The Inox Lady (Εύα)

...Άνοιξε τη δρύινη πόρτα και μπήκε στο διαμέρισμα. Απενεργοποίησε το συναγερμό και πέταξε κλειδιά και τσάντα στο λευκό δερμάτινο καναπέ. Τίναξε τα πλούσια μαλλιά της και έφερε πίσω τα χέρια της ανάμεσά τους, περνώντας ένα λαστιχάκι που εμφανίστηκε ως δια μαγείας στο χέρι της. Αφηρημένα έβγαλε τις γόβες της και τις άφησε στο χωλ, στο σημείο ακριβώς που τις έβγαλε, δεν τις τακτοποίησε καν. Η μεγάλη τζαμαρία στο σαλόνι φιλοξενούσε σκιές και ανταύγειες φώτων από την πόλη που απλωνόταν σιωπηλά μπροστά της. Πλησίασε αδιάφορα και άναψε ένα επιδαπέδιο φωτιστικό δίπλα στο σβησμένο τζάκι.
Προχώρησε στην κουζίνα, άναψε τα φώτα και οι ίνοξ συσκευές την καλωσόρισαν με τη θαμπή, μεταλλική τους λάμψη. Στο τραπέζι, μια φρουτιέρα με ένα μήλο και μια γινωμένη μπανάνα μέσα της. Άνοιξε το ντουλάπι, πήρε ένα ποτήρι, άνοιξε τη βρύση και δοκίμασε το νερό. Δεν διψούσε, δεν έπινε. Το δοκίμαζε, το έβαζε στο στόμα, το παίδευε, τελικά το κατάπιε.
Άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη και άνοιξε το ψυγείο. Κρασί, κόκα διαίτης, τυρί για τοστ, ψωμί για τοστ (ληγμένο), ένα γιαούρτι, ένα γιαούρτι με φρούτα, μια εκκωφαντική σιωπή στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα και η σιωπή έσπασε.
Πήγε στο σαλόνι, και κάθισε στον καναπέ ανάβοντας ένα τσιγάρο. "Μαλάκες, άει στο διάολο", μονολόγησε αφήνοντας τα δαχτυλίδια του καπνού να ταξιδεύουν σε ευθεία με τα χιλιάδες φώτα της πόλης που αναβόσβηναν στη νύχτα.
Η πόλη στα πόδια της.
Η ζωή στα πόδια της.
Οι άνδρες στα πόδια της.
Και όμως, κανείς εκείνη την ώρα εκεί.

Τράβηξε άλλες δύο ρουφηξιές, έσβησε το τσιγάρο και πήγε στην κουζίνα. Το βλέμμα της αγκάλλιασε τις αξίας χιλιάδων ευρώ συσκευές, την ίνοξ κουζίνα που ήταν το καμάρι της, ένα φυλακισμένο φετίχ βαθιά χαμένο στην ψυχή της, που μόλις την απέκτησε έχασε την όποια χρηστική της αξία. Δεν μαγείρευε. Τουλάχιστον δεν της άρεσε να μαγειρεύει. Και όμως, εμπρός της στεκόταν μια τέλεια μηχανή σε πλήρη αχρησία.
Σκέφτηκε τα λόγια του εκείνο το απόγευμα. "Και αν δεν μαγειρέψουμε, θα σε πάρω στον πάγκο για να αποκτήσει νόημα ύπαρξης και η ίνοξ κουζίνα σου...", της είπε γελώντας. Και εκείνη γέλασε. Λίγο αυθόρμητα, λίγο βεβιασμένα. "Τι σκατά είσαι ρε φίλε; Τι θέλεις;", σκεφτόταν όση ώρα εκείνος συνέχισε να της μιλά περί ανέμων και υδάτων.

"Ωραίο το πήδημα μωρό μου αλλά έχω πάψει να βλέπω εδώ και καιρό πυροτεχνήματα στη θέα ενός όμορφου πούτσου". Το σκεφτόταν την ώρα που οι καυτές σταγόνες στο μπάνιο, σκάλιζαν το κορμί της, δημιουργώντας μικρά ηφαίστεια στο μελανόχρωμο δέρμα της. Ζύγισε με τα χέρια της τα στήθη της. Στητά, μικρά για την ίδια, αλλά και πάλι στητά, περήφανα. Στήθη άξια για μια αρσενική χούφτα. Για ποια; Για μια αρσενική. Αρσενική; Χούφτα! "Στο διάολο τα αρσενικά και τα χέρια τους...", σκέφτηκε και βγήκε από τη ντουσιέρα.
Σταγόνες νερού κυλούσαν γύρω από τις ορθωμένες θηλές της. Σκουπίστηκε με τη μυρωδάτη, χνουδωτή πετσέτα και φόρεσε το μπουρνούζι της. Ξαφνικά ένοιωσε τόσο ελεύθερη, τόσο απόλυτα αέρινη.
Μήπως να τον έπαιρνε τηλέφωνο;
Όχι. Μαλακίες. Μαλακίες. Όχι.
Άνοιξε το λάπτοπ. Εισερχόμενα. 30 μέιλς. Διαγραφή - Διαγραφή - Που με θυμήθηκε ο μαλάκας; - Διαγραφή... Σταθερές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Πίσω στην κουζίνα, Πήρε το μήλο από τη φρουτιέρα... Το δάγκωσε. Απότομα. Οι χυμοί του έτρεξαν στο πηγούνι της. Έκλεισε τα μάτια. Ένοιωσε τη γεύση στο στόμα. Η Εύα στον Παράδεισο. Η Έυα να στηρίζεται με την πλάτη στο ίνοξ ψυγείο με κλειστά τα μάτια.. Να τρώει. Να αναπολεί. Να γεύεται. Να ονειρεύεται. Η Εύα αναστέναξε.
Γύρισε ξανά πίσω στον καναπέ. Κάθισε. Άναψε τσιγάρο. Άνοιξε το λάπτοπ. Είδε το κινητό της δίπλα απιθωμένο με τη φιγούρα του Τσε σαν screensaver.
Λάπτοπ. Τηλέφωνο. Οι άλλοι. Εκείνος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο άνδρας που... (Λία IV)

Η Τελευταία Μέρα (Δήμητρα)

ΑΛΛΑΓΗ