Δρόμος (Ελένη)

- Τρέξε! Τρέξε γαμώτο!!!
Η κραυγή από κάπου στα αριστερά της μοιάζει να κόβει σε μικρά κομμάτια το νέφος και να αναδύεται μέσα απ' αυτό, μια γκρίζα θολούρα που καλύπτει πρόσωπα και κορμιά. Μόνο φιγούρες μπορεί να διακρίνει. Σχήματα που διαθλώνται στο φως και που πότε χάνονται, γίνονται ένα με τους καπνούς και άλλοτε εμφανίζονται, ατόφιες ή μέρη τους, δίπλα της, μπροστά της, ίσως και πίσω της. Άλλωστε τώρα, αυτή τη στιγμή, δεν έχει ιδέα που είναι το μπροστά και το πίσω της. Βασική της ανάγκη είναι να πάρει μια ανάσα μέσα από το μαντήλι με το οποίο καλύπτει το πρόσωπό της. Μια καθαρή ανάσα, που την έχει απόλυτη, όχι απλά βασική, μα απόλυτη ανάγκη.
- Ρε Ελένη, γαμώ το κέρατό μου, ΤΡΕΞΕ!!!!
Ο εγκέφαλος στέλνει το μήνυμα στα πόδια και αυτά αρχίζουν να κινούνται. Πανικόβλητα. Από τους πρώτους δρασκελισμούς, τα μάτια της θολώνουν και ακούει την ανάσα της λες και εκείνη την ώρα βρίσκεται στο βυθό και αναπνέει αργά και βαριά από μάσκα. Είναι σαν κάποιος να πάτησε το mute στον κόσμο γύρω της και ο μόνος εκκωφαντικός θόρυβος είναι η ανάσα της και η καρδιά της που αρχίζει να χτυπά ξέφρενα!
Καταφέρνει και βγαίνει από το νέφος που έχουν σχηματίσει τα καπνογόνα και στρίβει σε ένα στενό όπου ο αέρας είναι καθαρός, ακόμα. Βγάζει το μαντήλι από το στόμα της και παλεύει να ανασάνει. Νοιώθει τα πνευμόνια της να σφίγγονται σε σημείο λες και είναι έτοιμα να σκάσουν. Και σκάνε. Ο βήχας της κρατάει για ένα ολόκληρο λεπτό που μοιάζει με αιώνα, στο τέλος συνειδητοποιεί πως ο λαιμός της καίει απίστευτα, πως δεν μπορεί να καταπιεί, δεν μπορεί να μιλήσει. Κάθεται στα γόνατά της και προσπαθεί να ξαναβρεί την κανονική της ανάσα. Και παράλληλα επικαλείται τη λογική της για ό,τι της συμβαίνει.
"Είμαι η Ελένη. Η Ελένη. Ήρθα εδώ με την Μαριλένα, το Σπύρο, το Διονύση, ήρθα για πρώτη φορά. Είμαι η Ελένη και δεν είμαι καλά!"
Στον κεντρικό δρόμο δίπλα της βλέπει ανθρώπους να τρέχουν. Άλλοι φορώντας μάσκες, άλλοι με κουκούλες, κάποιοι μπερδεύονται στα πόδια τους και πέφτουν στο οδόστρωμα. Το σύννεφο από τα χημικά στρίβει τη γωνία και επεκτείνεται προς το μέρος τους. Είναι λες και δεν παλεύουν άνθρωποι εναντίον ανθρώπων εδώ. Το σύννεφο μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο χολιγουντιανό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και στόχος του είναι να πιάσει τους ανθρώπους και να τους εξαφανίσει μέσα στη χημική του υπόσταση. Να τους διαλύσει.
Ξαναβάζει το μαντήλι γύρω από το πρόσωπό της. Το βλέμμα της έχει καθαρίσει κάπως, ο λαιμός της ωστόσο την ενοχλεί ακόμα. Ρίχνει μια τελευταία ματιά προς το μέρος του σύννεφου και αρχίζει να τρέχει ξανά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
"Που είναι τα παιδιά;" αναρωτιέται και θυμάται πως μέχρι λίγο πριν ήταν στο πλευρό του Διονύση. Εκείνος της φώναζε να τρέξει, βλέποντας τις ορδές των πραιτοριανών να κατεβαίνουν ορμητικά την πλατεία με στόχο να διαλύσουν τη διαδήλωση.
Ξαναχώνεται σε ένα άλλο στενό και κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις με πριν. Αυτή τη φορά ο βήχας κρατάει λιγότερο. Και τότε, θυμάται την όψη του πατέρα της.
- "Να κρατάς το κεφάλι χαμηλά και να μην μιλάς", της είχε πει από το τηλέφωνο. "Δεν σε έστειλα εκεί για να τρέχεις στους δρόμους. Να μην μιλάς για να σωθείς. Δεν έχεις καμία δουλειά εσύ με αυτούς. Άσε τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Εσύ δεν είσαι τέτοιο κορίτσι. Τ' ακούς;"
Μια ζωή άκουγε η Ελένη. Και δεν μιλούσε. Ακόμα και όταν ο πατέρας της μιλούσε έτσι και χειρότερα στη μάνα της, μια φιγούρα δεμένη πλάι στο τζάκι, δέσμια θαρρείς με μιαν αόρατη αλυσίδα, όταν δεν ασχολιόταν σιωπηλά με τις δουλειές του σπιτιού. Ο πατέρας της ήταν η μοναδική κυρίαρχη προσωπικότητα μέσα στο σπίτι, σε εκείνη την επαρχιακή πόλη του νότου.
Οι σκέψεις της πάγωσαν ταυτόχρονα με το κορμί της. Στη γωνία φάνηκαν 3 - 4 πραιτοριανοί, με τις μάσκες, τις εξαρτήσεις και τις ασπίδες τους, φιγούρες που λες και είχαν ξεπηδήσει από τον Πόλεμο των Άστρων.
"Κάπου εδώ θα είναι και ο Νταρθ Βέιντερ", σκέφτηκε αλλόκοτα και χωρίς να το συνειδητοποιεί ένοιωσε το κορμί της να κολλάει προς τα πίσω, και να γίνεται ή τουλάχιστον να προσπαθεί να γίνει αόρατη, μια ανθρώπινη αφίσα κολλημένη στον τοίχο ενός κτιρίου. Κολλημένη και ακίνητη.
Μια τρελή σκέψη της πέρασε εκείνη την ώρα από το μυαλό. Θα την έπιαναν, θα την οδηγούσαν κάπου, εκεί απ' όπου θα ερχόταν να τη βγάλει ο πατέρας της. Ο πατέρας της! Ο Νταρθ Βέιντερ αυτοπροσώπως! Και αυτό δεν έπρεπε να συμβεί...
Οι ένστολοι δεν την είχαν πάρει χαμπάρι. Από εκεί που στέκονταν το βλέμμα τους αντίκριζε το βάθος του δρόμου, σημείο στο οποίο δεν είχε ορατότητα η Ελένη και έμοιαζαν σαν να περίμεναν κάτι να έρθει από εκεί. Άρχισε να κινείται αργά, δίχως να αφήσει την ασφαλή στερεότητα του τοίχου, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Λίγα βήματα ακόμα και θα μπορούσε να στρίψει στο επόμενο στενό και να χαθεί... Να χαθεί... Να πάει που;
...Στον Ανδρέα.
Στον άνθρωπο που το προηγούμενο βράδυ είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά τα μυστικά της Φύσης της. Άλλοι, η Μαριλένα ας πούμε, θα το έλεγε "ένα ωραίο πήδημα". Ίσως και η ίδια να το αποκαλούσε έτσι, αν ήταν αλλιώς, αν το είχε κάνει και ξανακάνει, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά στη ζωή της, αν δεν φοβόταν, αν δεν τρόμαζε στην ιδέα της κυριαρχίας, στην επικράτηση κάποιου, ακόμα και ενός αρσενικού πάνω της. Αλλά ο Ανδρέας δεν ήταν έτσι... δεν ήταν... Ήταν; Αχ, εποχή με τις αμφιβολίες σου, ζωή με τα ερωτηματικά σου!
Λένε πως ο άνθρωπος σκέφτεται τα πιο περίεργα πράγματα όταν βρίσκεται σε κίνδυνο. Άμυνα είναι λένε, για να γλιτώσει το μυαλό από την παράνοια του πρωτόγνωρου. Του κινδύνου που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής πια. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές που λες, "δεν γίνεται να συμβαίνει σε μένα αυτό".
Στη γωνία του επόμενου δρόμου, έπεσε πάνω στο Σπύρο. Και όχι μόνο...
Είδε ένα ανθρώπινο κύμα να τρέχει προς το μέρος της.
Και το νέφος να υψώνεται απειλητικό στο βάθος.
Και πραιτοριανούς να βαδίζουν αργά, σε παράταξη μάχης προς το μέρος τους.
Και κουκουλοφόρους, μαύρους σαν τη νύχτα, μέσα στο χαμό.
Ο Σπύρος της χαμογέλασε βεβιασμένα και πήγε να την πιάσει από το χέρι.
Το ήθελε αυτό το χέρι της φιλίας, το γνωστό, κάτι να την κρατήσει, να μην είναι μόνη τώρα που ήταν ζήτημα χρόνου πριν εμφανιστεί ο Νταρθ Βέιντερ. Το έπιασε σφιχτά και αμέσως μετά το ένοιωσε να χαλαρώνει. Η στιγμή σε αργή κίνηση.
Ένα κόκκινο στεφάνι άρχισε να κάνει δειλά την εμφάνισή του στο κεφάλι του Σπύρου. Ένα στεφάνι που αμέσως άρχισε να χάνει το σχήμα του και να μετατρέπεται σε ακανόνιστες πορφυρές γραμμές που άρχισαν να κυλάνε πάνω στο νεανικό, αξύριστο πρόσωπο. Πως νόμιζε αλήθεια ότι ο Σπύρος είχε ξυριστεί εκείνο το πρωί; Τώρα θα πρέπει να ξυριστεί και να... σκουπιστεί.
Τα μάτια του Σπύρου έχασαν το σμαραγδένιο χρώμα τους από μια λευκή μεμβράνη που το κάλυψε σαν σάβανο που τυλίγει ένα πτώμα. Μια μεμβάνη που σε δευτερόλεπτα κοκκίνησε και η ίδια. Το χρώμα της θυσίας είναι κόκκινο. Ο Σπύρος σωριάστηκε στο δρόμο, μπροστά στα πόδια της με το πίσω μέρος του κρανίου του να είναι ανοιγμένο στα δύο...


Η κραυγή είναι πιο σπαρακτική όταν είναι σιωπηλή.


Η Ελένη εκείνη τη μέρα ορκίστηκε να σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια τον Νταρθ Βέιντερ.
Ακόμα στο δρόμο είναι.


Σχόλια

  1. Mε συγκλόνισες σήμερα, μου σφίχτηκε το στομάχι σα να φαγα γροθιά, δάκρυσαν τα μάτια μου, εξοργίστηκα... σ ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τρέμενς καλέ μου... Θα τα πούμε αύριο στο Σύνταγμα ή είσαι εκτός?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. αληθινά συγκλονιστική αφήγηση

    εγώ δεν έχω άλλο να πω παρά
    να ευχηθώ από την καρδιά

    Καλό δρόμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...