Both Sides Now... (Εύα)
"...Και τώρα βλέπουμε τα ίδια πράγματα από διαφορετικές πλευρές. Όπως πρέπει. Το ουράνιο τόξο ξέρεις φαίνεται το ίδιο απ΄ όπου και αν το κοιτάξεις. Και δεν έχει σημασία σε ποια πλευρά στέκεσαι. Το παιχνίδι παίζεται στο να είμαστε χώρια. Αγκαλιασμένοι με τη νύχτα και όχι ο ένας με τον άλλον. Για εμάς δεν υπάρχει αγκαλιά να μας ενώσει, σεντόνι να μας σκεπάσει, ανάσα κοινή να μοιραστούμε σαν τα χείλη μας καίγονται το ένα πάνω στο άλλο. Μέσα στο άλλο. Για εμάς δεν υπάρχει..."
- "Τι μελό Χριστέ μου", σκέφτηκε πετώντας το χοντρό βιβλίο στο πάτωμα με μια απότομη κίνηση. Άρχισε να βήχει έντονα. Ένα γουργουρητό στο στήθος, σαν γάτος που είχε μπει εντός της και απολάμβανε τη ζεστασιά των σωθικών της, ακούστηκε στη σιωπή του δωματίου. Έβηξε ξανά, πολλές φορές, ο γάτος ήταν σαν να άλλαζε θέση στο στήθος της.
Πήγε στο σαλόνι και άναψε τσιγάρο. Παραδόξως η πρώτη βαθιά ρουφηξιά άγγιξε τα πνευμόνια της, χωρίς να προκαλέσει τη διαμαρτυρία τους, τη σύσπασή τους. Πήγε στο πικάπ - ναι, είχε ακόμη πικάπ - αμανάτι από ένα παλιό γκόμενο που για ένα διάστημα μοιράστηκαν ένα κοινό όνειρο. Μέχρι να ξημερώσει, το όνειρο είχε χαθεί, μαζί και εκείνος, αλλά είχε μείνει το πικάπ. Και μέσα ένας δίσκος. Σήκωσε χειροκίνητα τη βελόνα, η οποία άφησε ένα μικρό κρακ, αποδεσμεύοντας το χρόνο που την κρατούσε σε αχρησία και την πλησίασε στο βινύλιο...
Αυτές οι γαμημένες οι ψευδαισθήσεις. Η Τζόνι Μίτσελ ήταν η ίδια, χρόνια αργότερα. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τη Τζόνι, την ίδια, τον εαυτό της, μια ασκητική μορφή να κάθεται μόνη σε ένα μπαρ, κάπου στην άκρη της πόλης με αναμμένο τσιγάρο στο χέρι και με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί εμπρός της.
"Είμαι λιμάνι η καράβι τελικά;" αναρωτήθηκε σιωπηλά, καθώς η μελωδία την τύλιγε στοργικά, με έναν μανδύα πρωτόγνωρης ζεστασιάς που κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να της προσφέρει εκείνη την ώρα. Μόνο μια γυναίκα ξέρει να αγκαλιάσει μια γυναίκα.
Ακόμα και αυτή η ερώτηση προς τον εαυτό της, τη σόκαρε. Ποτέ δεν είχε τέτοιες ανησυχίες, ποτέ δεν αναρωτήθηκε τι είναι. Απλά ήταν. Το επίκεντρο ενός μικρού ή μεγάλου κόσμου, δεν είχε σημασία. Ήταν κάτι. Εκείνο που την έμαθαν να είναι, εκείνο που βίωσε η ίδια και αποφάσισε να είναι, λάθος, σωστό, ποιος το ψάχνει τώρα; Ποιος γνωρίζει άλλωστε; Ποιος κρίνει; Ποιος έχει δικαίωμα να κρίνει; Μπάχαλο, σύγχυση, δεν ξέρω τι θέλω. Όλα ήταν ένα σύννεφο μπροστά της και τότε...
η απάντηση της ήρθε από το πικάπ. "I really dont know clouds at all..."
Ναι, αυτή ήταν η ιδανική απάντηση. "Δεν ξέρω τι είμαι..."
Σκληρά λόγια από μια τόσο τρυφερή φωνή. Αλλά και συνάμα τόσο κουρασμένη. Απυηδησμένη από αδιέξοδους έρωτες, τελειωμένες αγάπες, προδοσίες και καθαρές πουστιές. Αλλά πάνω απ' όλα η ανάγκη του να βρεις κάπου να αφεθείς. Απλά να αφεθείς χωρίς να σε νοιάζει τίποτα πια. Να αφεθείς σαν να πεθαίνεις, σαν να ξεκινάς ένα ταξίδι που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει αλλά έχεις την ανάγκη, όσο μετέωρη και αν είσαι, έχεις την ανάγκη να ξέρεις που σε πάει αυτός που οδηγεί. Γιατί διάολε, πόσους έρωτες καμικάζι να αντέξει μια ζωή; Πόσες εθελούσιες πτώσεις στο γκρεμό; Πόσες κραυγές στη νύχτα σαν ξυπνάς στον εφιάλτη;
"Γι' αυτό δεν κοιμάμαι πια...", ψιθύρισε τραβώντας την τελευταία ρουφηξιά από ένα τσιγάρο που είχε σβήσει εδώ και ώρα στα δάχτυλά της.
Τα δάκρυα άρχισαν να μουσκεύουν τα μάτια της και να σχηματίζουν υγρά ρυάκια πάνω στα μάγουλά της. "Δεν ξέρω τι είμαι. Δεν ξέρω τι είναι αγάπη; Δεν γίνεται αυτό. Απλά, δεν γίνεται. Ξέρω τι είναι... Έχω αγαπηθεί και έχω αγαπήσει... ή μήπως ήταν ψευδαίσθηση;"
- "Σκύλα", φώναξε προς το πικάπ και με μια κίνηση βρέθηκε δίπλα του, έβγαλε το δίσκο και σε κλάσματα δευτερολέπτου, τον είχε σπάσει σε τρία κομμάτια πάνω στο γόνατό της. Άρχισε να βήχει και να κλαίει με λυγμούς.
Δεν κράτησε πολύ. Όφειλε να συνέλθει αμέσως και το έκανε. Δεν υπάρχουν αποχαιρετισμοί σε αυτή τη ζωή. Θα είναι ένας και καλός, στο τέλος. Μάζεψε τα κομμάτια από το πάτωμα και πήγε να τα πετάξει στην κουζίνα. Κάτω από το πικάπ, στο σύνθετο, είδε το εξώφυλλο του δίσκου να εξέχει. Η Τζόνι, η ίδια στο εξώφυλλο. Με ένα τσιγάρο στο χέρι και με τη βραχνή φωνή να ξορκίζει πάνω στο βινύλιο τις απορίες του κόσμου. Να τις ξορκίζει με σωκρατική διάθεση. "Δεν ξέρω τίποτα τελικά, όσα και αν έζησα". Το πήρε στα χέρια της και είδε ένα κομμάτι χαρτί να πέφτει στο πάτωμα. Το σήκωσε και διάβασε...
...Άνοιξε το λάπτοπ. Δεν είχε μιλήσει μαζί του καθόλου εκείνη τη μέρα. Πήγε στα εισερχόμενα και ανάμεσα σε πολλά μηνύματα αναγνώρισε τη διεύθυνσή του. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. Και πλέον η Τζόνι δεν ήταν εκεί να τη σκεπάσει. Το άνοιξε. Ένα συνημμένο αρχείο...
- "Τι μελό Χριστέ μου", σκέφτηκε πετώντας το χοντρό βιβλίο στο πάτωμα με μια απότομη κίνηση. Άρχισε να βήχει έντονα. Ένα γουργουρητό στο στήθος, σαν γάτος που είχε μπει εντός της και απολάμβανε τη ζεστασιά των σωθικών της, ακούστηκε στη σιωπή του δωματίου. Έβηξε ξανά, πολλές φορές, ο γάτος ήταν σαν να άλλαζε θέση στο στήθος της.
Πήγε στο σαλόνι και άναψε τσιγάρο. Παραδόξως η πρώτη βαθιά ρουφηξιά άγγιξε τα πνευμόνια της, χωρίς να προκαλέσει τη διαμαρτυρία τους, τη σύσπασή τους. Πήγε στο πικάπ - ναι, είχε ακόμη πικάπ - αμανάτι από ένα παλιό γκόμενο που για ένα διάστημα μοιράστηκαν ένα κοινό όνειρο. Μέχρι να ξημερώσει, το όνειρο είχε χαθεί, μαζί και εκείνος, αλλά είχε μείνει το πικάπ. Και μέσα ένας δίσκος. Σήκωσε χειροκίνητα τη βελόνα, η οποία άφησε ένα μικρό κρακ, αποδεσμεύοντας το χρόνο που την κρατούσε σε αχρησία και την πλησίασε στο βινύλιο...
I've looked at clouds from both sides now,
From up and down, and still somehow
It's cloud illusions i recall.
I really don't know clouds at all.
From up and down, and still somehow
It's cloud illusions i recall.
I really don't know clouds at all.
Αυτές οι γαμημένες οι ψευδαισθήσεις. Η Τζόνι Μίτσελ ήταν η ίδια, χρόνια αργότερα. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τη Τζόνι, την ίδια, τον εαυτό της, μια ασκητική μορφή να κάθεται μόνη σε ένα μπαρ, κάπου στην άκρη της πόλης με αναμμένο τσιγάρο στο χέρι και με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί εμπρός της.
"Είμαι λιμάνι η καράβι τελικά;" αναρωτήθηκε σιωπηλά, καθώς η μελωδία την τύλιγε στοργικά, με έναν μανδύα πρωτόγνωρης ζεστασιάς που κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να της προσφέρει εκείνη την ώρα. Μόνο μια γυναίκα ξέρει να αγκαλιάσει μια γυναίκα.
Ακόμα και αυτή η ερώτηση προς τον εαυτό της, τη σόκαρε. Ποτέ δεν είχε τέτοιες ανησυχίες, ποτέ δεν αναρωτήθηκε τι είναι. Απλά ήταν. Το επίκεντρο ενός μικρού ή μεγάλου κόσμου, δεν είχε σημασία. Ήταν κάτι. Εκείνο που την έμαθαν να είναι, εκείνο που βίωσε η ίδια και αποφάσισε να είναι, λάθος, σωστό, ποιος το ψάχνει τώρα; Ποιος γνωρίζει άλλωστε; Ποιος κρίνει; Ποιος έχει δικαίωμα να κρίνει; Μπάχαλο, σύγχυση, δεν ξέρω τι θέλω. Όλα ήταν ένα σύννεφο μπροστά της και τότε...
η απάντηση της ήρθε από το πικάπ. "I really dont know clouds at all..."
Ναι, αυτή ήταν η ιδανική απάντηση. "Δεν ξέρω τι είμαι..."
As every fairy tale comes real; i've looked at love that way.
But now it's just another show. you leave 'em laughing when you go
And if you care, don't let them know, don't give yourself away.
But now it's just another show. you leave 'em laughing when you go
And if you care, don't let them know, don't give yourself away.
Σκληρά λόγια από μια τόσο τρυφερή φωνή. Αλλά και συνάμα τόσο κουρασμένη. Απυηδησμένη από αδιέξοδους έρωτες, τελειωμένες αγάπες, προδοσίες και καθαρές πουστιές. Αλλά πάνω απ' όλα η ανάγκη του να βρεις κάπου να αφεθείς. Απλά να αφεθείς χωρίς να σε νοιάζει τίποτα πια. Να αφεθείς σαν να πεθαίνεις, σαν να ξεκινάς ένα ταξίδι που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει αλλά έχεις την ανάγκη, όσο μετέωρη και αν είσαι, έχεις την ανάγκη να ξέρεις που σε πάει αυτός που οδηγεί. Γιατί διάολε, πόσους έρωτες καμικάζι να αντέξει μια ζωή; Πόσες εθελούσιες πτώσεις στο γκρεμό; Πόσες κραυγές στη νύχτα σαν ξυπνάς στον εφιάλτη;
"Γι' αυτό δεν κοιμάμαι πια...", ψιθύρισε τραβώντας την τελευταία ρουφηξιά από ένα τσιγάρο που είχε σβήσει εδώ και ώρα στα δάχτυλά της.
I've looked at love from both sides now,
From give and take, and still somehow
It's love's illusions i recall.
I really don't know love at all.
From give and take, and still somehow
It's love's illusions i recall.
I really don't know love at all.
Τα δάκρυα άρχισαν να μουσκεύουν τα μάτια της και να σχηματίζουν υγρά ρυάκια πάνω στα μάγουλά της. "Δεν ξέρω τι είμαι. Δεν ξέρω τι είναι αγάπη; Δεν γίνεται αυτό. Απλά, δεν γίνεται. Ξέρω τι είναι... Έχω αγαπηθεί και έχω αγαπήσει... ή μήπως ήταν ψευδαίσθηση;"
- "Σκύλα", φώναξε προς το πικάπ και με μια κίνηση βρέθηκε δίπλα του, έβγαλε το δίσκο και σε κλάσματα δευτερολέπτου, τον είχε σπάσει σε τρία κομμάτια πάνω στο γόνατό της. Άρχισε να βήχει και να κλαίει με λυγμούς.
Δεν κράτησε πολύ. Όφειλε να συνέλθει αμέσως και το έκανε. Δεν υπάρχουν αποχαιρετισμοί σε αυτή τη ζωή. Θα είναι ένας και καλός, στο τέλος. Μάζεψε τα κομμάτια από το πάτωμα και πήγε να τα πετάξει στην κουζίνα. Κάτω από το πικάπ, στο σύνθετο, είδε το εξώφυλλο του δίσκου να εξέχει. Η Τζόνι, η ίδια στο εξώφυλλο. Με ένα τσιγάρο στο χέρι και με τη βραχνή φωνή να ξορκίζει πάνω στο βινύλιο τις απορίες του κόσμου. Να τις ξορκίζει με σωκρατική διάθεση. "Δεν ξέρω τίποτα τελικά, όσα και αν έζησα". Το πήρε στα χέρια της και είδε ένα κομμάτι χαρτί να πέφτει στο πάτωμα. Το σήκωσε και διάβασε...
I've looked at life from both sides now,
From win and lose, and still somehow
It's life's illusions i recall.
I really don't know life at all.
From win and lose, and still somehow
It's life's illusions i recall.
I really don't know life at all.
...Άνοιξε το λάπτοπ. Δεν είχε μιλήσει μαζί του καθόλου εκείνη τη μέρα. Πήγε στα εισερχόμενα και ανάμεσα σε πολλά μηνύματα αναγνώρισε τη διεύθυνσή του. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. Και πλέον η Τζόνι δεν ήταν εκεί να τη σκεπάσει. Το άνοιξε. Ένα συνημμένο αρχείο...
"...Είμαστε απίστευτα ίδιοι μωρό μου. Μικρά εγκλήματα απ΄όποια πλευρά και αν μας δεις. Καταζητούμενοι από μια ψευδαίσθηση δικαιοσύνης...Μας αρέσει να είμαστε μοιραίοι...
Γι' αυτό σου λέω, μαζί θα καούμε, θα το δεις..."
Αχ............
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι βαχ μην σας πω!
ΔιαγραφήΜόνο μια γυναίκα ξέρει να αγκαλιάσει μια γυναίκα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι σίγουρος πώς ισχύει..... κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Abraxas... Τώρα είδα το σχολιό σας! Γιατί στο δικό σας ποστ που σχολίασα αναρωτιόμουν. Ναι, έτσι είναι!
Διαγραφή