Louboutin στον κρόταφο... (Εύα)
Καθισμένη οκλαδόν στο παχύ χαλί που έμοιαζε να χώνεται σε κάθε γυμνό πόρο του κορμιού της, προσφέροντας μια αίσθηση ασφάλειας και ζεστασιάς που είχε ανάγκη εκείνη την ώρα. Η πλάτη της στον καναπέ, μια στάση που έπαιρνε συχνά για να ξεπερνά τις συχνές νευρώσεις που τυρρανούσαν το στομάχι της ανελέητα και την έκαναν να θέλει να το βγάλει και να το πετάξει στα σκουπίδια. Δύο δάχτυλα ουίσκι στο ποτήρι, ένα ποτό που σιχαινόταν αλλά κάποιος της είχε πει πως το αλκοόλ βοηθά να ξεπεραστεί η νεύρωση και αναγκαστικά είχε μπει στη διαδικασία να προσποιείται ότι το πίνει για να ηρεμήσει. Τα αποτσίγαρα σχημάτιζαν ένα μικρό λοφάκι στο τασάκι πιο δίπλα. Στην τηλεόραση βουβά, έπαιζε μια ταινία του Αλμοδόβαρ.
Τον λάτρευε. Τις ιστορίες του, την σουρεαλιστική καθημερινότητα που αποτύπωνε στο σελιλόιντ, τις τύχες των ανθρώπων που κανονικά δεν σου γεμίζουν το μάτι, ό,τι μπορεί δηλαδή να είναι τόσο ανεξέλεγκτοι, τόσο παραδομένοι στη μοίρα και σε όποιον την ορίζει, τόσο δέσμιοι ή και δεσμώτες των επιθυμιών τους.
ΜΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ.
Να αγαπηθώ όσο τίποτε στον κόσμο.
Να αγαπηθώ...
Η σκέψη αυτή, η ανάγκη που αναδύθηκε τόσο έντονα από το πονεμένο στομάχι της, έφερε μια νέα γερή δόση αναγούλας. Θα ήθελε να ξεράσει επιτόπου στο χαλί αλλά δεν ήξερε τι. Είχε φάει ελάχιστα και πλέον τα σωθικά της έμοιαζαν με ναρκοπέδιο που η παραμικρή συγκίνηση πυροδοτούσε και μια νάρκη.
Τη Μαρίσα Παρέδες διαδέχτηκε η εικόνα των φώτων της πόλης, καθώς το βλέμμα της άφησε την οθόνη του Αλμοδόβαρ και συνάντησε την οθόνη του σπιτιού της. Η πόλη στα μάτια της προβαλλόταν στην υψηλότερη ευκρίνεια του κόσμου. Εκείνη που καμία τεχνολογία αδυνατούσε να αγγίξει. Η τελειότητα.
"Θες να αγαπηθείς μωρό μου...", της είχε πει νωρίτερα με εκείνη τη φωνή που από τη μια τη διαόλιζε και από την άλλη πέθαινε να την ακούει. Είχε ακούσει πολλές φωνές αρσενικών στη ζωή της. Επίδοξων και μη εραστών. Και συντρόφων. Εραστών και συντρόφων. Αγνώστων. Ανθρώπων που έβγαζαν στη φόρα τα δικά τους σωθικά και τα ξερνούσαν πάνω της. "Έχεις αγαπηθεί μα θες αγάπη, έχεις αγαπηθεί μα θες και άλλη αγάπη...", είδε τον ψιθυρό της να αναδύεται στο σκοτεινό δωμάτιο και να διαλύεται σαν ένα μικρό σύννεφο με σύντομη ζωή.
"Οι ψιθυροί του με στοιχειώνουν. Όχι, όχι τα λόγια του. Ο τρόπος που τα λέει, όταν τα λέει". Κάθε φράση και διαδοχικές εκρήξεις ναρκών στο κορμί της. "Φάε σκατά γαμώτο", φώναξε ξαφνικά, θρυμματίζοντας τη σιωπή της νύχτας σε χιλιάδες κομμάτια που σκόρπισαν στο πάτωμα.
Περπάτησε αργά προς τον μεγάλο καθρέφτη του χολ. Δώρο στον εαυτό της, το δώρο της τελευταίας πινελιάς, όπως το αποκαλούσε. Το είδωλό της κάθε φορά την αποχαιρετούσε σαν έβγαινε έξω να συναντήσει τον κόσμο και τα προσωπεία του. Ένα είδωλο που όφειλε να είναι λαμπερό...
Η τελειότητα..
Ο πόνος...
Ξανά ο πόνος...
Και τα λόγια του λίγο πριν.. "το ξέρεις μωρό μου, ο θησαυρός κρύβεται στο λάθος..." Το ήξερε; Έσκυψε και μάζεψε τη γόβα της από κάτω, όπως την είχε παρατήσει χθες βράδυ όταν μπήκε στο διαμέρισμά της. Ο Christian Louboutin σε όλη του την τελειότητα. Έβαλε το τακούνι στον κρόταφό της και αντίκρισε το ειδωλό της στον καθρέφτη. Μια εικόνα από ταινία του Αλμοδόβαρ.
Εκείνη η ηρωίδα.
Ο δικός της κρόταφος.
Η γόβα πάνω του και μετά στο μάγουλο και μετά στο στήθος και μετά στο πάτωμα.
Η ηρωίδα του καθρέφτη έμεινε με τη γόβα στον κρόταφο...
Τον λάτρευε. Τις ιστορίες του, την σουρεαλιστική καθημερινότητα που αποτύπωνε στο σελιλόιντ, τις τύχες των ανθρώπων που κανονικά δεν σου γεμίζουν το μάτι, ό,τι μπορεί δηλαδή να είναι τόσο ανεξέλεγκτοι, τόσο παραδομένοι στη μοίρα και σε όποιον την ορίζει, τόσο δέσμιοι ή και δεσμώτες των επιθυμιών τους.
ΜΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ.
Να αγαπηθώ όσο τίποτε στον κόσμο.
Να αγαπηθώ...
Η σκέψη αυτή, η ανάγκη που αναδύθηκε τόσο έντονα από το πονεμένο στομάχι της, έφερε μια νέα γερή δόση αναγούλας. Θα ήθελε να ξεράσει επιτόπου στο χαλί αλλά δεν ήξερε τι. Είχε φάει ελάχιστα και πλέον τα σωθικά της έμοιαζαν με ναρκοπέδιο που η παραμικρή συγκίνηση πυροδοτούσε και μια νάρκη.
Τη Μαρίσα Παρέδες διαδέχτηκε η εικόνα των φώτων της πόλης, καθώς το βλέμμα της άφησε την οθόνη του Αλμοδόβαρ και συνάντησε την οθόνη του σπιτιού της. Η πόλη στα μάτια της προβαλλόταν στην υψηλότερη ευκρίνεια του κόσμου. Εκείνη που καμία τεχνολογία αδυνατούσε να αγγίξει. Η τελειότητα.
"Θες να αγαπηθείς μωρό μου...", της είχε πει νωρίτερα με εκείνη τη φωνή που από τη μια τη διαόλιζε και από την άλλη πέθαινε να την ακούει. Είχε ακούσει πολλές φωνές αρσενικών στη ζωή της. Επίδοξων και μη εραστών. Και συντρόφων. Εραστών και συντρόφων. Αγνώστων. Ανθρώπων που έβγαζαν στη φόρα τα δικά τους σωθικά και τα ξερνούσαν πάνω της. "Έχεις αγαπηθεί μα θες αγάπη, έχεις αγαπηθεί μα θες και άλλη αγάπη...", είδε τον ψιθυρό της να αναδύεται στο σκοτεινό δωμάτιο και να διαλύεται σαν ένα μικρό σύννεφο με σύντομη ζωή.
"Οι ψιθυροί του με στοιχειώνουν. Όχι, όχι τα λόγια του. Ο τρόπος που τα λέει, όταν τα λέει". Κάθε φράση και διαδοχικές εκρήξεις ναρκών στο κορμί της. "Φάε σκατά γαμώτο", φώναξε ξαφνικά, θρυμματίζοντας τη σιωπή της νύχτας σε χιλιάδες κομμάτια που σκόρπισαν στο πάτωμα.
Περπάτησε αργά προς τον μεγάλο καθρέφτη του χολ. Δώρο στον εαυτό της, το δώρο της τελευταίας πινελιάς, όπως το αποκαλούσε. Το είδωλό της κάθε φορά την αποχαιρετούσε σαν έβγαινε έξω να συναντήσει τον κόσμο και τα προσωπεία του. Ένα είδωλο που όφειλε να είναι λαμπερό...
Η τελειότητα..
Ο πόνος...
Ξανά ο πόνος...
Και τα λόγια του λίγο πριν.. "το ξέρεις μωρό μου, ο θησαυρός κρύβεται στο λάθος..." Το ήξερε; Έσκυψε και μάζεψε τη γόβα της από κάτω, όπως την είχε παρατήσει χθες βράδυ όταν μπήκε στο διαμέρισμά της. Ο Christian Louboutin σε όλη του την τελειότητα. Έβαλε το τακούνι στον κρόταφό της και αντίκρισε το ειδωλό της στον καθρέφτη. Μια εικόνα από ταινία του Αλμοδόβαρ.
Εκείνη η ηρωίδα.
Ο δικός της κρόταφος.
Η γόβα πάνω του και μετά στο μάγουλο και μετά στο στήθος και μετά στο πάτωμα.
Η ηρωίδα του καθρέφτη έμεινε με τη γόβα στον κρόταφο...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου