Honestly OK (Τζένη)
Έχετε καθίσει ποτέ στο κέντρο της ντουσιέρας, με τα πόδια μαζεμένα στον κορμό και το κεφάλι ανάμεσά τους; Με το πιστόλι του ντους να είναι κρεμασμένο στην υποδοχή και να τρέχει ασταμάτητα νερό χωρίς να νοιάζεται κανείς εκείνη την ώρα αν π.χ. στην Αφρική δεν υπάρχει σταγόνα για να πιει κανείς; Και ότι είναι ΑΜΑΡΤΙΑ να σπαταλάμε κάτι που αλλού είναι τόσο δυσεύρετο;
Σε αυτή τη στάση στεκόταν εδώ και ώρα η Τζένη. Είχε κάνει έρωτα με το χρόνο και εκείνος έπαψε να μετράει όντας πια τόσο αποκαμωμένος από τη συνεύρεση. Έτσι η Τζένη είχε άπλετο χρόνο, μέσα στο χρόνο, να βρίσκεται εκεί και να βρέχεται.
Το βλέμμα της είναι επικεντρωμένο στο σιφόνι, εκεί που μαζεύονται τα νερά που αφού κάνουν μια τελευταία στροφή γύρω από αυτό, χάνονται στα σκοτάδια της αποχέτευσης. "Με τόσο νερό, σαμπουάν και αφρόλουτρο, πλένονται και οι κατσαρίδες που ζουν εκεί μέσα", άκουσε τον εαυτό της να λέει. "Άρα γιατί λένε πως πρόκειται για τα πιο βρωμερά ζωύφια στον κόσμο;" Της φάνηκε πως η φωνή της άφησε μια ηχώ, ικανή να διαπεράσει τους τοίχους του μπάνιου, να διασχίσει το διάδρομο, να πάρει τη σωστή στροφή, όχι προς την κουζίνα αλλά προς το σαλόνι, εκεί που οι γονείς της ούρλιαζαν ο ένας στον άλλον. Της φάνηκε πως θα σταματούσαν αυτό που έκαναν ώρα τώρα, χρόνια τώρα, θα κοιτάζονταν στα μάτια όπως έκαναν κάθε φορά που η κόρη τους ρωτούσε κάτι αληθινά σημαντικό για την ολοκλήρωσή της ως ατόμου και πως τελικά θα της απαντούσαν γιατί οι κατσαρίδες είναι ή δεν είναι τα πιο βρωμερά ζωυφια του κόσμου. Οι γονείς της Τζένης είχαν πάντα μια έτοιμη απάντηση για την ίδια. Για όλα.
Η ηχώ όμως δεν ήταν ΤΟΣΟ δυνατή.
Η Τζένη δύο ώρες πριν είχε πέσει θύμα βιασμού από ένα συμμαθητή της και τους εξωσχολικούς φίλους του. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που λες "οκ, είναι ένα αστείο, θα σταματήσει αυτή η πλάκα, όσο μαλακισμένη και αν είναι. Τα παιδιά θα πάψουν να απλώνουν τα χέρια τους έτσι, θα κουμπώσουν τα παντελόνια τους πριν βγάλουν τα ερεθισμένα καυλιά τους έξω, κουνώντας τα προκλητικά μπροστά μου, θα σταματήσουν να μου τραβάνε τα μαλλιά, δεν πρόκειται να μου σηκώσουν τη τζιν φούστα, ποιος θα τολμήσει να κάνει στην άκρη το κυλοτάκι μου με δάχτυλα υγρά για να με πιάσει ΕΚΕΙ; Γιατί ξαφνικά ο χρόνος δείχνει να πηγαίνει τόσο αργά; Γιατί όλα γύρω μου βάφονται με περίεργα χρώματα, αυτή η καρέκλα πριν δεν ήταν ΕΚΕΙ, γιατί νοιώθω αναγούλα, γιατί πονάω, γιατί ΠΟΝΑΩ;;; ΓΑΜΩΤΟ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΑΩ;;"
Την άφησαν τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι της, προειδοποιώντας την με άσχημα αντίποινα σε περίπτωση που μιλούσε στον οποιονδήποτε για τον ομαδικό βιασμό της. Η Τζένη απλά άκουγε και κούνησε μία φορά το κεφάλι καταφατικά όταν την ρώτησαν αν πραγματικά κατάλαβε τι της είπαν. Στα 16 σου τα πιάνεις εύκολα. Είσαι τόσο έξυπνη, τόσο δημοφιλής, τόσο γαμάτο άτομο. Αυτό ήταν η Τζένη. Ένα γαμάτο, συγγνώμη, πλέον ένα γαμημένο άτομο. Και θα έμενε έτσι για όλη της τη ζωή. Είναι σαν τα τυχαία ατυχήματα, εκείνα που τη μια μέρα περπατάς στο δρόμο και είσαι μια χαρά και την άλλη μέρα έχεις γύψο στο χέρι, επειδή κάποια στιγμή στο μεσοδιάστημα, έπεσες και χτύπησες. Ναι, ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ. Η Τζένη αποφάσισε πως εκείνο το απόγευμα έπεσε και χτύπησε, γυρνώντας σπίτι. Απρόσεκτη Τζένη....
Τις φωνές τις άκουσε, ανεβαίνοντας το στενό προς το σπίτι της. Μια παραδοσιακή μονοκατοικία, προίκα της μητέρας της που θα κληρονομούσε η ίδια όταν θα παντρευόταν. Όντας μοναχοπαίδι δεν υπήρχαν έτεροι διεδικητές στη γονική περιουσία. Άνοιξε το πορτάκι του κήπου και μπήκε μέσα, ακούγοντας τη μητέρα της να δίνει το δικό της σόλο εκείνη την ώρα. Οι γονείς της, εύποροι και ευηπόληπτοι πολίτες της μικρής πόλης, με πλούσια κοινωνική και θρησκευτική δράση - κάθε Κυριακή στην Εκκλησία - τσακώνονταν πάντα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Πρώτα φώναζε ο ένας, μετά ο άλλος (την ώρα που ο πρώτος σιωπούσε) και στη συνέχεια μαζί. Συμφωνία για δύο όργανα. Οι τσακωμοί κρατούσαν γύρω στο δεκάλεπτο (δυο, τρεις φορές τους είχε χρονομετρήσει η ίδια με το κινητό της), μετά επικρατούσε η απόλυτη ησυχία και ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα για την επόμενη φορά.
Όταν μια μέρα τους ρώτησε γιατί τσακώνονται, παραδόξως την άκουσαν και σταμάτησαν. Η μητέρα της την πλησίασε, της χάιδεψε το κεφάλι και τη ρώτησε αν πεινούσε. Ο πατέρας της άναψε τσιγάρο - η μοναδική εξάρτηση που επέτρεπε στον εαυτό του και αυτή σπάνια - και της ψέλλισε κάτι περί έντονου διαλόγου ΜΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ, γι' αυτό άλλωστε και η διαδικασία του τσακωμού ήταν τέτοια. Βρίζω εγώ - με ακούς, βρίζεις εσύ - σε ακούω, αλληλοβριζόμαστε. Τέλος.
Δεν χρησιμοποίησε βέβαια το ρήμα "βρίζω" αλλά κάποια άλλη λέξη που η Τζένη δεν συγκράτησε ποτέ.
Βρίσκονταν στο σαλόνι, ο πατέρας καθισμένος στη μπερζέρα του και άκουγε με χαμηλωμένο βλέμμα τις φωνές της μητέρας που πήγαινε πάνω, κάτω κουνώντας τα χέρια στον αέρα λες και έδιωχνε ένα ενοχλητικό σύννεφο από μύγες που την ακολουθούσαν παντού. Προχώρησε προς το διάδρομο φροντίζοντας να μην κρύψει το ματωμένο σκίσιμο στα χείλη της - αποτέλεσμα μιας ξανάστροφης γροθιάς, δεν θυμόταν από ποιον, την πρώτη και μοναδική φορά που θέλησε να φωνάξει βοήθεια επειδή κάποιοι ξέσκιζαν τα σκέλια της.
Η μητέρα της την είδε, σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο το κυνήγι των μυγών, χαμήλωσε ΚΑΠΩΣ τη φωνή της και της είπε. "Έχει γεμιστά στο φούρνο. Βάλε να φας και έρχομαι και γω σε λίγο καλή μου. Τελειώνω κάτι με τον πατέρα σου κι έρχομαι". Το σύννεφο, ως δια μαγείας έκανε ξανά την εμφάνισή του, τα χέρια υψώθηκαν ξανά και το μικρό διάλειμμα τελείωσε, την ώρα που η Τζένη πέρασε στο διάδρομο.
Εκείνο το απόγευμα, μάλλον σούρουπο ήταν πια, η Τζένη συνειδητοποίησε πως οι γονείς της ΔΕΝ είχαν μια απάντηση για όλα. Βγαίνοντας από το μπάνιο, τουρτουρίζοντας κυριολεκτικά καθώς το νερό είχε πάψει εδώ και ώρα να είναι ζεστό, η Τζένη γνώριζε πως οι κατσαρίδες ΔΕΝ είναι τα πιο βρώμικα όντα στον πλανήτη Γη. Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυπτε κάτι ΜΟΝΗ της και αυτό την έκανε να αισθανθεί κάπως όμορφα. Ήταν η σκέψη που την έκανε να πονάει λιγότερο, εκεί χαμηλά κάτω στην κοιλιά, στη βουβωνική χώρα, στους γοφούς, στη μέση, στα χέρια. Εντάξει, τα χέρια πονούσαν πιο πολύ! Ήταν η απάντηση που έψαχνε ώστε να ικανοποιηθεί το ερώτημα που είχε γεννηθεί μέσα της τις τελευταίες ώρες και που τη ρωτούσε συνέχεια, "γιατί έπρεπε να τελειώσουν στο στόμα μου; Γιατί έχει τέτοια γεύση το σπέρμα;"
Πλατάγισε τα χείλη της και έβγαλε έξω τη γλώσσα της. Όπως την ήξερε. Καμία διαφορά. Όλα οκ!
Βγήκε από το μπάνιο, ντυμένη με τις πυτζάμες της. Ήταν η ώρα που επικρατούσε η απόλυτη σιωπή στο σπίτι. Πήγε στην κουζίνα και είδε τη μητέρα της να κάθεται στο τραπέζι, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. Μια μυρωδιά καπνού που πλανιόταν στον αέρα υποδήλωνε την παρουσία του πατέρα της στο σαλόνι.
Η μητέρα της σήκωσε το βλέμμα, την είδε και της χαμογέλασε. "Έλα να φας", της είπε. "Σου έχω σερβίρει ήδη. Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;" Όση ώρα τα έλεγε αυτά, είχε σηκωθεί και τοποθετούσε ένα πιάτο γεμιστά στο τραπέζι. Ψωμί, ένα μπουκάλι νερό, μαχαίρι, πηρούνι. Η Τζένη κάθισε μπροστά στο πιάτο. Ντομάτα, πιπεριά και πατάτες.
Ένοιωσε το χέρι της μητέρας της, από πίσω της, να της ανακατεύει τα πλούσια μαλλιά της. "Πως πήγε σήμερα στο σχολείο; Πήγες στου Ανδρέα μετά για διάβασμα έτσι; Είναι καλό παιδί ο Ανδρέας και οι γονείς του εξαιρετικοί άνθρωποι".
Τι μπορείς να ξεράσεις όταν δεν έχεις φάει τίποτα;
Η Τζένη ξέρασε χολή πάνω στο πιάτο. Άνοιξε το στόμα της και έβγαλε τη γεύση της καύλας ερεθισμένων αρσενικών. Και άλλο. Και άλλο. Άνοιξε το στόμα της και ένοιωσε να σβήνει από την ένταση. Ξερνούσε τα σωθικά της, τα ξεσκισμένα σκέλια της. Ξερνούσε σπαρακτικά.
Ένοιωσε τα χέρια της μητέρας της να την πιάνουν και να την κρατάνε. Μύρισε ξανά τον καπνό του τσιγάρου. Πήγε να πνιγεί με τα υγρά που αναδύονταν από το στομάχι της, πήρε ανάσα και ξέρασε ξανά. Χολή.
- Κορίτσι μου; Είσαι καλά;
- Ναι μαμά. (Ξέπνοα).
- Μα γιατί; Τι έγινε; Τι έπαθες; Χριστέ μου; Τι είναι αυτά;
- ..... (Αναγούλα; Έχει κι άλλο;) σκέφτηκε η Τζένη.
- Έλα εδώ να σε πλύνω. Πάμε στο μπάνιο.
- Όχι μαμά. Σου λέω αλήθεια. Είμαι μια χαρά τώρα. Ειλικρινά, είμαι καλά μαμά....
Σε αυτή τη στάση στεκόταν εδώ και ώρα η Τζένη. Είχε κάνει έρωτα με το χρόνο και εκείνος έπαψε να μετράει όντας πια τόσο αποκαμωμένος από τη συνεύρεση. Έτσι η Τζένη είχε άπλετο χρόνο, μέσα στο χρόνο, να βρίσκεται εκεί και να βρέχεται.
Το βλέμμα της είναι επικεντρωμένο στο σιφόνι, εκεί που μαζεύονται τα νερά που αφού κάνουν μια τελευταία στροφή γύρω από αυτό, χάνονται στα σκοτάδια της αποχέτευσης. "Με τόσο νερό, σαμπουάν και αφρόλουτρο, πλένονται και οι κατσαρίδες που ζουν εκεί μέσα", άκουσε τον εαυτό της να λέει. "Άρα γιατί λένε πως πρόκειται για τα πιο βρωμερά ζωύφια στον κόσμο;" Της φάνηκε πως η φωνή της άφησε μια ηχώ, ικανή να διαπεράσει τους τοίχους του μπάνιου, να διασχίσει το διάδρομο, να πάρει τη σωστή στροφή, όχι προς την κουζίνα αλλά προς το σαλόνι, εκεί που οι γονείς της ούρλιαζαν ο ένας στον άλλον. Της φάνηκε πως θα σταματούσαν αυτό που έκαναν ώρα τώρα, χρόνια τώρα, θα κοιτάζονταν στα μάτια όπως έκαναν κάθε φορά που η κόρη τους ρωτούσε κάτι αληθινά σημαντικό για την ολοκλήρωσή της ως ατόμου και πως τελικά θα της απαντούσαν γιατί οι κατσαρίδες είναι ή δεν είναι τα πιο βρωμερά ζωυφια του κόσμου. Οι γονείς της Τζένης είχαν πάντα μια έτοιμη απάντηση για την ίδια. Για όλα.
Η ηχώ όμως δεν ήταν ΤΟΣΟ δυνατή.
Η Τζένη δύο ώρες πριν είχε πέσει θύμα βιασμού από ένα συμμαθητή της και τους εξωσχολικούς φίλους του. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που λες "οκ, είναι ένα αστείο, θα σταματήσει αυτή η πλάκα, όσο μαλακισμένη και αν είναι. Τα παιδιά θα πάψουν να απλώνουν τα χέρια τους έτσι, θα κουμπώσουν τα παντελόνια τους πριν βγάλουν τα ερεθισμένα καυλιά τους έξω, κουνώντας τα προκλητικά μπροστά μου, θα σταματήσουν να μου τραβάνε τα μαλλιά, δεν πρόκειται να μου σηκώσουν τη τζιν φούστα, ποιος θα τολμήσει να κάνει στην άκρη το κυλοτάκι μου με δάχτυλα υγρά για να με πιάσει ΕΚΕΙ; Γιατί ξαφνικά ο χρόνος δείχνει να πηγαίνει τόσο αργά; Γιατί όλα γύρω μου βάφονται με περίεργα χρώματα, αυτή η καρέκλα πριν δεν ήταν ΕΚΕΙ, γιατί νοιώθω αναγούλα, γιατί πονάω, γιατί ΠΟΝΑΩ;;; ΓΑΜΩΤΟ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΑΩ;;"
Την άφησαν τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι της, προειδοποιώντας την με άσχημα αντίποινα σε περίπτωση που μιλούσε στον οποιονδήποτε για τον ομαδικό βιασμό της. Η Τζένη απλά άκουγε και κούνησε μία φορά το κεφάλι καταφατικά όταν την ρώτησαν αν πραγματικά κατάλαβε τι της είπαν. Στα 16 σου τα πιάνεις εύκολα. Είσαι τόσο έξυπνη, τόσο δημοφιλής, τόσο γαμάτο άτομο. Αυτό ήταν η Τζένη. Ένα γαμάτο, συγγνώμη, πλέον ένα γαμημένο άτομο. Και θα έμενε έτσι για όλη της τη ζωή. Είναι σαν τα τυχαία ατυχήματα, εκείνα που τη μια μέρα περπατάς στο δρόμο και είσαι μια χαρά και την άλλη μέρα έχεις γύψο στο χέρι, επειδή κάποια στιγμή στο μεσοδιάστημα, έπεσες και χτύπησες. Ναι, ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ. Η Τζένη αποφάσισε πως εκείνο το απόγευμα έπεσε και χτύπησε, γυρνώντας σπίτι. Απρόσεκτη Τζένη....
Τις φωνές τις άκουσε, ανεβαίνοντας το στενό προς το σπίτι της. Μια παραδοσιακή μονοκατοικία, προίκα της μητέρας της που θα κληρονομούσε η ίδια όταν θα παντρευόταν. Όντας μοναχοπαίδι δεν υπήρχαν έτεροι διεδικητές στη γονική περιουσία. Άνοιξε το πορτάκι του κήπου και μπήκε μέσα, ακούγοντας τη μητέρα της να δίνει το δικό της σόλο εκείνη την ώρα. Οι γονείς της, εύποροι και ευηπόληπτοι πολίτες της μικρής πόλης, με πλούσια κοινωνική και θρησκευτική δράση - κάθε Κυριακή στην Εκκλησία - τσακώνονταν πάντα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Πρώτα φώναζε ο ένας, μετά ο άλλος (την ώρα που ο πρώτος σιωπούσε) και στη συνέχεια μαζί. Συμφωνία για δύο όργανα. Οι τσακωμοί κρατούσαν γύρω στο δεκάλεπτο (δυο, τρεις φορές τους είχε χρονομετρήσει η ίδια με το κινητό της), μετά επικρατούσε η απόλυτη ησυχία και ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα για την επόμενη φορά.
Όταν μια μέρα τους ρώτησε γιατί τσακώνονται, παραδόξως την άκουσαν και σταμάτησαν. Η μητέρα της την πλησίασε, της χάιδεψε το κεφάλι και τη ρώτησε αν πεινούσε. Ο πατέρας της άναψε τσιγάρο - η μοναδική εξάρτηση που επέτρεπε στον εαυτό του και αυτή σπάνια - και της ψέλλισε κάτι περί έντονου διαλόγου ΜΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ, γι' αυτό άλλωστε και η διαδικασία του τσακωμού ήταν τέτοια. Βρίζω εγώ - με ακούς, βρίζεις εσύ - σε ακούω, αλληλοβριζόμαστε. Τέλος.
Δεν χρησιμοποίησε βέβαια το ρήμα "βρίζω" αλλά κάποια άλλη λέξη που η Τζένη δεν συγκράτησε ποτέ.
Βρίσκονταν στο σαλόνι, ο πατέρας καθισμένος στη μπερζέρα του και άκουγε με χαμηλωμένο βλέμμα τις φωνές της μητέρας που πήγαινε πάνω, κάτω κουνώντας τα χέρια στον αέρα λες και έδιωχνε ένα ενοχλητικό σύννεφο από μύγες που την ακολουθούσαν παντού. Προχώρησε προς το διάδρομο φροντίζοντας να μην κρύψει το ματωμένο σκίσιμο στα χείλη της - αποτέλεσμα μιας ξανάστροφης γροθιάς, δεν θυμόταν από ποιον, την πρώτη και μοναδική φορά που θέλησε να φωνάξει βοήθεια επειδή κάποιοι ξέσκιζαν τα σκέλια της.
Η μητέρα της την είδε, σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο το κυνήγι των μυγών, χαμήλωσε ΚΑΠΩΣ τη φωνή της και της είπε. "Έχει γεμιστά στο φούρνο. Βάλε να φας και έρχομαι και γω σε λίγο καλή μου. Τελειώνω κάτι με τον πατέρα σου κι έρχομαι". Το σύννεφο, ως δια μαγείας έκανε ξανά την εμφάνισή του, τα χέρια υψώθηκαν ξανά και το μικρό διάλειμμα τελείωσε, την ώρα που η Τζένη πέρασε στο διάδρομο.
Εκείνο το απόγευμα, μάλλον σούρουπο ήταν πια, η Τζένη συνειδητοποίησε πως οι γονείς της ΔΕΝ είχαν μια απάντηση για όλα. Βγαίνοντας από το μπάνιο, τουρτουρίζοντας κυριολεκτικά καθώς το νερό είχε πάψει εδώ και ώρα να είναι ζεστό, η Τζένη γνώριζε πως οι κατσαρίδες ΔΕΝ είναι τα πιο βρώμικα όντα στον πλανήτη Γη. Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυπτε κάτι ΜΟΝΗ της και αυτό την έκανε να αισθανθεί κάπως όμορφα. Ήταν η σκέψη που την έκανε να πονάει λιγότερο, εκεί χαμηλά κάτω στην κοιλιά, στη βουβωνική χώρα, στους γοφούς, στη μέση, στα χέρια. Εντάξει, τα χέρια πονούσαν πιο πολύ! Ήταν η απάντηση που έψαχνε ώστε να ικανοποιηθεί το ερώτημα που είχε γεννηθεί μέσα της τις τελευταίες ώρες και που τη ρωτούσε συνέχεια, "γιατί έπρεπε να τελειώσουν στο στόμα μου; Γιατί έχει τέτοια γεύση το σπέρμα;"
Πλατάγισε τα χείλη της και έβγαλε έξω τη γλώσσα της. Όπως την ήξερε. Καμία διαφορά. Όλα οκ!
Βγήκε από το μπάνιο, ντυμένη με τις πυτζάμες της. Ήταν η ώρα που επικρατούσε η απόλυτη σιωπή στο σπίτι. Πήγε στην κουζίνα και είδε τη μητέρα της να κάθεται στο τραπέζι, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. Μια μυρωδιά καπνού που πλανιόταν στον αέρα υποδήλωνε την παρουσία του πατέρα της στο σαλόνι.
Η μητέρα της σήκωσε το βλέμμα, την είδε και της χαμογέλασε. "Έλα να φας", της είπε. "Σου έχω σερβίρει ήδη. Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;" Όση ώρα τα έλεγε αυτά, είχε σηκωθεί και τοποθετούσε ένα πιάτο γεμιστά στο τραπέζι. Ψωμί, ένα μπουκάλι νερό, μαχαίρι, πηρούνι. Η Τζένη κάθισε μπροστά στο πιάτο. Ντομάτα, πιπεριά και πατάτες.
Ένοιωσε το χέρι της μητέρας της, από πίσω της, να της ανακατεύει τα πλούσια μαλλιά της. "Πως πήγε σήμερα στο σχολείο; Πήγες στου Ανδρέα μετά για διάβασμα έτσι; Είναι καλό παιδί ο Ανδρέας και οι γονείς του εξαιρετικοί άνθρωποι".
Τι μπορείς να ξεράσεις όταν δεν έχεις φάει τίποτα;
Η Τζένη ξέρασε χολή πάνω στο πιάτο. Άνοιξε το στόμα της και έβγαλε τη γεύση της καύλας ερεθισμένων αρσενικών. Και άλλο. Και άλλο. Άνοιξε το στόμα της και ένοιωσε να σβήνει από την ένταση. Ξερνούσε τα σωθικά της, τα ξεσκισμένα σκέλια της. Ξερνούσε σπαρακτικά.
Ένοιωσε τα χέρια της μητέρας της να την πιάνουν και να την κρατάνε. Μύρισε ξανά τον καπνό του τσιγάρου. Πήγε να πνιγεί με τα υγρά που αναδύονταν από το στομάχι της, πήρε ανάσα και ξέρασε ξανά. Χολή.
- Κορίτσι μου; Είσαι καλά;
- Ναι μαμά. (Ξέπνοα).
- Μα γιατί; Τι έγινε; Τι έπαθες; Χριστέ μου; Τι είναι αυτά;
- ..... (Αναγούλα; Έχει κι άλλο;) σκέφτηκε η Τζένη.
- Έλα εδώ να σε πλύνω. Πάμε στο μπάνιο.
- Όχι μαμά. Σου λέω αλήθεια. Είμαι μια χαρά τώρα. Ειλικρινά, είμαι καλά μαμά....
δεν είχα σκοπό να σχολιάσω τίποτα. φτάνοντας προς το τέλος του κειμένου, αποφάσισα να σχολιάσω αυτό: "τη γεύση της καύλας ερεθισμένων αρσενικών" - αρσενικό που βιάζει δεν είναι καυλωμένο. ίσως επειδή για μένα η καύλα είναι κάτι θετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήκατά τ' άλλα, θέλω πίσω τον Ρεϊμόντ που με κάνει να γελάω!
ευχαριστώ!
Θα έρθει και ο Ρειμόντ που σας κάνει να γελάτε αγαπητή. Θα έρθει...
ΔιαγραφήHonestly crushed...
ΑπάντησηΔιαγραφήHonestly i never thought otherwise...
ΔιαγραφήΘα συμφωνήσω με την BLOGIRL!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟμοίως με την blogirl!
Διαγραφήαυτού του είδους η "ειλικρίνεια" είναι η μεγαλύτερη αμαρτία..
ΑπάντησηΔιαγραφήτων ηθικών αυτουργών βεβαίως..
από την άλλη η Έκφραση είναι το μεγαλύτερο αγαθό
οπότε απλώς σε παρακολουθώ, προσπαθώντας σιωπηλά ή όχι
να Μοιράζομαι (το αμέσως επόμενο) κατά το δυνατόν..
Ηθικοί αυτουργοί. Μεγάλη κουβέντα είπατε αγαπητή μου.
ΔιαγραφήΈκφραση. Άλλη μια μεγάλη κουβέντα αγαπητή μου.
Σας ευχαριστώ...
Δυνατό, καλογραμμένο και απόλυτα σοκαριστικό. Εύγε
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ λατρεμένε Τρεμένς :)
ΔιαγραφήΣυμφωνώ με τον tremens.... σε όλα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι με την Blogirl στο σημείο περί ''Ray που την κάνει να γελάω'' αλλά κάπως διαφορετικά .... μου αρέσουν και οι δύο :)
Νομίζω είναι το πρώτο κείμενό σας που μου προκαλεί τέτοια ένταση συναισθημάτων... εντάξει και με την Δήμητρα που έπασχε από καρκίνο το ένοιωσα αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό.... Θα ήθελα να διαβάσω μια εκδίκηση της Τζένης προς τους βιαστές της , αλλά μάλλον αυτό το αφήνετε στην φαντασία μας :D
Εύγε
Αγαπητέ Abraxas σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο ειλικρινά! Είναι ένα δύσκολο κείμενο - πολύ περισσότερο για τις γυναίκες αναγνώστριες, ελέω θέματος. Εκδίκηση ε; Θα δούμε αγαπητέ... :)
Διαγραφή