Bury Me (Δώρα)
Η Δώρα στα 23 της είχε ήδη θάψει και τους δύο γονείς της. Το έκανε με τη βοήθεια της μεγαλύτερης αδελφής της που τώρα δεν της μιλούσε. Είχε απομακρυνθεί μ' ένα εναλλακτικό γκόμενο σε κάποιο νησί της άγονης γραμμής και η σχέση τους κατέληξε να είναι ότι και η γραμμή. Τη Δώρα την απασχολούσε ενίοτε αυτό και ίσως να είχε το χρόνο να την παιδέψει περισσότερο αν προηγουμένως είχε καταφέρει να λύσει βιοποριστικά προβλήματα πρώτης γραμμής. Τι θα έτρωγε, που θα ζούσε, τα γνωστά. Τον Πέπε τον γνώρισε λίγο πριν πέσει στο κρεβάτι του σπιτονοικοκύρη της, προκειμένου να γλιτώσει την έξωση για λίγο καιρό. Της είχε πιάσει τον κώλο, τα βυζιά, είχε τριφτεί πάνω της, έμενε καθαρά το πρακτικό μέρος της συνεύρεσης. Κλισέ μελό, θα έλεγε κάποιος. Κλισέ μελό είναι η ζωή, θα σχολίαζε η Δώρα.
Ο Πέπε, που το κανονικό του όνομα ήταν Σωτήρης, φορούσε συχνά, πυκνά τη φανέλα του Πορτογάλου αμυντικού της Ρεάλ Μαδρίτης με αυτό το όνομα. Η Δώρα δεν γνώριζε πολλά από ποδόσφαιρο και δεν την ενδιέφερε να μάθει, ήξερε όμως πως ο πιο γνωστός παίκτης της Ρεάλ ήταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Ένας από τους λόγους που έσμιξε με το Σωτήρη, ήταν πως δεν φορούσε τη φανέλα του Κριστιάνο Ρονάλντο και δεν ήθελε να τον φωνάζουν Κριστιάνο Ρονάλντο. Αντιθέτως, το Πέπε του άρεσε και ζητούσε να τον φωνάζουν έτσι.
Ο Πέπε είχε νοικιάσει μια εσωτερική γκαρσονιέρα στον πρώτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, γεμάτη από αλλοδαπούς, μουσουλμάνους κυρίως, τους οποίους ήθελε να κάψει. Όταν η Δώρα, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει στα 33 τετραγωνικά τον ρώτησε "γιατί", ένα απόγευμα που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και κάπνιζαν χόρτο, εκείνος απάντησε "Έτσι". Στη συνέχεια βέβαια την πήρε από τον κώλο, βρίζοντας την ώρα της ηδονής του, πιστοποιώντας μια κατάσταση που λέει πως μπορείς να μισείς τους μουσουλμάνους, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα πως απορρίπτεις οτιδήποτε προέρχεται από αυτούς.
Ο Πέπε έκανε κάποιες "δουλειές". Έτσι τα έφερνε βόλτα. Η Δώρα ρώτησε μια φορά, πήρε μια συγκεχυμένη απάντηση, δεν ξαναρώτησε. Σε μια υποτιθέμενη ερώτηση αν ήταν ερωτευμένη η απάντηση θα ήταν ένα αδιόρατο βλέμμα. Ίσως να συνοδευόταν και ένα "δεν ξέρω". Εδώ και καιρό η Δώρα αισθανόταν μετέωρη στον κόσμο, σαν ένας κομήτης που διασχίζει το σύμπαν με άγνωστο προορισμό και χωρίς καμία διάθεση να πέσει κάπου. Η Δώρα δεν ήθελε να πέσει κάπου. Η πτώση σήμαινε αυτόματα καταστροφή. Η Δώρα ήθελε απλά να συνεχίσει να είναι μετέωρη. Ακόμα και ο έρωτας σε αυτή τη φάση την παρέπεμπε σε μια διαδικασία προσγείωσης. Και η Δώρα δεν το ήθελε αυτό. Δεν το χρειαζόταν.
Ο Πέπε της βρήκε δουλειά σε ένα σεξ σοπ. Το μαγαζί ήταν του Μίλτου, ενός 50αρη Μανιάτη που είχε χάσει ως τώρα τρεις φορές την περιουσία του στα χαρτιά. Το σεξ σοπ τη γλίτωσε γιατί γραμμένο στο όνομα της γυναίκας του. Όταν ζήτησε από τη γυναίκα του να το πουλήσουν για ρευστό, εκείνη σηκώθηκε σιωπηλά, πήγε στο ψυγείο, άδειασε μισό μπουκάλι νερό Λουτρακίου (γυάλινο) και στη συνέχεια το έσπασε στο κεφάλι του συζύγου της. Όταν ο Μίλτος συνήλθε, η τελευταία του έγνοια ήταν το γεγονός πως το κεφάλι του πονούσε δαιμονισμένα και πως βρισκόταν μέσα στα αίματα. Η πρώτη του έγνοια πάλι, ήταν η γυναίκα του, που στεκόταν ανάμεσα στα γυμνά του πόδια με μια ψαλίδα εφαρμοσμένη πλήρως πάνω στο πέος του. Από εκείνο το βράδυ δεν ξανασυζήτησαν ποτέ το θέμα του μαγαζιού.
Η Δώρα βρισκόταν τις περισσότερες ώρες μόνη στο μαγαζί. Αυτό από μόνο του, ήταν αρκετά περίεργο και ενδεχομένως επικίνδυνο. Το σεξ σοπ Liquid M - όπου μεταφραζόταν Υγρός Μ, δηλαδή Μίλτος - στεγαζόταν σ΄ ένα μικρό ισόγειο μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Ο Μίλτος της είχε πει πως αν έμπαιναν τίποτε ληστές μέσα - πράγμα που θα ήταν ασυνήθιστο γιατί οι Έλληνες δεν γαμάνε, οπότε οι εισπράξεις ήταν πάντα πενιχρές - θα είχε την ευκαιρία να βγει έξω και να φωνάξει για βοήθεια. Μόλις το άκουσε αυτό η Δώρα σκέφτηκε αν ήταν όντως τόσο ηλίθιος για να λέει κάτι τέτοιο. Ο κομήτης όμως έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του στο σύμπαν και αυτό αποτέλεσε μια καλή δικαιολογία κατάφασης και σιωπής ταυτόχρονα.
Εκείνο το απόγευμα παραδόξως το Liquid M είχε πελατεία. Ένα καχεκτικό τύπο γύρω στα 45, φαλακρό, εξαιρετικά αδύνατο, ντυμένο στα γκρι. Ακόμα και ο σκελετός των γυαλιών του γκρι ήταν. Δύο νεαρούς γύρω στα 20, ο ένας ντυμένος ίμο ο άλλος ντυμένος αποτυχημένα ίμο όπου εκτός από τη διαφορά στα ρούχα, το παρουσιαστικό τους ήταν ο ορισμός της αποτυχίας του ίμο. Κι ένα ζευγάρι που μπήκε στο τέλος, με τη γυναίκα να είναι ντυμένη ωσάν τη Τζάκι Κένεντι λίγο πριν βγει παράνομο ραντεβού με τον Τέλη Ωνάση. Μαντήλι στο κεφάλι, μαύρα γυαλιά ηλίου και με μια νευρικότητα που έκανε ακόμα και τους αραδιασμένους στα ράφια δονητές να τρέμουν... Ο άνδρας φορούσε κοστούμι, μαύρα γυαλιά και καπέλο το οποίο έβγαλε μόλις μπήκε στο κατάστημα.
Η Δώρα, από το θάνατο των γονιών της και έπειτα, είχε μπει στη διαδικασία να θάβει πράγματα. Ήταν κάτι που το έκανε καλά. Για την ακρίβεια ήταν πλέον το μοναδικό πράγμα που ήξερε να κάνει καλά. Αντιδράσεις, συναισθήματα, σκέψεις, κινήσεις, όλα είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο νεκροταφείο του μυαλού της. Επιβίωναν μόνο οι νεκροθάφτες και οι φύλακες, όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που απαιτούνταν προκειμένου η Δώρα να κινείται στον κόσμο. Χωρίς πολυτέλειες, σε βασικό επίπεδο πάντα.
Ο ένας ίμο πλησίασε στον πάγκο κρατώντας ένα μαστίγιο.
- Πόσο έχει;
- Η τιμή αναγράφεται πάνω.
- Που; Δεν βλέπω.
Η Δώρα πήρε το μαστίγιο από τα χέρια του και ως δια μαγείας εμφάνισε ένα κρεμασμένο καρτελάκι με την τιμή.
- Είναι ακριβό, γιατί;
- Έτσι. Αυτή είναι η τιμή.
- Κάτι καλύτερο;
- Υπάρχει σε προσφορά μαζί με χειροπέδες και σκουλαρίκια για το αιδοίο.
- Ναι; Γαμώ! Πόσο;
- ...αλλά έχει τελειώσει. Από βδομάδα.
Ο ίμο παράτησε το μαστίγιο στον πάγκο και επέστρεψε στο φίλο του απογοητευμένος. Εκείνος είχε πιάσει ένα στράπον και το δοκίμαζε πάνω στο παντελόνι του. "Μαλάκα, θα έχω δύο!!!", του φώναξε μόλις τον είδε.
Η Δώρα τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και επέστρεψε στις σκέψεις της. Ο Πέπε της είχε πει ότι θα περνούσε με το μηχανάκι του να την πάρει μόλις τελείωνε και πως "όλο και κάτι θα έκαναν μετά". Αυτή η φράση συνήθως είχε μια κατάληξη. Στην πλατεία για μπύρες στο παγκάκι με φίλους του Πέπε - και τις συνήθως μασουρωμένες γκόμενές τους - και επιστροφή στο σπίτι όπου η βραδιά θα τελείωνε με ένα γαμήσι αλά Πέπε. Δικός του ο όρος.
Της ήρθε αναγούλα. Την έθαψε.
Σε αυτό βοήθηκε και ο 45χρονος κύριος με τα γκρι ο οποίος πλησίασε το ταμείο και τη ρώτησε ευγενικά και με πολύ χαμηλή φωνή.
- Παρακαλώ, που είναι η Αγία Γραφή;
Ένα δευτερόλεπτο της πήρε να συνηθίσει το ασυνήθιστο.
- Μας έχει τελειώσει. Και δεν ξέρω πότε θα ξαναφέρουμε.
- Χμ...
Ο άνδρας έσκυψε το κεφάλι και πήγε να ψελλίσει κάτι ακόμα. Εκείνη την ώρα η Δώρα σκέφτηκε ότι ο άνθρωπος μπροστά της δεν ήταν τρελός. Έμοιαζε χαμένος αλλά δεν ήταν τρελός. Σήκωσε το κεφάλι και της είπε ξανά ευγενικά.
- Ξέρετε, ψάχνω το Θεό και δεν τον βρίσκω τελευταία...
Το κάτω χείλος του είχε αρχίσει να τρέμει ελαφρά ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια.
- Χμ, φαντάζομαι πως το ξέρει ότι τον ψάχνετε και θα εμφανιστεί.
Του απάντησε τόσο ήρεμα, όσο εκείνος.
- Λέτε; Μια υποψία χαμόγελου έκανε το χείλος να πάψει να τρέμει.
- Είμαι σίγουρη! Του χαμογέλασε, κάτι που έκανε σπάνια πια.
Εκείνος έκανε να φύγει. Ξαναγύρισε.
- Αν περάσει από εδώ και σας ρωτήσει, θα του πείτε ότι με είδατε και πως τον ψάχνω;
- Ναι... θα του το πω. Μείνετε ήσυχος. Του χαμογέλασε. Ξανά.
- Ευχαριστώ. Ψίθυρος. Σβησμένος.
Ο άνδρας έσυρε τα βήματά του στην έξοδο.
Ο Πέπε φάνηκε στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Σταμάτησε το μηχανάκι και πήγε στο περίπτερο. "Χαρτάκια για μπάφο", σκέφτηκε η Δώρα. "Θα ξέμεινε πάλι". Έσκυψε κάτω από τον πάγκο να μαζέψει τα πράγματά της. Σε δέκα λεπτά το κατάστημα έκλεινε. Έπρεπε σιγά, σιγά να ξεφορτωθεί και τους πελάτες.
Ο ήχος ακούστηκε σαν λάστιχο που σκάει. Ένα ΜΕΓΑΛΟ λάστιχο που σκάει. Σηκώθηκε σιγά και αναζήτησε με το βλέμμα το αυτοκίνητο που είχε πάθει τη ζημιά. Οι ίμο είχαν βγει ήδη στο δρόμο. Το ζευγάρι στεκόταν μέσα στο μαγαζί ακόμα, κρατώντας ταινίες πορνό στα χέρια. Ο άνδρας τις κρατούσε.
Άκουσε φωνές. Όχι φωνές. Στριγκλιές! Ήταν η στιγμή που αποφάσισε να βγει έξω.
Κόσμος. Όχι πολύς. Οι ίμο που έμοιαζαν να έχουν παγώσει όρθιοι. Ο περιπτεράς που κάτι φώναζε. Ο κύριος με τα γκρι που έψανε το Θεό και κρατούσε ένα πιστόλι στο χέρι. Και όμως έμοιαζε ακόμα τόσο ευγενικός, τόσο ήρεμος.
Έμεινε ακίνητη. Ένοιωσε ένα σκούντηγμα. Ο κύριος με το κοστούμι έτρεξε προς το λιγοστό πλήθος και βγαίνοντας από το μαγαζί τη σκούντηξε. Άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι.
Έθαψε καλά αυτό που την κρατούσε ακίνητη και πλησίασε. Ο κύριος με τα γκρι κρατούσε ακόμα το πιστόλι στο χέρι. Ο κύριος με το κοστούμι είχε σκύψει στο πεζοδρόμιο. Ένα πεζοδρόμιο που έμοιαζε να αλλάζει χρώμα σε εκείνο το σημείο.
Ο Πέπε. Πεσμένος με το λαιμό και το στήθος μέσα στο αίμα. Ακίνητος.
Ο κύριος με το κοστούμι πάνω του να ψάχνει να βγει παλμό.
Οι ίμο.
Ο περιπτεράς να φωνάζει στο κινητό του.
Ο κύριος με τα γκρι.
Τον κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξε ξανά ευγενικά.
- Τον ρώτησα αν έχει δει το Θεό. Και μου είπε πως δεν υπάρχει. Και ήταν τόσο σίγουρος! Καταλαβαίνετε;
Η Δώρα ένα πράγμα είχε μάθει να κάνει πολύ καλά στη ζωή της...
Ο Πέπε, που το κανονικό του όνομα ήταν Σωτήρης, φορούσε συχνά, πυκνά τη φανέλα του Πορτογάλου αμυντικού της Ρεάλ Μαδρίτης με αυτό το όνομα. Η Δώρα δεν γνώριζε πολλά από ποδόσφαιρο και δεν την ενδιέφερε να μάθει, ήξερε όμως πως ο πιο γνωστός παίκτης της Ρεάλ ήταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Ένας από τους λόγους που έσμιξε με το Σωτήρη, ήταν πως δεν φορούσε τη φανέλα του Κριστιάνο Ρονάλντο και δεν ήθελε να τον φωνάζουν Κριστιάνο Ρονάλντο. Αντιθέτως, το Πέπε του άρεσε και ζητούσε να τον φωνάζουν έτσι.
Ο Πέπε είχε νοικιάσει μια εσωτερική γκαρσονιέρα στον πρώτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, γεμάτη από αλλοδαπούς, μουσουλμάνους κυρίως, τους οποίους ήθελε να κάψει. Όταν η Δώρα, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει στα 33 τετραγωνικά τον ρώτησε "γιατί", ένα απόγευμα που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και κάπνιζαν χόρτο, εκείνος απάντησε "Έτσι". Στη συνέχεια βέβαια την πήρε από τον κώλο, βρίζοντας την ώρα της ηδονής του, πιστοποιώντας μια κατάσταση που λέει πως μπορείς να μισείς τους μουσουλμάνους, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα πως απορρίπτεις οτιδήποτε προέρχεται από αυτούς.
Ο Πέπε έκανε κάποιες "δουλειές". Έτσι τα έφερνε βόλτα. Η Δώρα ρώτησε μια φορά, πήρε μια συγκεχυμένη απάντηση, δεν ξαναρώτησε. Σε μια υποτιθέμενη ερώτηση αν ήταν ερωτευμένη η απάντηση θα ήταν ένα αδιόρατο βλέμμα. Ίσως να συνοδευόταν και ένα "δεν ξέρω". Εδώ και καιρό η Δώρα αισθανόταν μετέωρη στον κόσμο, σαν ένας κομήτης που διασχίζει το σύμπαν με άγνωστο προορισμό και χωρίς καμία διάθεση να πέσει κάπου. Η Δώρα δεν ήθελε να πέσει κάπου. Η πτώση σήμαινε αυτόματα καταστροφή. Η Δώρα ήθελε απλά να συνεχίσει να είναι μετέωρη. Ακόμα και ο έρωτας σε αυτή τη φάση την παρέπεμπε σε μια διαδικασία προσγείωσης. Και η Δώρα δεν το ήθελε αυτό. Δεν το χρειαζόταν.
Ο Πέπε της βρήκε δουλειά σε ένα σεξ σοπ. Το μαγαζί ήταν του Μίλτου, ενός 50αρη Μανιάτη που είχε χάσει ως τώρα τρεις φορές την περιουσία του στα χαρτιά. Το σεξ σοπ τη γλίτωσε γιατί γραμμένο στο όνομα της γυναίκας του. Όταν ζήτησε από τη γυναίκα του να το πουλήσουν για ρευστό, εκείνη σηκώθηκε σιωπηλά, πήγε στο ψυγείο, άδειασε μισό μπουκάλι νερό Λουτρακίου (γυάλινο) και στη συνέχεια το έσπασε στο κεφάλι του συζύγου της. Όταν ο Μίλτος συνήλθε, η τελευταία του έγνοια ήταν το γεγονός πως το κεφάλι του πονούσε δαιμονισμένα και πως βρισκόταν μέσα στα αίματα. Η πρώτη του έγνοια πάλι, ήταν η γυναίκα του, που στεκόταν ανάμεσα στα γυμνά του πόδια με μια ψαλίδα εφαρμοσμένη πλήρως πάνω στο πέος του. Από εκείνο το βράδυ δεν ξανασυζήτησαν ποτέ το θέμα του μαγαζιού.
Η Δώρα βρισκόταν τις περισσότερες ώρες μόνη στο μαγαζί. Αυτό από μόνο του, ήταν αρκετά περίεργο και ενδεχομένως επικίνδυνο. Το σεξ σοπ Liquid M - όπου μεταφραζόταν Υγρός Μ, δηλαδή Μίλτος - στεγαζόταν σ΄ ένα μικρό ισόγειο μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Ο Μίλτος της είχε πει πως αν έμπαιναν τίποτε ληστές μέσα - πράγμα που θα ήταν ασυνήθιστο γιατί οι Έλληνες δεν γαμάνε, οπότε οι εισπράξεις ήταν πάντα πενιχρές - θα είχε την ευκαιρία να βγει έξω και να φωνάξει για βοήθεια. Μόλις το άκουσε αυτό η Δώρα σκέφτηκε αν ήταν όντως τόσο ηλίθιος για να λέει κάτι τέτοιο. Ο κομήτης όμως έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του στο σύμπαν και αυτό αποτέλεσε μια καλή δικαιολογία κατάφασης και σιωπής ταυτόχρονα.
Εκείνο το απόγευμα παραδόξως το Liquid M είχε πελατεία. Ένα καχεκτικό τύπο γύρω στα 45, φαλακρό, εξαιρετικά αδύνατο, ντυμένο στα γκρι. Ακόμα και ο σκελετός των γυαλιών του γκρι ήταν. Δύο νεαρούς γύρω στα 20, ο ένας ντυμένος ίμο ο άλλος ντυμένος αποτυχημένα ίμο όπου εκτός από τη διαφορά στα ρούχα, το παρουσιαστικό τους ήταν ο ορισμός της αποτυχίας του ίμο. Κι ένα ζευγάρι που μπήκε στο τέλος, με τη γυναίκα να είναι ντυμένη ωσάν τη Τζάκι Κένεντι λίγο πριν βγει παράνομο ραντεβού με τον Τέλη Ωνάση. Μαντήλι στο κεφάλι, μαύρα γυαλιά ηλίου και με μια νευρικότητα που έκανε ακόμα και τους αραδιασμένους στα ράφια δονητές να τρέμουν... Ο άνδρας φορούσε κοστούμι, μαύρα γυαλιά και καπέλο το οποίο έβγαλε μόλις μπήκε στο κατάστημα.
Η Δώρα, από το θάνατο των γονιών της και έπειτα, είχε μπει στη διαδικασία να θάβει πράγματα. Ήταν κάτι που το έκανε καλά. Για την ακρίβεια ήταν πλέον το μοναδικό πράγμα που ήξερε να κάνει καλά. Αντιδράσεις, συναισθήματα, σκέψεις, κινήσεις, όλα είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο νεκροταφείο του μυαλού της. Επιβίωναν μόνο οι νεκροθάφτες και οι φύλακες, όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που απαιτούνταν προκειμένου η Δώρα να κινείται στον κόσμο. Χωρίς πολυτέλειες, σε βασικό επίπεδο πάντα.
Ο ένας ίμο πλησίασε στον πάγκο κρατώντας ένα μαστίγιο.
- Πόσο έχει;
- Η τιμή αναγράφεται πάνω.
- Που; Δεν βλέπω.
Η Δώρα πήρε το μαστίγιο από τα χέρια του και ως δια μαγείας εμφάνισε ένα κρεμασμένο καρτελάκι με την τιμή.
- Είναι ακριβό, γιατί;
- Έτσι. Αυτή είναι η τιμή.
- Κάτι καλύτερο;
- Υπάρχει σε προσφορά μαζί με χειροπέδες και σκουλαρίκια για το αιδοίο.
- Ναι; Γαμώ! Πόσο;
- ...αλλά έχει τελειώσει. Από βδομάδα.
Ο ίμο παράτησε το μαστίγιο στον πάγκο και επέστρεψε στο φίλο του απογοητευμένος. Εκείνος είχε πιάσει ένα στράπον και το δοκίμαζε πάνω στο παντελόνι του. "Μαλάκα, θα έχω δύο!!!", του φώναξε μόλις τον είδε.
Η Δώρα τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και επέστρεψε στις σκέψεις της. Ο Πέπε της είχε πει ότι θα περνούσε με το μηχανάκι του να την πάρει μόλις τελείωνε και πως "όλο και κάτι θα έκαναν μετά". Αυτή η φράση συνήθως είχε μια κατάληξη. Στην πλατεία για μπύρες στο παγκάκι με φίλους του Πέπε - και τις συνήθως μασουρωμένες γκόμενές τους - και επιστροφή στο σπίτι όπου η βραδιά θα τελείωνε με ένα γαμήσι αλά Πέπε. Δικός του ο όρος.
Της ήρθε αναγούλα. Την έθαψε.
Σε αυτό βοήθηκε και ο 45χρονος κύριος με τα γκρι ο οποίος πλησίασε το ταμείο και τη ρώτησε ευγενικά και με πολύ χαμηλή φωνή.
- Παρακαλώ, που είναι η Αγία Γραφή;
Ένα δευτερόλεπτο της πήρε να συνηθίσει το ασυνήθιστο.
- Μας έχει τελειώσει. Και δεν ξέρω πότε θα ξαναφέρουμε.
- Χμ...
Ο άνδρας έσκυψε το κεφάλι και πήγε να ψελλίσει κάτι ακόμα. Εκείνη την ώρα η Δώρα σκέφτηκε ότι ο άνθρωπος μπροστά της δεν ήταν τρελός. Έμοιαζε χαμένος αλλά δεν ήταν τρελός. Σήκωσε το κεφάλι και της είπε ξανά ευγενικά.
- Ξέρετε, ψάχνω το Θεό και δεν τον βρίσκω τελευταία...
Το κάτω χείλος του είχε αρχίσει να τρέμει ελαφρά ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια.
- Χμ, φαντάζομαι πως το ξέρει ότι τον ψάχνετε και θα εμφανιστεί.
Του απάντησε τόσο ήρεμα, όσο εκείνος.
- Λέτε; Μια υποψία χαμόγελου έκανε το χείλος να πάψει να τρέμει.
- Είμαι σίγουρη! Του χαμογέλασε, κάτι που έκανε σπάνια πια.
Εκείνος έκανε να φύγει. Ξαναγύρισε.
- Αν περάσει από εδώ και σας ρωτήσει, θα του πείτε ότι με είδατε και πως τον ψάχνω;
- Ναι... θα του το πω. Μείνετε ήσυχος. Του χαμογέλασε. Ξανά.
- Ευχαριστώ. Ψίθυρος. Σβησμένος.
Ο άνδρας έσυρε τα βήματά του στην έξοδο.
Ο Πέπε φάνηκε στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Σταμάτησε το μηχανάκι και πήγε στο περίπτερο. "Χαρτάκια για μπάφο", σκέφτηκε η Δώρα. "Θα ξέμεινε πάλι". Έσκυψε κάτω από τον πάγκο να μαζέψει τα πράγματά της. Σε δέκα λεπτά το κατάστημα έκλεινε. Έπρεπε σιγά, σιγά να ξεφορτωθεί και τους πελάτες.
Ο ήχος ακούστηκε σαν λάστιχο που σκάει. Ένα ΜΕΓΑΛΟ λάστιχο που σκάει. Σηκώθηκε σιγά και αναζήτησε με το βλέμμα το αυτοκίνητο που είχε πάθει τη ζημιά. Οι ίμο είχαν βγει ήδη στο δρόμο. Το ζευγάρι στεκόταν μέσα στο μαγαζί ακόμα, κρατώντας ταινίες πορνό στα χέρια. Ο άνδρας τις κρατούσε.
Άκουσε φωνές. Όχι φωνές. Στριγκλιές! Ήταν η στιγμή που αποφάσισε να βγει έξω.
Κόσμος. Όχι πολύς. Οι ίμο που έμοιαζαν να έχουν παγώσει όρθιοι. Ο περιπτεράς που κάτι φώναζε. Ο κύριος με τα γκρι που έψανε το Θεό και κρατούσε ένα πιστόλι στο χέρι. Και όμως έμοιαζε ακόμα τόσο ευγενικός, τόσο ήρεμος.
Έμεινε ακίνητη. Ένοιωσε ένα σκούντηγμα. Ο κύριος με το κοστούμι έτρεξε προς το λιγοστό πλήθος και βγαίνοντας από το μαγαζί τη σκούντηξε. Άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι.
Έθαψε καλά αυτό που την κρατούσε ακίνητη και πλησίασε. Ο κύριος με τα γκρι κρατούσε ακόμα το πιστόλι στο χέρι. Ο κύριος με το κοστούμι είχε σκύψει στο πεζοδρόμιο. Ένα πεζοδρόμιο που έμοιαζε να αλλάζει χρώμα σε εκείνο το σημείο.
Ο Πέπε. Πεσμένος με το λαιμό και το στήθος μέσα στο αίμα. Ακίνητος.
Ο κύριος με το κοστούμι πάνω του να ψάχνει να βγει παλμό.
Οι ίμο.
Ο περιπτεράς να φωνάζει στο κινητό του.
Ο κύριος με τα γκρι.
Τον κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξε ξανά ευγενικά.
- Τον ρώτησα αν έχει δει το Θεό. Και μου είπε πως δεν υπάρχει. Και ήταν τόσο σίγουρος! Καταλαβαίνετε;
Η Δώρα ένα πράγμα είχε μάθει να κάνει πολύ καλά στη ζωή της...
δεν έχω τι να σχολιάσω!
ΑπάντησηΔιαγραφήρωτάω μόνο: όλες αυτές οι ηρωίδες που μας σύστησες θα έχουν συνέχεια στις ιστορίες τους; ή θα μείνουν -και μεις μαζί- μετέωρες όπως η Δώρα;
ΥΓ. αυτό που εμείς λέμε "οθωμανικό", άγγλοι και ισπανοί το λένε "ελληνικό" (the greek way)
Αγαπητή blogirl... το μετέωρο είναι πάντα κάτι σχετικό. Ίσως να δούμε μια πτυχή της ζωής τους, ίσως περισσότερες. Θα σας αφήσω με μια καλώς εννοούμενη αγωνία.. :)
ΔιαγραφήΥΓ. Σωστό αλλά αλίμονο αν το ήξερε αυτό ο Πέπε... :)
ελπίζω στην πορεία της ζωής της να μη "θάψει" και τον εαυτό της πιο βαθιά από ότι είναι...!
ΑπάντησηΔιαγραφήβλέπετε...επιμένω να πιστεύω ακόμη στα θαύματα :)))
Seirie... αγαπητέ / η ... ποιος ξέρει;;; Σας ευχαριστώ για το σχόλιο.
ΔιαγραφήΤέλειο, τέλειο, απλά τέλειο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ότι δεν τελειώνει με συνεπήρε! Γιατί έτσι κι αλλιώς θα έχει και στο εξής πολλά να θάψει ακόμα εκτός από τα συναισθήματά της.
Εν τω μεταξύ λάτρεψα τη αντίδραση της γυναίκας του Μίλτου!!!
Εξαιρετική φιγούρα δε, ο κύριος με τα γκρι. Διότι πως να το κάνουμε, δεν είναι και καθημερινό φαινόμενο κάποιος να ψάχνει τον θεό σε ένα σεξ σοπ. Ή μήπως είναι;
Πάντως, για την ιστορία, όταν κράταγα για μερικές ημέρες το σεξ σοπ του κολλητού μου στα Χανιά, το πιο παράξενο που είχε συμβεί ήταν όταν μπήκε μια κυρία ηλικίας περίπου 75 ετών και χωρίς να προσέξει το περιβάλλον γύρω της, κατευθύνθηκε προς το μέρος μου και με ρώτησε αν ο κ. Θανάσης είχε έτοιμα τα ακουστικά της.
Φυσικά της είπα ότι είχε κάνει λάθος όροφο και ότι το κατάστημα με τα ακουστικά βαρηκοΐας ήταν έναν όροφο πιο κάτω. Τότε η κυρία κοίταξε γύρω της και όταν συνειδητοποίησε τι ακριβώς έβλεπε γύρω της, άρχισε να κοκκινίζει και να ανεβάζει πίεση!
Όπως καταλαβαίνετε σταυροκοπήθηκε, με έβρισε και μετά αποχώρησε! Ω, μα ήταν τόσο αστείο όλο αυτό!
Και τώρα λέω να σταματήσω...
Τα σέβη μου.
Αγαπητή Αθηνά με συναρπάζετε. Είναι το δεύτερο συνεχόμενο διήγημα στο οποίο βρίσκετε ένα κομμάτι από τη ζωή σας! Σας αγαπώ (ξανά!). Ελπίζω να μη ζηλέψει ο Μήτσος σας. Αλλά είναι καρμικό όλο αυτό, δεν εξηγείται αλλιώς!!!
ΔιαγραφήΤα φιλιά και τα σέβη μου!
πολύ ωραίο, φαίνεται πως το 'χεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήμου θυμίζει nick cave :)