να είμαι συνεπής μαζί σας, η τέταρτη γυναίκα βρίσκεται επίσης ξαπλωμένη, στην άλλη άκρη του δωματίου με την πλάτη γυρισμένη στις άλλες τρεις. Δείχνει να κοιμάται.
Όλο αυτό μοιάζει με σκηνικό θεάτρου, με τους ηθοποιούς στημένους από πριν στις θέσεις τους να περιμένουν το τρίτο κουδούνι προκειμένου να αρχίσουν να υποδύονται τους ρόλους τους. Πρόγραμμα δεν υπάρχει, καθώς σκηνοθέτης και σεναριογράφος εδώ είναι η ίδια η ζωή. Οι γυναίκες - ηθοποιοί γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά των ρόλων τους, ωστόσο η ατάκα αποτελεί θέμα καθαρής έμπνευσης της στιγμής. Και για να σας τις γνωρίσω, στο κρεβάτι είναι ξαπλωμένη η Γιαγιά, στην καρέκλα που στενάζει κάθεται η Μητέρα και εκείνη που καπνίζει όρθια είναι η Κόρη.

- Να τελειώνουμε, πρέπει να φύγεις και συ, έχεις δουλειά.
- Εντάξει ρε μάνα. Θα φύγω, να δούμε τι θα γίνει πρώτα. Έπρεπε να τα έχεις κανονίσει καλύτερα πάντως.
- Δεν φταίω εγώ.  Τους είπα ότι θα την πάρουμε μαζί μας. Τα χαρτιά, έπρεπε να είναι ήδη έτοιμα.
- Κι εγώ σου είπα ότι χρειαζόμαστε ασθενοφόρο για να πάμε τη γιαγιά στο σπίτι. Είναι μεγάλη, δεν μετακινείται εύκολα, είσαι μεγάλη, δεν κουνιέσαι εύκολα, θα φτύσω αίμα σήμερα.
- Μη γκρινιάζεις παιδί μου.

Η Μητέρα παίρνει το στυλ της καρέκλας που την αντέχει. Ένα κουταβίσιο ύφος που παραπέμπει σε παράπονο ελέω μαλώματος. Η Κόρη το αντιλαμβάνεται, ψιθυρίζει ένα "ω ρε πούστη μου τώρα" και της γυρίζει την πλάτη μισοβγαίνοντας από την πόρτα με τη δικαιολογία του τσιγάρου στο χέρι. Αφού παρατηρεί για λίγο το χιονόνερο που πέφτει σποραδικά έξω και το σούρουπο που έρχεται μέσα σε μια επιθανάτια σιωπή, ψυχοπλακώνεται επαρκώς, πετάει το τσιγάρο και επιστρέφει στο δωμάτιο, όντας διατεθειμένη να κάνει άλλη μια προσπάθεια. Η υπόθεση είναι δύσκολη και μέχρι να τελειώσει, απαιτείται η μέγιστη ηρεμία. Χλωμό. Αλλά θα δείξει...
Πηγαίνει στην τσάντα της και βγάζει από μέσα μια σοκολάτα με γέμιση λικέρ κεράσι. Από εκείνες που τις δαγκώνεις και λιώνεις. Σκίζει το περιτύλιγμα, κόβει ένα μικρό κομμάτι με τα δάχτυλα και το βάζει στο στόμα. Σχεδόν αμέσως αισθάνεται καλύτερα και το κυριότερο, το λικέρ κεράσι της παρέχει μια εσωτερική θερμότητα που την έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή. Έτσι και αλλιώς εξωτερικά είναι ξυλιασμένη.
- Κλείσε την πόρτα. Φεύγει η θερμότητα από το καλοριφέρ, λέει η Μητέρα με το ίδιο ανήσυχο - παραπονεμένο κουταβίσιο ύφος.
Κλείνει τα μάτια για δευτερόλεπτα, κλείνει και την πόρτα, επιστρέφει στο τραπέζι και προσφέρει στη Μητέρα σοκολάτα.
- Ιιι. Χριστός και Παναγία. Κάνω δίαιτα παιδί μου, δεν το ξέρεις; αρνείται εκείνη αναζητώντας παράλληλα τον έπαινο της Κόρης που αποφάσισε να χάσει καμιά 35αριά περιττά κιλά.
Η Κόρη δεν σχολιάζει, αφήνει τη σοκολάτα στο τραπέζι και πλησιάζει τη Γιαγιά που κοιμάται. Στέκεται στο προσκέφαλό της και την παρατηρεί. Σε λίγο έχει χαθεί σε αναμνήσεις, την ώρα που η Μητέρα στο φόντο της κόβει ένα κομμάτι σοκολάτα και το βάζει στο στόμα.

"Να φας σκατά! Σκατιάρικο!" Η αγαπημένη έκφραση μαλώματος - αγανάκτησης Γιαγιάς προς εγγονή στα χρόνια που προηγήθηκαν και που μοιάζουν πολύ μακρινά πια. Ήταν οι μέρες που οι δύο γυναίκες πίστευαν πως αυτή η μοναδική τους σχέση θα ζει για πάντα και ας γνώριζε η μεγαλύτερη από τις δύο, πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Όταν η ευτυχία σου λέει καλημέρα, μαζί μ' ένα "δόξα σοι ο Θεός και σήμερα" - παρ' όλο που η Γιαγιά ουδέποτε ήταν πραγματικά θρήσκα, η Φύση σου απαγορεύει να μιζεριάζεις και να σκέφτεσαι το κάποιο τέλος της. Κάποιο. Κάποια στιγμή. Κάποτε. Θα γίνει. Ναι. Αλλά όχι τώρα.
Το Κάποτε έγινε Τώρα. Και η Ευτυχία ντύθηκε Μελαγχολία. Και η εγγονή αρνείται να δεχτεί το τέλος που έρχεται γιατί κανείς δεν της έμαθε πως να το κάνει.
Χαιδεύει τα μεταξένια μαλλιά τώρα. Και η Γιαγιά σαν ν' αντιλαμβάνεται το χάδι παίρνει μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο, νοιώθοντας όχι το πρόσωπο αλλά την αύρα του. Είναι κάποιος εδώ που μ' αγαπάει σκέφτεται, ανάμεσα στο λήθαργο και στ' όνειρο, ανάμεσα στην όποια προφητεία η παραλογισμό μπορεί να αναμοχλεύει τώρα το σχεδόν αιωνόβιο μυαλό της. Τόσος χρόνος. Τόσα πρόσωπα. Τόση αγάπη. Και πίκρα. Μια ζωή ολάκερη. Και όμως, ήρθε, έμεινε και τώρα φεύγει όπως μια στιγμή στο χρόνο. Σαν μια αστραπή που διέσχισε το στερέωμα και που η βροντή της ήταν ο κρότος που υποδήλωνε το "γεννήθηκα και έζησα". Μα τώρα είναι λες και ο χρόνος έχει παγώσει και κινείται σε απίστευτα αργούς ρυθμούς, περιμένοντας την αστραπή να σβήσει.

- Να πάω να ρωτήσω; Γιατί αργούν;
- Φαντάζομαι θα μας ειδοποιήσουν ρε Μάνα.
- Έπρεπε να έχουμε τελειώσει τώρα.
- Όταν είναι να τα πάρουν, τα κανονίζουν όλα στο άψε σβήσε. Τώρα που θα χάσουν το χιλιάρικο κάθε μήνα, θυμήθηκαν τη γραφειοκρατία.
- Πρέπει να πάρουμε όμως και γυναίκα στο σπίτι. Δεν μπορώ μονάχη μου. Έχω τις δουλειές μου.
- Μάνα σου είναι.
- Και τι μ' αυτό; Είμαι άρρωστη γυναίκα. Ο πατέρας σου έχει καταπέσει. Ποιος θα τη φροντίζει; Μήπως θα έρθεις να βοηθήσεις εσύ;
- Το ξέρεις ότι δεν μπορώ.
- Ε τότε λοιπόν τι μου λες; Ποτέ δεν μπορείς εσύ. Ούτε η αδελφή σου μπορεί. Εγώ το τραβάω το κουπί μια ζωή και τ' ακούω και απ' όλους σας. Πάντα εγώ φταίω για όλα!
- Μην αρχίζεις!
Ένα κομμάτι σοκολάτας ακόμα, έκανε τη Μητέρα να σταματήσει. Η Κόρη συνέχισε να χαιδεύει τη Γιαγιά της.

- Δεν θέλω να τη βλέπω! Ίδια ο πατέρας της! Μοχθηρή!!!
- Ρε Γιαγιά μην θυμώνεις τώρα. Δεν θα έρθει. Θα πάνε για Χριστούγεννα στην αδελφή μου.
- Στα τσακίδια και ακόμα παραπέρα!
- Γιαγιά!
- Πουλάκι μου, συμπάθα με. Είμαι κακιά... Αυτή με έκανε. Δεν είναι παιδί μου αυτή. Είναι ο πατέρας της που την άφησε στο πόδι του να με βασανίζει. Εσύ καρδούλα μου. Εσύ είσαι το παιδί μου. Ψυχούλα μου πες μου ότι εσύ δεν θα με παρατήσεις ποτέ. ΔΕΝ ΤΗ ΘΕΛΩ!
- Εντάξει γιαγιά, ηρέμησε. Δεν θα έρθει, θα της το πω.
"Αλήθεια", αναρωτήθηκε η Κόρη. "Έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από τότε. Πως φτάσαμε ως εδώ;"

- Να μου κάνεις τη χάρη!
- ΕΣΥ να μου κάνεις τη χάρη!
- Είναι δικά ΜΟΥ!
- Είναι της γιαγιάς. Και από τη στιγμή που δεν έχει πεθάνει, δεν έχεις δικαίωμα να τα πάρεις!
- Γιαγιά και εγγονή κάνατε κόμμα; Αμ δεν με ξέρετε καλά εμένα!
- Σου είπα άφησέ τα!!!
- ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ ΕΣΥ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ! ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΑΥΤΆ!
- ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!
- ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ!
- Όχι αυτές τις φωτογραφίες. Άστες! Θα γυρίσει από τις διακοπές και θα καταλάβει ότι λείπουν.
- Η γιαγιά σου δεν θυμάται τίποτα. Σιγά μην της λείψουν!
- ΑΦΗΣΕ ΤΑ!
Χαστούκι. Ένα χρόνο πριν.

Η πόρτα άνοιξε και στο δωμάτιο μπήκε μια γυναίκα κρατώντας ένα φάκελο. Πλησίασε στο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα, ανοίγοντας το φάκελο, χωρίς να δώσει κάποια ουσιαστική σημασία στις γυναίκες που περίμεναν από αυτή κάτι. Έβγαλε από το φάκελο δύο έγγραφα και χωρίς να κοιτάζει τη Μητέρα είπε:
- Θα μου υπογράψετε εδώ για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Φοβάμαι όμως πως πρέπει να σας τονίσω για ακόμα μια φορά πως η Μητέρα σας έχει ανάγκη από παρακολούθηση. Ειδική φροντίδα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε πραγματικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
- Η Γιαγιά δεν έχει τίποτα. Μόνο τα χρόνια της, πετάχτηκε η Κόρη από το προσκέφαλο.
- Τι θέλετε να πείτε; ρώτησε η Μητέρα αγνοώντας την Κόρη.
- Εννοώ πως είναι μια δύσκολη περίπτωση. Εδώ έχει γιατρό που την παρακολουθεί συνέχεια, το προσωπικό είναι εκπαιδευμένο να περιποιείται γέροντες, το φαγητό είναι καλό, η καθαριότητά μας φημισμένη. Δεν θα βρείτε πουθενά αλλού όπως εδώ. Και το φαγητό βέβαια. Το ξέρετε πως έχει χοληστερίνη; Το έδειξαν οι τελευταίες εξετάσεις. Χρειάζεται ειδική διατροφή για την οποία δεν σας επιβαρύνουμε στην τιμή.
- Προς Θεού, και τι έγινε αν έχει χοληστερίνη; ξέσπασε η Κόρη! Έλεος. Λέτε να την πειράζει σε αυτή την ηλικία ή φοβάστε μήπως και φράξουν οι αρτηρίες της ΤΩΡΑ;;;
- Εγώ όφειλα να σας ενημερώσω, αποκρίθηκε η γυναίκα μιλώντας ξανά προς τη Μητέρα. Και αν είναι το θέμα στην τιμή, στη μηνιαία καταβολή, είμαι σίγουρη πως ο ξενώνας μας μπορεί να κάνει κάτι να σας διευκολύνει.
- Δηλαδή; ρώτησε η Μητέρα σκύβοντας προς το μέρος της γυναίκας, κάνοντας τα πόδια της καρέκλας να λυγίσουν επικίνδυνα και να διαμαρτυρηθούν έντονα.
- Δεν έχει δηλαδή. Τα έχουμε πει αυτά, είπε η Κόρη που άφησε το προσκέφαλο και πλησίασε το τραπέζι. Είστε πάρα πολύ ακριβοί και λόγω της κρίσης δεν μπορούμε να δίνουμε πια αυτά τα χρήματα στον ξενώνα σας.
Για πρώτη φορά η γυναίκα έδειξε ένα ίχνος κατανόησης . "Η αλήθεια είναι ότι αρκετοί είναι εκείνοι που επιλέγουν αυτό το καιρό να παίρνουν ξανά τους γέροντες μαζί τους στο σπίτι. Χρειάζονται τη σύνταξη. Αντιλαμβάνεστε. Είναι πολλοί οι άνεργοι, οι μειώσεις μισθών. Εξοικονομούν κάποια χρήματα έτσι. Συνήθως όμως οι γέροντες δεν αντέχουν ξέρετε. Έχουν συνηθίσει την περιποίηση εδώ, τους ρυθμούς, το προσωπικό τους νοιάζεται, είμαστε οι ΔΙΚΟΙ τους άνθρωποι... Το σπίτι τους φαίνεται ξένο."
- Λέτε να μπορεί να γίνει κάτι καλύτερο στην τιμή; την σταμάτησε η Μητέρα.
- Δεν υπάρχει περίπτωση. Ξέχνα το μαμά. Είπαμε!
- Να μου κάνεις τη χάρη! Το κουταβίσιο πρόσωπο θύμιζε ξαφνικά μπουλντογκ έτοιμο να δαγκώσει.
Η Κόρη επέστρεψε στο προσκέφαλο της Γιαγιάς. Άκουσε τη Μητέρα της να παραπονιέται σε μιαν άγνωστη για τα σημερινά παιδιά που δεν σέβονται τίποτα, που δεν ξέρουν πως βγαίνουν τα χρήματα, που ο άντρας της έχει καταπέσει και πως εκείνη παλαιότερα έκανε τρία ταξίδια ετησίως στο εξωτερικό και τώρα λόγω της γενικότερης κατάστασης τα έχει περιορίσει σε ένα και αν, για το γεγονός ότι...

- ... Χρυσό μου...
Η Γιαγιά ψιθύρισε ξέπνοα σηκώνοντας με κόπο το χέρι στην εγγονή.
- Γιαγιά μου! Το πρόσωπο της εγγονής φωτίστηκε και έσκυψε πάνω στη γηραιά κυρία που τη μεγάλωσε, την ξεσκάτισε, τη μάλωσε, την έπαιξε, που μοιράστηκε τη ζωή μαζί της.
- Παντρεύτηκες; Δεν μου' πες...
Η γιαγιά και στο γάμο της κόρης ήταν και τον άντρα της λάτρευε και τους αγαπούσε και τους δύο πολύ αλλά δεν θυμόταν τίποτα.
- Ναι γιαγιά. Παντρεύτηκα!
Η Γιαγιά έσφιξε τα μάτια χαρούμενα χαμογελώντας. Έπιασε το χέρι του σπλάχνου της και το έφερε στο στόμα φιλώντας το απαλά.
- Να τον προσέχεις τον άντρα σου καλό μου. Όχι σαν την άλλη που του ψήνει το ψάρι στα χείλη.
- Τον προσέχω γιαγιά. Τα δάκρυα κυλούσαν ήδη ποτάμια από τα μάτια της εγγονής.
- Αχ καλό μου παιδί, μουρμούρισε η γιαγιά κρατώντας σφιχτά το χέρι της εγγονής της, με μια πρωτόγνωρη, για την ηλικία της και κατάστασή της, δύναμη.
- Και παιδί να κάνετε! Και να το μεγαλώσεις με αγάπη, όπως εγώ εσένα!
Η Κόρη έσκυψε τα φιλήσει τα χέρια της γιαγιάς της και τα μούσκεψε με τα δάκρυά της. Η Μητέρα πιο πέρα παραπονιόταν για την πολιτική κατάσταση στη χώρα, την ανεργία, τους μισθούς, τα ταξίδια. Μόλις συγχύστηκε αρκετά, έφαγε άλλο ένα κομμάτι σοκολάτα. Ήταν το τελευταίο.

Η Γιαγιά δεν επέστρεψε στο σπίτι τελικά. Η Μητέρα κατάφερε να πετύχει μια "γενναία" - όπως τη χαρακτήρισε - μείωση στο κόστος στην οποία μπορούσε να ανταποκριθεί "αξιοπρεπώς", σύμφωνα με δήλωσή της.
Η Κόρη επέστρεψε στο άδειο σπίτι της. Έκτοτε επισκέφτηκε ελάχιστες φορές τη Γιαγιά η οποία είχε πάψει πια να την αναγνωρίζει. Την αύρα της διαισθανόταν μόνο και της χαμογελούσε. Δεν θυμόταν πως αυτή η γυναίκα ήταν η εγγονή της.
Η Μητέρα ακόμα παραπονιέται για τη γενικότερη κατάσταση, για τις κόρες της που δεν τη σκέφτονται όσο θα έπρεπε, για τον άνδρα της που έχει καταπέσει. Βρίσκεται μόνιμα πια σε δίαιτα. Στα κρυφά μόνο που και που, τρώει ένα κομμάτι σοκολάτα.



Σχόλια

  1. Η ιστορία σας πάλι έκανε το θαύμα της.
    Προκάλεσε συναισθήματα.
    Θλίψης αυτή τη φορά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σκοτώνουμε τη μαμά ;
    Θεατρικό…Πριν χρόνια… Εκεί με πήγε η ιστορία σας αυτή την φορά …
    «Μέσα σε κάθε γυναίκα ζει ένα κοριτσάκι.
    Και μέσα σε κάθε κοριτσάκι ζει μια μαμά.
    Όχι…δύο.
    Η μαμά που τη γέννησε και η μαμά που θα γίνει.
    ‘Οχι. Τρείς.
    Η μαμά της μαμάς που τη γέννησε,
    η μαμά που τη γέννησε
    και η μαμά που θα γίνει…»
    Και πάει λέγοντας προς τα πίσω…
    Ο τίτλος… Έχει και αυτός την σημασία του φυσικά!

    Μα η μουσική σας Αρμάντ… συμπύκνωσε τελικά όλο το συναίσθημα που απορρέει από την ιστορία σας…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτή η ιστορία μου άρεσε σίγουρα περισσότερο από κάθε άλλη,
    απλή, ρεαλιστικά συνασθηματική, με εξαιρετική αμεσότητα στην αφήγηση!!!

    πράγματι είχα την αίσθηση θεατρικής αφήγησης προτού αναφερθεί στο κείμενο.. ένα μονόπρακτο που εκτυλίσσεται πράγματι μπροστά στα μάτια του αναγνώστη! - με μια παρένθεση παρελθόντων αναμνήσεων που όμως δεν παρεμβάλει επί της ουσίας στη ροή αλλά αντίθετα τρέφει ακόμα περισσότερο την φαντασία του!

    η δε παραστατικότητά σου όταν η πλαστική καρέκλα άνοιξε τα πόδια σαν κουτάβι που δεν έχει μάθει ακόμα να περπατάει, κυριολεκτικά έκλεψε τους.. προβολείς ;)

    Γενικότερα, αυτή η τεχνιτή αντικειμενικότητα, η απόσταση που φαινομενικά τηρήθηκε, είναι αυτή που χάρισε στην ιστορία και σπιρτάδα (πολύ σημαντική) και την αξύμωρη αμεσότητα και τελικά συναισθηματική γνησιότητα, αυθεντικότητα!

    ε ναι λοιπόν, μου άρεσε τόσο πολύ! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με συγκίνησες παλιόπαιδο πρωί πρωί, καλά έκανα και ήθελα να έχω χρόνο για να σε διαβάσω. Καλό μήνα σου εύχομαι και επιτυχίες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. * Αθηνά, δεν θέλω να μου θλίβεστε! Παρακαλώ πολύ!

    ** Σείριε, ωραία τα λέτε. Χαίρομαι που σας άρεσε η μουσική.

    *** Φλας αγαπητή, τι ανάλυση ήταν αυτή; Με κάνετε και κοκκινίζω! Ευχαριστώ!

    **** Τρεμένς... με συγκίνησες σήμερα εσύ. Παλιόπαιδο! Άντε!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο άνδρας που... (Λία IV)

Η Τελευταία Μέρα (Δήμητρα)

ΑΛΛΑΓΗ